Ερώτηση:
Θα ήθελα να σας θέσω μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον πρόσφατο νόμο που πέρασε στη Βουλή για το περιβάλλον. Ποια είναι η διαδικασία ώστε ένας νόμος να θεωρηθεί αντισυνταγματικός; Όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία, η οποία φαντάζομαι ότι θα έχει διάρκεια αρκετών χρόνων, τι μπορεί να γίνει ώστε να παγώσουν οι όποιες ενέργειες που απορρέουν από τον συγκεκριμένο νόμο; Όπως καταλαβαίνετε η όποια φθορά/αλλοίωση του περιβάλλοντος θα απαιτούσε χρόνια για να επουλωθεί, ίσως να είναι και μη αναστρέψιμη.
Απάντηση:
Στην ελληνική έννομη τάξη ο τυπικός νόμος (αυτός που ψηφίζεται από τη βουλή και εκδίδεται και δημοσιεύεται από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας), από την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή κατά κανόνα από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή από τον χρόνο που ορίζει ο ίδιος στις ακροτελεύτιες διατάξεις του, ισχύει και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από όλα τα κρατικά όργανα και τους πολίτες.
Υπό την ανωτέρω έννοια, ο νόμος από την έναρξη της ισχύος του είναι εξοπλισμένος με ένα τεκμήριο συνταγματικότητας, δηλαδή ισχύει και εφαρμόζεται υποχρεωτικά, ενώ η συνταγματικότητά του, κι ως εκ τούτου, η ισχύς ή πιο απλά η εφαρμογή του δεν μπορεί να θιγεί παρά κατόπιν άσκησης της διαδικασίας του ελέγχου της συνταγματικότητας.
Συνεπώς, ακόμη κι αν η συνταγματικότητα ενός νόμου αμφισβητήθηκε κατά τη διαδικασία της ψήφισής του στη βουλή ή διατυπώθηκαν ενστάσεις αντισυνταγματικότητας κατά τη δημόσια διαβούλευσή του ή από την επιστημονική υπηρεσία της βουλής στην έκθεσή της ή σε επιστημονικά άρθρα ή κείμενα στον τύπο από οργανώσεις ή μεμονωμένους πολίτες, ο νόμος μετά την ψήφιση και δημοσίευσή του θα εφαρμοστεί ως συνταγματικός, ενόψει του τεκμηρίου του. Και τούτο, για λόγους ασφάλειας δικαίου, αφού αν ο καθένας από εμάς μπορούσε να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητά του και να επικαλείται εξαιτίας τούτου τη μη εφαρμογή του, θα διακυβευόταν η σταθερότητα της έννομης τάξης μας.
Η δικαστική διαδικασία του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων
Επομένως, για να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα του νόμου πρέπει να κινηθεί η δικαστική διαδικασία του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Ο τυπικός νόμος δεν προσβάλλεται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων. Δηλαδή δεν μπορεί να ασκηθεί κατά των διατάξεων του τυπικού νόμου ένδικο βοήθημα ενώπιον των δικαστηρίων με αίτημα την αναγνώριση της αντισυνταγματικότητάς τους, ενόψει του συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας που ισχύει στην Ελλάδα.
Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να εκδοθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του νόμου μία εκτελεστή διοικητική πράξη, δηλαδή στο παράδειγμα του προσφάτως ψηφισμένου περιβαλλοντικού νόμου, μία άδεια κατασκευής ενός έργου ή εγκατάστασης και λειτουργίας μίας επιχείρησης ή σε κάθε περίπτωση μία διοικητική πράξη που θα συνέχεται με τις διατάξεις του και τις εφαρμόζει, ώστε ο έχων έννομο συμφέρον[1] να προσβάλλει την εκδοθείσα διοικητική πράξη ενώπιον των δικαστηρίων. Το αρμόδιο δικαστήριο (που εν προκειμένω θα είναι είτε το Συμβούλιο της Επικρατείας είτε άλλο διοικητικό δικαστήριο που έχει αποκτήσει τη σχετική αρμοδιότητα) θα κρίνει παρεμπιπτόντως, δηλαδή ενόψει της προσβολής της άδειας ή άλλης διοικητικής πράξης, τη συνταγματικότητα των διατάξεων του τυπικού νόμου.
Αν οι διατάξεις του τυπικού νόμου κριθούν αντισυνταγματικές, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη θα ακυρωθεί, οι διατάξεις του νόμου, όμως, όχι. Και τούτο, διότι ο έλεγχος συνταγματικότητας στο σύστημά μας είναι δηλωτικός. Οδηγεί στη μη εφαρμογή στη δικαζόμενη περίπτωση του νόμου και όχι στην άρση της ισχύος του, δηλαδή στην ακύρωσή του. Επομένως, θα μπορούν πάλι οι διατάξεις να εφαρμοστούν από τη Διοίκηση, παρόλο που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Ωστόσο, αν οι διατάξεις του νόμου
κρίθηκαν αντισυνταγματικές με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της διοικητικής
δικαιοσύνης (Συμβούλιο της Επικρατείας), δηλαδή από το δικαστήριο που βρίσκεται
στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας και αποφαίνεται αμετάκλητα, ο κοινός
νομοθέτης, προς αποφυγή δημιουργίας και άλλων, ομοίων δικών, αλλά και ενόψει
της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοικήσεως στις αποφάσεις των δικαστηρίων, θα
πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου,
την κριθείσα ως αντισυνταγματική διάταξη του τυπικού νόμου.
Υποσημείωση:
[1] Το έννομο συμφέρον δεν το διαθέτει ο κάθε πολίτης που ενδιαφέρεται για την τήρηση των νόμων ή την προστασία εν γένει των περιβαλλοντικών αγαθών. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρχει μία ειδική σχέση του αιτούντος την ακύρωση με την προσβαλλόμενη πράξη, ένας ειδικός δεσμός του με αυτή, λόγω μίας νομικής κατάστασης ή μίας πραγματικής του ιδιότητας που τον συνδέει με την πράξη και αναγνωρίζεται από το δίκαιο. Θα πρέπει δε ο αιτών να υφίσταται βλάβη από την έκδοση της πράξης είτε υλική (στα περιουσιακά έννομα συμφέροντά του) είτε ηθική, για να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του.
Βαρβάρα Μπουκουβάλα
Πρωτοδίκης Δ.Δ.-Δ.Ν.