Φαίνεται πως μάλλον γλιτώσαμε η Ελλάδα να είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως που επαναφέρει το αδίκημα της βλασφημίας.
Τη Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου 2019, ο αρμόδιος υπουργός δηλώνει στην Βουλή ότι επαναφέρεται η κακόβουλη βλασφημίας και καθύβριση θρησκευμάτων (αρ. 198 ΠΚ) που είχε καταργηθεί με το Ν.4619/2019.[1] Την επόμενη μέρα, κι υπό το βάρος των αντιδράσεων που η αναγγελία του προκάλεσε, ο κ. Τσιάρας απέδωσε την επαναφορά της συγκεκριμένης διάταξης σε μία «προσπάθεια προστασίας των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων», που κάνει η κυβέρνηση, καθώς βρισκόμαστε, όπως είπε,
«μπροστά σε γεγονότα που εξελίσσονται με αρνητικό τρόπο στην ελληνική κοινωνία και μιλώ για την αντιπαράθεση μεταξύ ομάδων μεταναστών που εγκαθίστανται στην ενδοχώρα και δημιουργούνται εντάσεις.”
Έχω την αίσθηση ότι το μήνυμα του κ. Υπουργού θα ήταν ευκρινέστερο αν δεν συζητούσαμε αποκλειστικά για «αντιπαράθεση μεταξύ ομάδων μεταναστών» αλλά βάζαμε κάπου στο κάδρο και μερικούς συμπολίτες μας, οι οποίοι την προηγούμενη της αναγγελίας της επαναφοράς της διάταξης διοργάνωναν μπάρμπεκιου με χοιρινό και τις οινοποσίες μπροστά στα hotspot μουσουλμάνων μεταναστών, πεινασμένων μάλιστα ανθρώπων με τη ηθική υποστήριξη βουλευτών της συμπολίτευσης.
Η στάση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου
Την ίδια στιγμή, ευθυγραμμισμένος με τον προβαλλόμενο ως σκοπό της επαναφοράς της διάταξης που ανακοίνωσε ο Υπουργός, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δηλώνει πως:
«Η επαναφορά στον Ποινικό Κώδικα των διατάξεων για τα αδικήματα της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων δεν αποσκοπεί προφανώς στην προστασία του Θεού, των θείων, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και κάθε άλλης θρησκείας, καθώς δεν έχουν ανάγκη ανθρώπινης προστασίας. Αποσκοπεί όμως στη διαφύλαξη του θρησκευτικού συναισθήματος των πιστών και του υπέρτερου συμφέροντος, σε ιδιαίτερα ταραγμένους καιρούς, της κοινωνικής ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής, αγαθών που δεν μπορούν να ποδοπατώνται χάριν της “δικαιωματιστικής” λογικής της ελευθερίας του λόγου, που εμπεριέχει ύβρεις, μίσος και φανατισμό. Πάνω απ’ όλα, όμως, το όλο ζήτημα είναι ζήτημα πολιτισμού, κάτι το οποίο κάθε άνθρωπος μπορεί εύκολα να αντιληφθεί αρκεί να πετάξει από πάνω του το πέπλο των ιδεοληπτικών εμμονών και των μηδενιστικών αγκυλώσεων».[2]
Το νομοθετικό οπλοστάσιο
Σε κάθε περίπτωση πάντως, εφόσον δεχθούμε ότι η στόχευση είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας τάξης και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αγανακτεί όταν προσβάλλεται είναι, νομίζω, δόκιμο να υπενθυμίσουμε στις αρμόδιες αρχές – κοσμικές και εκκλησιαστικές – πως υπάρχει νομοθετικό οπλοστάσιο στην χώρα μας που θα μπορούσε να διώξει ποινικά τέτοιου είδους συμπεριφορές χωρίς την επαναφορά της βλασφημίας. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον περίφημο “αντιρατσιστικό” νόμο, (Ν. 4285/2014), το άρθρο 1 του οποίου κατεξοχήν αφορά την μέριμνα του Υπουργού και του Αρχιεπισκόπου.
Το άρθρο αυτό αναφέρει πως:
«Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ».
Μήπως περιήλθε στη λήθη τόσο γρήγορα η ως άνω διάταξη ή απλώς η επαναφορά της διάταξης της βλασφημίας υπήρξε πάγιο αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδας και με την πρώτη ευκαιρία προωθήθηκε χωρίς να εκτιμηθούν σωστά οι μεγάλες αντιδράσεις που θα προκαλούσε στον φιλελεύθερο κόσμο της χώρας; Καθείς διαλέγει την απάντηση.
Απόσυρση της επίμαχης διάταξης υπό το βάρος της αποδοκιμασίας
Σε κάθε περίπτωση πάντως, έχει, καταληκτικά, σημασία η υπουργική παραδοχή ότι η διάταξη αποσύρθηκε υπό το βάρος της αποδοκιμασίας του νομικού και όχι μόνο κόσμου («από την στιγμή που υπάρχουν τόσες αντιδράσεις η διάταξη θα αποσυρθεί» είπε κατά λέξη ο Υπουργός σε συνέντευξή του της 19ης Νοεμβρίου).
Τούτο είναι αισιόδοξο σημάδι. Οι κατά τον Αρχιεπίσκοπο «ιδεοληπτικές εμμονές και μηδενιστικές αγκυλώσεις» μπορούν ενίοτε να υπερτερούν του νομικού αντιδραστισμού και της υποκρισίας συνάμα: διότι η ποινικοποίηση της βλασφημίας φυσικά ουδέποτε στόχευε να προστατεύει τις θρησκευτικές μειονότητες. Είτε στην Ελλάδα, είτε στην Πολωνία, είτε στο Πακιστάν. Ποτέ δεν το είχε κάνει. Την επικρατούσα θρησκεία σκόπευε να οχυρώσει με την πανοπλία του ποινικού δικαίου.
Γι’ αυτό η σπουδή επαναφοράς της. Και γι’ αυτό η αντίδρασή μας στο αναχρονιστικό αυτό ενδεχόμενο.
Υποσημειώσεις:
[1] Η νέα ρύθμιση θα προέβλεπε φυλάκιση έως 2 έτη για όποιον “κακόβουλα καθυβρίζει τον θεό και όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει την ορθόδοξη Εκκλησία ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα.” Πρόκειται δηλαδή για την κατά λέξη επαναφορά της καταργηθείσας διάταξης.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου