Ερώτημα Πολίτη:
Είναι παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων του παιδιού μου η υποχρεωτική πράξη του self-test για την παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων; Πώς μπορώ να υπερασπιστώ το παιδί μου;
Απάντηση:
Μπορώ, επικαλούμενη την αυτονομία μου, να ρισκάρω να μεταδώσω μια σοβαρή, ιδιαίτερα μεταδοτική και εν δυνάμει θανατηφόρα ασθένεια;
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η προστασία της υγείας των άλλων από συγκεκριμένες ασθένειες αποτελεί θεμιτό λόγο για την επιβολή περιορισμών στην αυτονομία και τον αυτοκαθορισμό του ατόμου (άρθρο 5 παρ. 4 Συντ., άρθρο 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ).
Για την απάντηση στο ερώτημα αν το self-test είναι ιατρική πράξη, χρήσιμος είναι ο ορισμός της ιατρικής πράξης: ιατρική πράξη είναι εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου. Άρα ακόμα και ένα self-test εμπίπτει στον ορισμό της ιατρικής πράξης.
Οι ιατρικές πράξεις μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο παρεμβατικές. Η ενημερωμένη συναίνεση αποτελεί τον βασικό κανόνα. Η άρνησή της δεν μπορεί να οδηγήσει σε καταναγκασμό. Μπορεί όμως να έχει δυσμενείς συνέπειες, όταν διακυβεύεται η προστασία της υγείας των άλλων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιατρική πράξη, η οποία δεν γίνεται από τρίτο (και στους μικρούς ανήλικους γίνεται από τους γονείς) και δεν μπορεί να έχει καμία παρενέργεια. Η ίδια η πράξη του self-test, λοιπόν, μπαίνοντας σε δοκιμασία αναλογικότητας, καθώς δεν θέτει σε κίνδυνο την υγεία, φαίνεται εύκολο να θεωρηθεί θεμιτή παρέμβαση. Το κομμάτι εκείνο της αυτονομίας που εκφράζεται με την επιθυμία να μην γνωρίζω αν έχω κάποια ασθένεια μπορεί με πολύ απλές απαιτήσεις αναλογίας μέσου – σκοπού να περιοριστεί σε σοβαρές μεταδοτικές ασθένειες. Πολύ περισσότερο σε συνθήκες πανδημίας. Άλλωστε, η απαίτηση των self-tests είναι οριζόντια και αφορά όλους όσοι μετέχουν στο σχολικό περιβάλλον. Στο παρελθόν, διάταξη με τις ρυθμίσεις για τον περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων είχε οδηγήσει στην περίφημη δημοσιοποίηση στοιχείων για κάποιες οροθετικές εργαζόμενες στο σεξ. Η μνήμη της θεσμικής ιστορίας είναι σημαντική. Ο περιορισμός δικαιωμάτων για την προστασία της δημόσιας υγείας στην εποχή της πανδημίας δεν πρέπει να στοχοποιεί κάποια ευάλωτη ομάδα. Η ίση μεταχείριση έχει σημασία στην επιβολή περιοριστικών μέτρων.
Πιο περίπλοκα ζητήματα θέτει το ζήτημα της υποχρέωσης δήλωσης ότι κάποιος έχει αρνητικό ή θετικό αποτέλεσμα. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη απαντηθεί πολλές φορές στην περίοδο της πανδημίας. Αποτελεί ανάλογο περιορισμό, ώστε να προστατευτούν τα δικαιώματα των άλλων.
Στην περίπτωση των μαθητών που αρνούνται να κάνουν self-test, η διάταξη που προβλέπει τη μη δυνατότητά τους να μπουν στο σχολείο, σταθμίζει το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση με το αντίστοιχο δικαίωμα των άλλων μαθητών, την προστασία της υγείας των άλλων μαθητών καθώς και του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και εδώ θα η ζυγαριά θα κλίνει υπέρ των δικαιωμάτων των άλλων.
Ίσως ο αποκλεισμός των παιδιών από την τηλεκπαίδευση, σε περίπτωση που αυτή έχει ενεργοποιηθεί ήδη για κάποιον άλλο μαθητή (και όχι αποκλειστικά για όσους δεν κάνουν το τεστ) να θέτει ένα ζήτημα αναλογικότητας, σε σχέση ειδικότερα με την προστασία του δικαιώματος στην εκπαίδευση ανηλίκων, που οι γονείς τους αρνούνται να συμμετέχουν στην διαδικασία των self-test. Θα αποτελούσε μια κίνηση επιείκειας, μια μέριμνα του κράτους, ώστε να προστατεύσει το δικαίωμα των μαθητών στην εκπαίδευση, προστατεύοντάς τους τελικά από τους γονείς τους.
Αλκμήνη Φωτιάδου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος