Η επίμαχη διάταξη
Μια πρόσφατη τροποποίηση (με τον νόμο 4640/30.11.2019, άρθρο 43) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι επιτρέπεται στον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, η πρόσβαση σε κάθε στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος.
Η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει σε ποια κακουργήματα αναφέρεται ούτε εξειδικεύει με συγκεκριμένο πλαίσιο την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως σε σχέση με τον κίνδυνο κάμψης του απορρήτου για να συγκεντρωθούν αποδείξεις, με βάση ανεπαρκείς ενδείξεις και αόριστες καταγγελίες. Αντίθετα, αφήνει τρομακτικά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, δηλαδή του δίνει τεράστια εξουσία, να αποδεσμεύεται από το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών.
Ο αντισυνταγματικός χαρακτήρας της νέας ρύθμισης
Αλλά το Σύνταγμα ορίζει ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι απολύτως απαραβίαστο και απαιτεί εγγυήσεις από τον νόμο για την κάμψη του απορρήτου από τις δικαστικές αρχές προς διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων.
Είναι πρόδηλο ότι ενόψει της αυστηρής και
απόλυτης συνταγματικής ρύθμισης, η εν
λόγω τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι κατάφωρα αντισυνταγματική,
επειδή εξουσιοδοτεί τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος να «παραβιάζει» το
απόρρητο των τηλεπικοινωνιών, χωρίς καμία απτή και συγκεκριμένη εγγύηση που θα
οριοθετεί την εξουσία του και θα προσδιορίζει τον τρόπο άσκησής της.
Η νέα ρύθμιση για την πρόσβαση σε κάθε
πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου, παρότι αφορά ένα φλέγον
ζήτημα για τη δημοκρατία, την ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών,
νομοθετήθηκε με άσχετη τροπολογία σε νομοσχέδιο, χωρίς να έχει ενημερωθεί η
αρμόδια από το Σύνταγμα Ανεξάρτητη Αρχή
Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
Αλλά κανονικά όπου ο νομοθέτης περιορίζει δικαιώματα τα οποία εμπίπτουν στον πυρήνα μιας συνταγματικά προβλεπόμενης Ανεξάρτητης Αρχής, όπως εν προκειμένω της ΑΔΑΕ, θα έπρεπε στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής νομοθετικής διαδικασίας να τη συμβουλεύεται υποχρεωτικά. Η ΑΔΑΕ συνεδρίασε σε Ολομέλεια και με ανακοίνωσή της τόνισε τον προβληματικό χαρακτήρα της νέας διάταξης τόσο σε σχέση με το άρθρο 19 του Συντάγματος, όσο και με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
Τα ερωτηματικά για το σκεπτικό του νομοθέτη
Προκαλεί όμως κατάπληξη το γεγονός ότι ο νομοθέτης χορήγησε τεράστια εξουσία στον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και του έδειξε αυτήν την υπέρμετρη, αν όχι τυφλή εμπιστοσύνη να αποδεσμεύεται από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, σε μια συγκυρία όπου ο πολίτης παρακολουθεί αποσβολωμένος και άναυδος την φοβερή κατρακύλα της αξιοπιστίας του κράτους, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της φερεγγυότητας και αμεροληψίας της εισαγγελικής αρχής, όπως προκύπτουν από τις καταγγελίες γύρω από τον συγγενή θεσμό του Εισαγγελέα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με αφορμή το σκάνδαλο Νovartis και τις αλληλοκατηγορίες πολιτικών, εισαγγελέων κ.λπ. με αναφορές σε μηχανορραφίες τύπου Ρασπούτιν.
Δεν σκέφτηκε, δεν αναλογίστηκε ο νομοθέτης, ότι ο πολίτης μπορεί να συσχετίσει τη διακριτική ευχέρεια και εξουσία που εναποτίθεται στα χέρια του οικονομικού εισαγγελέα με τα όσα βλέπει και ακούει για την καταχρηστική άσκηση της εξουσίας;
Η διάρρηξη της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ κράτους και πολίτη
Δυστυχώς, αν επαληθεύεται διαχρονικά μια αρχή, αυτή είναι η περίφημη ρήση του Μοντεσκιέ ότι η εξουσία διαφθείρει αν δεν συναντά όριο και δύναμη που να την αναχαιτίζει. Η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρό κράτος, αλλά για να το αποκτήσει πρέπει το κράτος και οι θεσμοί του να κερδίσουν την νομιμοποίησή τους μέσα από την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητα τους.
Διατάξεις όπως αυτές που προεξοφλούν την ορθή και χρηστή άσκηση της εξουσίας του εισαγγελέα, παραμερίζοντας τις συνταγματικές εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων, δεν ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη σχέση του πολίτη με το κράτος.
Ιδίως η παραβίαση και η ανασφάλεια του απορρήτου των επικοινωνιών ρίχνει στην καθημερινότητα των πολιτών τη βαριά και μελαγχολική σκιά της τυραννίας.
Το σοβαρό νομοθετικό ατόπημα με την άμετρη και αλόγιστη εμπιστοσύνη στην εισαγγελική αποδέσμευση από το απόρρητο των επικοινωνιών πρέπει να διορθωθεί χωρίς χρονοτριβή και να αντικατασταθεί από ένα αξιόπιστο, μελετημένο και φερέγγυο νομικό πλαίσιο που θα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών και το απόρρητο των επικοινωνιών ως θεμελιώδες αγαθό μιας ανοικτής και δημοκρατικής κοινωνίας, ενώ συγχρόνως θα καταπολεμά τη μάστιγα του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο.
Γιάννης A. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος