Στην επικείμενη Συνταγματική αναθεώρηση που αποτελεί ως διακριτή διαδικασία θεμελιώδη στιγμή του κοινοβουλευτισμού,[1] αντικείμενο έντονου πολιτικού, κοινωνικού και φυσικά επιστημονικού διαλόγου αποτελεί η μεταρρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος και ειδικότερα ο τρόπος αποσύνδεσης της εκλογής του Π.τ.Δ. με την προκήρυξη πρόωρων Εθνικών εκλογών, μηχανισμός που όπως έχει αποδειχθεί, προκρίνει την εργαλειακή χρήση της διάταξης αυτής με προφανή σκοπό την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.[2]
Θα πρέπει καταρχήν να διευκρινιστεί ότι οι μείζονες κοινοβουλευτικές δυνάμεις (Ν.Δ., ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΚΙΝ.ΑΛ.) συναινούν στη δικαιολογητική βάση της αποσύνδεσης με τις πρόωρες εκλογές, ως sine qua non συνθήκη μακροημέρευσης σταθερών Κυβερνήσεων και εξασφάλισης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής νηνεμίας. Όπως έχει ορθά υποστηριχθεί, το Ελληνικό Σύνταγμα φέρει «εν εαυτώ στο άρθρο 32 § 4 εδ. α΄ το σπέρμα της πολιτικής αστάθειας».
Η «αντιπλειοψηφική» διάλυση της Βουλής με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης μέσω του άρθρου 32 § 4 εδ. α΄ Συντ. δύναται να δημιουργεί (αενάως) κύκλους πολιτικής και θεσμικής αστάθειας, με διεξαγωγή νέων εκλογών λόγω αδυναμίας σχηματισμού Κυβέρνησης και με διάλυση της νεοεκλεγείσας Βουλής προτού αυτή εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.[3]
Διαδικασίες Άμεσης Δημοκρατίας
Ως προς τον τρόπο εκλογής του Π.τ.Δ. στην περίπτωση όπου δεν τελεσφορήσει η εκλογή του μέσω της επίτευξης της απαιτούμενης πλειοψηφίας[4] υποστηρίζεται από την αξιωματική αντιπολίτευση η προσφυγή σε διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, ήτοι στην εκλογή του Π.τ.Δ. απευθείας από το Λαό. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην κατατεθείσα από το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 30 παρ. 4:
«Μετά την παρέλευση του εξαμήνου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία, με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει».
Βέβαια, το άρθρο 30 παρ. 1 μολονότι αρχικώς προτάθηκε, εν τέλει δεν υπήχθη στις υπό αναθεώρηση διατάξεις, γεγονός που καθιστά την υιοθέτηση της ως άνω πρότασης επί της ουσίας μη εφικτή, λαμβανομένης υπόψη της Συνταγματικής δυσαρμονίας που εν τοις πράγμασι θα προκληθεί από τη γραμματική και μόνον ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Αυτό που αξίζει, ωστόσο, να σχολιαστεί είναι η συμβατότητα της άμεσης εκλογής του Π.τ.Δ. από το Λαό, σε συνάρτηση πάντοτε με τη μορφή του πολιτεύματος και τη διάκριση των εξουσιών, δηλαδή τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 26 παρ. 2 οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, υπάγονται στις μη αναθεωρητέες.
Η εκλογή του Π.τ.Δ. απευθείας από το Λαό και η Συνταγματική Δυσαρμονία
Σε εννοιολογικό επίπεδο, πολίτευμα καλείται το σύνολο των κανόνων δικαίου κατά τους οποίους σχηματίζεται και ασκείται η βούληση που συνιστά την κρατική εξουσία.[5] Με τον όρο «προεδρευόμενη» δημοκρατία εννοείται το υποχρεωτικά αιρετό στο αξίωμα του αρχηγού του Κράτους, δηλαδή του Π.τ.Δ. και η κατάργηση έτσι, γενικά της κληρονομικής διαδοχής στο αξίωμα τούτο. Στον ίδιο όρο πρέπει να αποδοθεί και η έννοια, της ρητής αντιδιαστολής του πολιτεύματος, τόσο προς το «προεδρικό», όσο και προς το «ημιπροεδρικό» σύστημα.
Στο προεδρικό σύστημα, ο Π.τ.Δ. διατηρεί γενικά υπερέχουσα θέση από άποψη πραγματικών εξουσιών. Δικαιολογητική βάση της υπερέχουσας θέσης που απολαμβάνει αποτελεί η εκλογή του είτε άμεσα από το λαό (Γαλλία, Κύπρος) είτε διαμέσου εκλεκτόρων (Η.Π.Α.), οι οποίοι επίσης εκλέγονται άμεσα από το Λαό. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η εκλογή του Π.τ.Δ. απευθείας από το λαό θα πρέπει να αποκλειστεί ως πιθανός τρόπος εκλογής, δεδομένου ότι το ενδεχόμενο αυτό θα επέτρεπε τη «μετάλλαξη» του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία κατά παράβαση της μη αναθεωρητέας διάταξης του άρθρου 1 § 1 του Συντ.
Η απευθείας εκλογή του Π.τ.Δ. από το Λαό προσκρούει επίσης και στην – όπως ακροθιγώς αναφέρθηκε – μη αναθεωρητέα διάταξη του άρθρου 26 περί της διάκρισης των εξουσιών η οποία στην παρ. 2 αναφέρει ρητώς ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Π.τ.Δ. και τη Κυβέρνηση. Ενώ όμως ως προς την Κυβέρνηση η νομιμοποίηση των ενεργειών της πηγάζει από την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (δεδηλωμένη) της Εθνικής αντιπροσωπείας, στην περίπτωση του Π.τ.Δ. ο απαιτούμενος «έλεγχος νομιμοποίησης» διεξάγεται μέσω του άρθρου 32 του Συντ., ήτοι μέσω της εκλογής του από τη Νομοθετική εξουσία (είτε με αυξημένη πλειοψηφία είτε με την απόλυτη πλειοψηφία).
Ο ρόλος λοιπόν της Εθνικής αντιπροσωπείας στην ανάδειξη του Π.τ.Δ. καθίσταται κομβικός για τη διατήρηση και θωράκιση της διάκρισης των εξουσιών, ως θεμελιώδους αρχής του φιλελεύθερου συνταγματισμού και του συνταγματικού Κράτους.
Η εκλογή του Π.τ.Δ. απευθείας από το Λαό (είτε των 2 επικρατέστερων υποψηφίων όπως προτείνεται από την αξιωματική αντιπολίτευση είτε περισσότερων υποψηφίων όπως επίσης έχει υποστηριχθεί στη δημόσια σφαίρα) αποτελεί σίγουρα μία λύση που θα μπορούσε να αποτρέψει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και ipso facto τη μακροημέρευση των Κυβερνήσεων. Ωστόσο, επιφέρει συνταγματική δυσαρμονία στη πολιτική ζωή της χώρας και μάλιστα στο σκληρό πυρήνα που περιλαμβάνει τις μη αναθεωρητέες διατάξεις.
Ο αναθεωρητικός Νομοθέτης δεδομένης της αυστηρότητας του Εθνικού μας Συντάγματος οφείλει να αποδειχθεί ιδιαίτερα προνοητικός και ταυτόχρονα διορατικός ως προς το περιεχόμενο κομβικών διατάξεων καθοριστικών για την προάσπιση των θεσμών και του Κράτους δικαίου ευρύτερα.
Υποσημειώσεις:
[1] Τασούλας, Κ. Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ομιλία της 19.11.2019: «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρά τις αιτιάσεις, παρά τις επιφυλάξεις, παρά τις δυσοίωνες επισημάνσεις ή τις επικρίσεις, επιτελούμε ένα σημαντικό και σπάνιο κοινοβουλευτικό και νομοθετικό γεγονός, που είναι η Συνταγματική Αναθεώρηση, η οποία εδώ και σαράντα πέντε χρόνια, από την εγκαθίδρυση του Συντάγματος του 1975, πραγματοποιείται ουσιαστικά για τρίτη φορά, δεδομένου του γλίσχρου περιεχομένου της Αναθεωρήσεως του 2008. Έχουμε συνεπώς την τρίτη ουσιαστική Συνταγματική Αναθεώρηση μετά εκείνης του 1985 και του 2001».
[2] Βλ. σχ. Γ. Τσαούσης «Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας: Από ρυθμιστής του πολιτεύματος σε προάγγελο πρόωρων εκλογών. Η ανάγκη αναθεώρησης του θεσμού», ΔιΔικ, τ. 1/2018, σελ. 34-41. Βλ. επ. Κοντιάδης, Ξ., «Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα. Γιατί απέτυχαν οι πολιτικοί θεσμοί;», εκδόσεις Παπαζήσης 2015.
[3] Ανθόπουλος, Χ., Κοντιάδης, Ξ., «Αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης, διάλυση της Βουλής και εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας: οι σχέσεις μεταξύ των άρθρων 37 § 3 και 32 § 4 του Συντάγματος», ΕφΔΔ τ. 6/2014, σ. 698.
[4] Είτε αυξημένης όπως ορίζεται στην υφιστάμενη διάταξη του άρθρου 32. παρ.4 είτε σχετικής πλειοψηφίας όπως υποστηρίζεται από τη σχετική πρόταση της Ν.Δ.
[5] Για μία αναλυτικότερη ανάλυση της έννοιας του Κράτους, βλ. σχ. Μανιτάκης, Α., «Τί είναι Κράτος», Σαββάλας 2007.
Γεώργιος Τσαούσης
Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου Πανεπιστημίου Λευκωσίας