Ερώτημα Πολίτη:
Γιατί οι Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) εξαιρούνται από τη διαδικασία γνωστοποίησης τους και επικύρωσής τους από τη Βουλή κατά το σύστημα των ΔΝΠ (Διαταγμάτων Νομοθετικού Περιεχομένου), αφού έχουν οιονεί Νομοθετική αξία και εφαρμογή;
Αφού, λοιπόν, δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα και επομένως προβλέφθηκε με Νόμο να εκδίδονται, θα έπρεπε να προβλεφθεί να ακολουθείται η διαδικασία των ΔΝΠ. Η μη γνωστοποίηση και η μη έγκριση της Βουλής οδηγεί κατευθείαν σε αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης, όπως ρυθμίστηκε. Τα ΠΥΣ έχουν εγγενώς λίγη… δικτατορική υφή που πρέπει να ελέγχεται δημοκρατικά από τη Βουλή. Για παράδειγμα, το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) κατά συντριπτική πλειοψηφία ΝΟΜΙΚΟ κείμενο, που αποτελείται από 926 σελίδες οδεύει μετά τη Δημόσια Διαβούλευση ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ στο Υπουργικό Συμβούλιο, χωρίς καμία δυνατότητα της Βουλής να τοποθετηθεί και να καταθέσει τις θέσεις της.Αυτό έπρεπε να εισαχθεί ως νομοσχέδιο στη Βουλή και να ακολουθηθεί η διαδικασία του νόμου.
Ποια είναι επομένως η νομική ισχύς του;
Εξ άλλου…το Σύνταγμα ορίζει ότι:
Άρθρο 1.
- Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
ΑΡΑ ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ.
Απάντηση:
Οι πράξεις υπουργικού συμβουλίου (ΠΥΣ) πράγματι δεν προβλέπονται στο Σύνταγμα, έχουν όμως έρεισμα στις συνταγματικές διατάξεις που θεσπίζουν τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου (ιδίως άρθρα 81 και 82). Το νομοθετικό τους στήριγμα βρίσκεται στο ν. 4622/2019, γνωστό ως “νόμο για το επιτελικό κράτος” (άρθρο 5).
Το άρθρο αυτό προβλέπει, για τη νόμιμη έκδοση ΠΥΣ, την ύπαρξη πλειοψηφίας των μελών του Υ.Σ., την καταχώρηση ενδεχόμενης άποψης της μειοψηφίας, δημιουργία και τήρηση από το Υ.Σ. ειδικού φακέλου με όλα τα στοιχεία της συζήτησης και της απόφασης, ενώ όλες οι ΠΥΣ αναρτώνται (δηλαδή κατά κάποιο τρόπο “δημοσιεύονται”) στη «Διαύγεια».
Για τις ΠΥΣ ισχύουν δύο νομικές προϋποθέσεις: να υπάρχει νομική βάση /εξουσιοδότηση για την έκδοσή της και να μην έχουν περιεχόμενο πρωτογενούς, οιονεί νομοθετικής, ρύθμισης (οι συνηθέστερες περιπτώσεις ΠΥΣ είναι για τη λειτουργία της ίδιας της κυβέρνησης, για αλλαγή / συμπλήρωση άλλων ΠΥΣ και για τη λήψη τεχνικών / εξειδικευτικών μέτρων).
Οι ΠΥΣ αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, άρα υποβάλλονται σε έλεγχο ακυρότητας από τα διοικητικά δικαστήρια.
Συνεπώς, και σε σχέση με τα ειδικότερα ερωτήματα που τέθηκαν:
α) οι ΠΥΣ δεν έχουν άμεσο συνταγματικό έρεισμα, αποτελούν όμως νόμιμη μορφή -δευτερογενούς και υπό όρους – «νομοθέτησης». Δεν πρέπει να συγχέονται και ούτε να συγκρίνονται με τις ΠΝΠ, που αποτελούν άλλη, και υπό άλλους όρους, μορφή νομοθέτησης,
β) το ότι δεν περνούν από το Κοινοβούλιο δεν σημαίνει ότι είναι ανέλεγκτες (υποβάλλονται σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος μπορεί να αφορά και στη νομιμότητα σε σχέση με το περιεχόμενό τους), ούτε ότι δεν τυγχάνουν δημοσιότητας (τα στοιχεία βάσει των οποίων ελήφθησαν μπορούν να γίνουν γνωστά, ενώ αναρτώνται στο Διαδίκτυο σε ελεύθερη πρόσβαση για τους πολίτες),
γ) δεν υφίσταται απευθείας «αντισυνταγματικότητα» λόγω του (όποιου) περιεχομένου τους, άρα, έως ότου ενδεχομένως ακυρωθούν με δικαστική απόφαση, παράγουν πλήρη έννομα αποτελέσματα.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος