Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης απαντά σε ερωτήματα πολίτη σχετικά με την περίπτωση παραπομπής υπουργού στο ακροατήριο.
Μπορεί σήμερα ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αρνηθεί να υπογράψει νόμο της Βουλής, με αποτέλεσμα να “πέσει” η Κυβέρνηση; Μπορεί, ακόμη, με άλλον τρόπο να προκαλέσει πτώση της Κυβέρνησης; Ο Γιάννης Κουτσούκος απαντά σε ερώτημα πολίτη.
Ο Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας απαντά σε ερώτημα πολίτη για τα εκλογικά συστήματα που θα ισχύσουν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο Κώστας Μποτόπουλος απαντά σε ερώτημα πολίτη για την υποχρέωση των Υπουργών να παρέχουν αληθή στοιχεία στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Ο Κώστας Μποτόπουλος απαντά σε ερώτημα πολίτη σχετικά με το ακαταδίωκτο, όπως αυτό ορίζεται από το Σύνταγμα.
Η πολιτική ευθύνη είναι αντικειμενική, δεν χρειάζεται να έχει άμεση και προσωπική εμπλοκή ένας/μια υπουργός σε ένα ζήτημα για να του/της καταλογιστεί. Αρκεί να εμπίπτει το κρίσιμο ζήτημα στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του/της. Όσο ισχυρότεροι είναι οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί και η κοινωνία πολιτών, τόσο πιο αυτονόητη η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Το ερώτημα είναι, κάθε φορά, αν τα συγκεκριμένα γεγονότα θέτουν ή όχι ζήτημα αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης.
Η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας έχει ως εξής: «Τα κράτη μέλη μεριμνούν με τα ενδεδειγμένα μέσα ώστε οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που παρέχονται από παρόχους υπό τη δικαιοδοσία τους να μην περιέχουν οποιαδήποτε πρόκληση μίσους βάσει φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας». Η αρχική της ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη με το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου ήγειρε, και δικαίως, προβληματισμό, γιατί προσέθετε στο ως άνω πεδίο και «τη δημόσια πρόσκληση σε τρομοκρατικό έγκλημα», που αφενός δεν προβλεπόταν στην Οδηγία και αφετέρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπερέβαινε το σκοπό της σχετικής με τα οπτικοακουστικά μέσα ρύθμισης. Ο προβληματισμός αυτός οδήγησε τελικά σε αλλαγή της διατύπωσης του συγκεκριμένου άρθρου.
Οι δικηγόροι τοποθετούνται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην κατηγορία των “ασκούντων ανεξάρτητο νομικό επάγγελμα”, δεν είναι δηλαδή ούτε δημόσιοι ούτε λειτουργοί.
Η σχετική ρήτρα που περιλαμβάνει η Δανειακή Σύμβαση προφανώς περιορίζει σε ένα βαθμό τα προνόμια που απολαμβάνει η Ελλάδα ως κυρίαρχο κράτος, τούτο δεν συνιστά όμως απεμπόληση ούτε «σημαντική απώλεια» της κυριαρχίας της. Η Συμφωνία Δανειακής Διευκόλυνσης αρχικά κατατέθηκε προς κύρωση στη Βουλή, αλλά η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε, μάλλον για πολιτικούς λόγους, παρά τα όσα προέβλεπε το αρ. 1 παρ. 4 του ν. 3845/2010 (πριν την τροποποίησή του από τον ν. 3847/2010).
Οι πράξεις υπουργικού συμβουλίου (ΠΥΣ) δεν προβλέπονται στο Σύνταγμα, έχουν όμως έρεισμα στις συνταγματικές διατάξεις που θεσπίζουν τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου (ιδίως άρθρα 81 και 82). Το νομοθετικό τους στήριγμα βρίσκεται στο ν. 4622/2019, γνωστό ως “νόμο για το επιτελικό κράτος” (άρθρο 5).
Η αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας διαπιστώνεται από τη Βουλή με ειδική απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Ο νόμος από την έναρξη της ισχύος του είναι εξοπλισμένος με ένα τεκμήριο συνταγματικότητας, δηλαδή ισχύει και εφαρμόζεται υποχρεωτικά, ενώ η συνταγματικότητά του, κι ως εκ τούτου, η ισχύς ή πιο απλά η εφαρμογή του δεν μπορεί να θιγεί παρά κατόπιν άσκησης της διαδικασίας του ελέγχου της συνταγματικότητας.
Σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 2 του Σ η εκλεγμένη κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί, τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών οποτεδήποτε για να “αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας”.
Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ανήκουν, ως “ύλη”, στο συνταγματικό δίκαιο (ρυθμίζονται στο άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος) αλλά παράγουν αποτελέσματα διοικητικού δικαίου.
Το Εθνικό Τυπογραφείο υπάγεται στη Βουλή των Ελλήνων.
Κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου». Το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορεί να ελέγξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά το άρθρο αυτό.
Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας είναι συνήθως κυβέρνηση συνασπισμού που συγκροτείται σε συνθήκες κρίσεις. Η οικουμενική κυβέρνηση είναι μια μορφή κυβέρνησης συνασπισμού με τη σύμπραξη όλων των κομμάτων της Βουλής και συνήθως οδηγεί τη χώρα σε νέες εκλογές.
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) συνιστά ιδιότυπη νομοθετική πράξη που κατά την πρώτη φάση εκδίδεται ως κανονιστική διοικητική πράξη (ουσιαστικός νόμος) και εν συνεχεία αφού κυρωθεί κατά την συνήθη δικαιοπαραγωγική διαδικασία αποκτά και μάλιστα αναδρομικά όπως ορίζει ρητά το άρθρο 44 παρ. 1 Σ ισχύ τυπικού νόμου.
Η περίπτωση της πανδημίας και ασθενείας βουλευτών εξ αυτής δύσκολα συνδέεται με την “αυτονομία της Βουλής”, ώστε να μπορεί να θεωρεί ότι εμπίπτει στο πεδίο αυτόνομης δράσης του Προέδρου. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, αναλόγως των διαστάσεων και των συνεπειών της, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ειδικά μέτρα και όσον αφορά στη λειτουργία της Βουλής.
Η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) της 22.3.2020. στο άρθρο 1 παρ. 7 προβλέπει ότι αρμόδιες αρχές για τη διασφάλιση της εφαρμογής του μέτρου προσωρινού περιορισμού της κυκλοφορίας, τη διαπίστωση των παραβάσεων και την επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων είναι η Ελληνική Αστυνομία, η Δημοτική Αστυνομία, οι Λιμενικές Αρχές στην περιοχή ευθύνης τους και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
Η πανδημία δεν αποτελεί λόγο για να θεμελιωθεί κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η κίνηση της διαδικασίας δεν γίνεται απευθείας μετά από ενδεχόμενη καταγγελία ενός πολίτη, αλλά αφού διαβιβαστεί φάκελος στη Βουλή, με τα στοιχεία εμπλοκής νυν ή πρώην Υπουργού, από αρμόδιο δικαστικό όργανο.
Η θέσπιση οικονομικής επιβράβευσης ή ανταμοιβής υπαλλήλων που συμβάλλουν στην επίτευξη κυρίως εισπρακτικών στόχων δεν είναι άγνωστη πρακτική στην ελληνική δημόσια διοίκηση.
Για να αλλάξει μορφή το πολίτευμα χρειάζεται ένα εξ υπαρχής νέο Σύνταγμα, όχι αναθεώρηση του ισχύοντος.
Η βασική διαφορά μεταξύ συνταγματικώς κατοχυρωμένων, αφενός, και νομοθετικώς προβλεπόμενων, αφετέρου, ανεξάρτητων αρχών έγκειται στο γεγονός ότι οι πρώτες δεν μπορούν να καταργηθούν ούτε να αναρρυθμιστούν από τον κοινό νομοθέτη.
Ορίζονται ως οι γνωσιοθεωρητικές και πρακτικές προϋποθέσεις της συγκρότησης και λειτουργικής αναπαραγωγής της κοινωνίας των ίσων και ελευθέρων πολιτών, φορέων αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Το Σύνταγμα δεν εφαρμόζεται εν κενώ, υπό συνθήκες εργαστηρίου, αλλά σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, συνεκτιμώντας το δημόσιο συμφέρον.
Η συμμετοχή των φοιτητών του στις δαπάνες λειτουργίας του Ε.Α.Π. δεν είναι αντίθετη στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της δωρεάν παιδείας, δεδομένου ότι ως φορέας εξ’ αποστάσεως και δια βίου εκπαίδευσης δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τα λοιπά πανεπιστήμια, ούτε να ενταχθεί στην καθιερωμένη εκπαίδευση των τριών τυποποιημένων κύκλων.
Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) δεν μπορεί να θεωρηθεί μια Ανεξάρτητη Αρχή σαν τις ήδη υπάρχουσες.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης αξιοποιήθηκε κατά κόρον ο θεσμός της πράξης νομοθετικού περιεχομένου. Ενδεικτικά, το 2012, χρονιά κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, εκδόθηκαν συνολικά 25 πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, περισσότερες δηλαδή από όσες είχαν εκδοθεί το διάστημα από το 2000 έως το 2011.
Στο πλαίσιο αυτοδύναμης Κυβέρνησης στον ρόλο και τις αρμοδιότητές του Πρωθυπουργού περιλαμβάνεται και η εξειδίκευση των προτεραιοτήτων της Κυβέρνησης ανά υπουργείο, όπως αυτή εκφράστηκε με τους φακέλους που έδωσε σε κάθε υπουργό.
Η συζήτηση για την μεταβολή του συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων απασχολεί τον αναθεωρητικό νομοθέτη και την επιστήμη κάθε φορά που ξεκινάει μία αναθεωρητική διαδικασία.
Ο τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας των τριών ανώτατων δικαστηρίων γεννά σε πολλούς πολίτες ερωτηματικά. Η ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας μπορεί μεν να θεωρηθεί εκ πρώτης όψης ως επέμβαση που πλήττει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, αλλά η διεθνής εμπειρία δεν συνηγορεί προς κάτι τέτοιο.
Κανένα πολίτευμα δεν μπορεί να σχεδιαστεί έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η εκ των προτέρων αποτροπή όλων των πιθανών προβλημάτων που μπορεί να ανακύψουν.
Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κάθε ποινική καταδίκη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.
Η Ελλάδα με την υπογραφή των μνημονίων δέχθηκε να επιβάλει στον εαυτό της περιορισμούς ως προς την ελεύθερη άσκηση της οικονομικής της πολιτικής, με αντάλλαγμα τη χρηματοδότησή της. Αυτό συνεπάγεται τον περιορισμό, κατά ένα μέρος, της κυριαρχίας της, φαινόμενο που δεν είναι μοναδικό ή ασυνήθιστο.
Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!
It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.