Ερώτηση Πολίτη:
Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών αντιβαίνει η όχι στην ισότητα όλων των πολιτών;
Απάντηση:
Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι αν κανείς τοποθετηθεί στο πλαίσιο του ισχύοντος ελληνικού δικαίου όπου το ειδικό καθεστώς της ευθύνης υπουργών προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Εφόσον το ίδιο το Σύνταγμα, ο υπέρτατος νόμος της πολιτείας, προβλέπει την ειδική αυτή μεταχείριση, θα ήταν αντιφατικό εκ μέρους του ίδιου του Συντάγματος, να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 86 προσκρούει σε άλλη διάταξη του Συντάγματος, το άρθρο 4 αυτού, όπου διακηρύσσεται η αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων.
Αναδιατύπωση του ερωτήματος
Το ερώτημα λοιπόν πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί σε άλλη βάση, δηλαδή αν δικαιολογείται από την ηθικο-πολιτική αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των πολιτών η θέσπιση ενός ειδικού καθεστώτος ποινικής ευθύνης για τους υπουργούς.
Η απάντηση εδώ πρέπει να ξεκινήσει από μια προηγούμενη θεμελιώδη αποδοχή: ότι ναι μεν επιβάλλεται η ίση μεταχείριση όμοιων καταστάσεων, πρέπει όμως να επιτρέπεται – και ίσως να επιβάλλεται – η διαφορετική αντιμετώπιση πρόδηλα διαφορετικών καταστάσεων.
Κανείς λ.χ. δεν θέτει ζήτημα σεβασμού της αρχής της ισότητας όταν είναι κατηγορούμενος για έγκλημα που τελέσθηκε στην Κρήτη δικάζεται από δικαστήριο της Κρήτης και όχι από δικαστήριο της Αλεξανδρούπολης, όπως δικάζεται αυτός που κατηγορείται για αδίκημα που τελέσθηκε στον Έβρο. Και κανείς ομοίως δεν διαμαρτύρεται όταν το ένα κακούργημα δικάζεται από δικαστήριο όπου συμμετέχουν ένορκοι, ενώ ένα πταίσμα από έναν ειρηνοδίκη (πταισματοδίκη).
Ας θυμηθούμε εδώ και το λεγόμενο μισθοδικείο, ένα ειδικό δικαστήριο με πλειοψηφία από μη δικαστές που προβλέφθηκε για να δικάζει τις χρηματικές διαφορές των δικαστικών λειτουργών με το Κράτος.
Κρίσιμο, συνεπώς, με το ειδικό καθεστώς της ποινικής ευθύνης υπουργών από απόψεως σεβασμού της ηθικο-πολιτικής αρχής της ισότητας είναι αν είναι τόσο διαφορετική η κατάσταση την οποία διέπει ώστε να δικαιολογείται η θέσπισή του.
Επιδιωκόμενοι Στόχοι
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναζητηθούν οι στόχοι που μπορεί να επιδιώκονται με αυτό. Ένας στόχος θα μπορούσε να είναι να αφεθούν απερίσπαστοι οι υπουργοί, όταν είναι υπουργοί, να ασκούν τα καθήκοντά τους. Με άλλα λόγια, να μη κινδυνεύουν διαρκώς να βρεθούν κατηγορούμενοι έτσι που, ενώ είναι υπουργοί, να εγκαταλείπουν τα υπουργικά τους γραφεία και να εμφανίζονται ως κατηγορούμενοι σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο για να αμυνθούν κατά της ποινικής κατηγορίας που εκκρεμεί σε βάρος τους.
Αυτό βέβαια σημαίνει ότι κάθε αδίκημα, ακόμα και ο φόνος από υπουργό για προσωπικούς λόγους, θα πρέπει να υπαχθεί στην ειδική διαδικασία.
Ένας άλλος στόχος θα ήταν να προστατευθεί η υπουργική λειτουργία, η άσκηση δηλαδή των καθηκόντων υπουργού, από την υπαγωγή στην κοινή ποινική δικαιοδοσία. Έτσι λ.χ. η διαταγή του αρμόδιου υπουργού να καταρριφθεί επιβατηγό αεροσκάφος πριν καταπέσει λόγω της βλάβης σε πυκνοκατοικημένη περιοχή να εξετασθεί ποινικά ενόψει της κοινοβουλευτικής ευθύνης του οργάνου που έλαβε την απόφαση.
Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι όχι όλες οι πράξεις, αλλά μόνον αυτές που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού, θα μπορούσαν να υπαχθούν σε ειδικό καθεστώς υπουργικής συνθήκης, ενώ επίσης το ειδικό αυτό καθεστώς με το οποίο προστατεύεται η λειτουργία και όχι το πρόσωπο θα έπρεπε να συνοδεύει την πράξη και μετά την αποχώρηση του υπουργού από τα καθήκοντά του.
Το εύρος πράξεων που περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, το ειδικό καθεστώς ευθύνης υπουργών καλύπτει τις πράξεις που διενεργήθηκαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού», μια οριοθέτηση του ειδικού καθεστώτος που εμφανίζεται σε πολλούς ως άκρως προβληματική…
Είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα ορίζοντας ότι το ειδικό καθεστώς αφορά τις πράξεις που διενεργήθηκαν «κατά την άσκηση» και όχι «κατά τη διάρκεια της άσκησης» σαφώς εξαιρεί του ειδικού αυτού καθεστώτος την περίπτωση του φόνου, στην οποία έγινε αναφορά ανωτέρω.
Όμως, έτσι που είναι διατυπωμένη, η διάταξη του άρθρου 86 καλύπτει οποιαδήποτε πράξη του υπουργού – είτε αυτός παραμένει είτε έπαψε να είναι υπουργός – που αυτός τέλεσε ανεξάρτητα αν η πράξη αυτή συνιστά καθ’ αυτήν τέλεση υπουργικής λειτουργίας, λ.χ. η κατάρριψη του αεροσκάφους στο ανωτέρω παράδειγμα, ή αν τελέσθηκε εξ αφορμής εκτέλεσης υπουργικών καθηκόντων.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση μπορεί να υπαχθεί η παθητική δωροδοκία ενός υπουργού προκειμένου να χορηγήσει μια διοικητική άδεια, ή η πλαστογραφία εκ μέρους του προκειμένου να αφαιρέσει συγγενή του από κατάλογο προσώπων που θα έπρεπε να αποσταλεί στον εισαγγελέα, ή η παράβαση καθήκοντος όταν σκόπιμα παραβιάζει τον νόμο για να ευνοήσει κάποιον. Όμως, θέτοντας στο ίδιο καθεστώς τις περιπτώσεις όπου η φερόμενη ως αξιόποινη πράξη είναι αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση της υπουργικής λειτουργίας και όπου η επίμαχη πράξη διαπραχθηκε εξ αφορμής εκτέλεσης υπουργικών καθηκόντων, η συνέπεια είναι ότι οι πράξεις της δεύτερης ως άνω κατηγορίας, οι «εξ αφορμής», τελούμενες, υπάγονται στο ίδιο ειδικό καθεστώς υπουργικής ευθύνης.
Οι ιδιαιτερότητες του ειδικού καθεστώτος περί ευθύνης Υπουργών
Το γιατί υπάρχει πρόβλημα με το ειδικό καθεστώς της ευθύνης υπουργών στην Ελλάδα, μπορεί να το κατανοήσει κανείς μόνον αν συνδέσει το ειδικό αυτό καθεστώς, εν όψει των περιπτώσεων που καλύπτει, με τους στόχους τους οποίους εξυπηρετεί. Το ειδικό καθεστώς έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:
(1) Η ποινικώς κολάσιμη πράξη που εμπίπτει στο ειδικό καθεστώς παραγράφεται σε συντομότατο χρόνο, που η διάρκεια του μπορεί να περιορισθεί, εξαρτώμενη από τυχαία γεγονότα, και σε μερικές εβδομάδες.
(2) Η ποινική δίωξη ασκείται από πολιτικό όργανο, τη Βουλή, και όχι από εισαγγελέα δικαστικό λειτουργό, η απόφαση δε της Βουλής να μην ασκήσει τη δίωξη, να μην κινήσει καν τη διαδικασία, δεν υπόκειται σε έλεγχο από ελληνικό δικαστήριο.
(3) Η διάγνωση της ενοχής του κατηγορουμένου και η τιμωρία αυτού έχουν ανατεθεί σε ένα ειδικό δικαστήριο που συγκροτείται αμιγώς από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς.
Αν στο ειδικό καθεστώς της ευθύνης υπουργών υπάγονταν μόνο οι πράξεις άσκησης καθ’ εαυτήν υπουργικής λειτουργίας, δηλαδή οι πράξεις κυβερνητικής φύσεως, όχι μόνον η άσκηση της ποινικής δίωξης από πολιτικό σώμα και η σύντομη παραγραφή θα δικαιολογούνταν, αλλά θα δικαιολογούνταν ακόμα και η εκδίκαση του αδικήματος από δικαστήριο με συμμετοχή πολιτικών προσωπικοτήτων. Γιατί αφού το αδίκημα έχει έντονο το χαρακτήρα της κυβερνητικής πράξης, ορθό θα ήταν να παραγραφόταν σύντομα, ώστε να μην εκκρεμούσε επί μακρόν μια τέτοια αμφισβήτηση, αλλά επιπλέον και να συμμετέχουν πολιτικοί στην εκτίμηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης και της δέουσας ποινής κατά του ενόχου.
Αν όμως, από την άλλη πλευρά, πρόκειται απλώς για παθητική δωροδοκία, πλαστογραφία, παράβαση καθήκοντος κλπ που διαπράχθηκαν εξ αφορμής εκτέλεσης των υπουργικών καθηκόντων, τότε υπάρχει πρόβλημα. Τότε δικαιολογείται ίσως η θέσπιση ενός ειδικού δικαστηρίου από ανώτατους δικαστές για να δικάσει την υπόθεση, χάριν διασφάλισης ισχυρότερων εγγυήσεων αμεροληψίας. Όμως η παρεμβολή πολιτικών εκτιμήσεων για την άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά κυρίως η συντομότατη παραγραφή, εμφανίζονται ως προβληματικά και μάλλον αδικαιολόγητα.
Η λύση θα ήταν να διαχωρισθούν οι ανωτέρω δύο κατηγορίες αδικημάτων ώστε μόνον η πρώτη να υπαχθεί σε ειδικό καθεστώς.
Είναι όμως εφικτό, αυτό που στη θεωρία εμφανίζεται τόσο απλό, να εφαρμοσθεί στην πράξη χωρίς δυσκολίες; Η διάκριση των μεν από τα δε είναι δυσχερέστατη, ιδίως όταν πρόκειται περί παράβασης καθήκοντος, όπου είναι απίθανο η διαχωριστική γραμμή να εμφανίζεται καθαρά από την αρχή της διαδικασίας, χωρίς βαθύτερη έρευνα.
Ο συνταγματικός νομοθέτης του άρθρου 86, αποφεύγοντας να θεσπίζει μια διάκριση ως η ανωτέρω, προέβλεψε ένα κοινό καθεστώς και για τις δύο ως άνω περιπτώσεις. Αναμφίβολα εν τούτοις είναι διαφορετικές περιπτώσεις, τόσο διαφορετικές που, υπό το πρίσμα της ηθικο-πολιτικής αρχής της ισότητας, θα δικαιολογούνταν, θα επιβάλλονταν ίσως, ένα διαφορετικό νομικό καθεστώς για την καθεμιά.
Όμως, μήπως όταν τα διαχωριστικά όρια δεν είναι σαφή, όταν για να αποφευχθεί μια μεγαλύτερη αδικία (οι πράξεις άσκησης καθ΄ εαυτήν υπουργικής λειτουργίας να κινδυνεύουν να δικάζονται από κοινά ποινικά δικαστήρια υπό την κοινή ποινική διαδικασία) είναι προτιμότερο να γίνει ανεκτή μια μικρότερη (κοινά ποινικά αδικήματα των υπουργών να υπάγονται στην ειδική ποινική διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος); Έτσι πιθανόν σκέφτηκε ο συνταγματικός νομοθέτης. Μήπως όμως πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να διαχωρισθούν αυτές οι δύο περιπτώσεις;
Ιωάννης Σαρμάς
Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Πηγή Φωτογραφίας: primeminister.gr