Ερώτημα Πολίτη:
Πότε έχουν δικαίωμα οι εθνικές αρμόδιες αρχές ασφαλείας και η υπηρεσία πληροφοριών (ΕΥΠ) να διεξάγουν παρακολουθήσεις Ελλήνων πολιτών, καταπατώντας το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή; Τι προβλέπει ο νόμος;
Απάντηση:
Το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει στο άρθρο 9 το άσυλο της κατοικίας και την προστασία του ιδιωτικού βίου. Η κατοχύρωση αυτή σημαίνει ότι το άτομο αξιώνει από τις κρατικές αρχές και τους ιδιώτες να μην παρεμβαίνουν στον χώρο του χωρίς τη συγκατάθεσή του και χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις. Σημειώνεται πάντως ότι το Σύνταγμα δεν αποκλείει τη διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία, επιτάσσει όμως παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.
Περαιτέρω, το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει στο άρθρο 19 το απόρρητο της επικοινωνίας, προβλέποντας όμως ρητά ότι ο νομοθέτης θα ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή εξαιρείται του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Συνεπώς, για την αποδέσμευση της δικαστικής εξουσίας από το απόρρητο απαιτείται σωρευτικά α) η ύπαρξη νόμου, β) η πρόβλεψη εγγυήσεων που αποτρέπουν τον κίνδυνο καταχρήσεως των περιορισμών, γ) η δράση μόνο από δικαστική αρχή και δ) η εξυπηρέτηση σκοπών εθνικής ασφάλειας και διακριβώσεως ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
ΕΥΠ και Νομοθετικό Πλαίσιο
Το νομοθετικό πλαίσιο περί την ΕΥΠ καθορίζεται από το ν. 3649/2008. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. γ και δ του εν λόγω νόμου, η ΕΥΠ μπορεί να συλλέγει πληροφορίες, τηρουμένων και των διατάξεων του ν. 3115/2003, όπως κάθε φορά ισχύει, για ζητήματα εθνικής ασφαλείας με διείσδυση, ύστερα από εντολή του Διοικητή της Ε.Υ.Π. και έγκριση του ασκούντος την εποπτεία εισαγγελέα.
Περαιτέρω, μπορεί να δρα υπό κάλυψη στοιχείων ταυτότητας, ιδιότητας ή εργασίας ατομικά ή συλλογικά κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον εσωτερικό κανονισμό της. Προβληματισμός πάντως εγείρεται με την εξαίρεση της ΕΥΠ από την έως τώρα προβλεπόμενη ελεγκτική αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (άρθρο 10 παρ. 5 ν. 4624/2019). Ένα μεγάλο πεδίο κρατικής δράσεως κείται εκτός ρυθμίσεως, προστασίας, αλλά και ελέγχου.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι
οι αρμόδιες αρχές ασφαλείας μπορούν να παρακολουθούν τους πολίτες υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα. Βασικό κριτήριο για το κατά πόσον η έρευνα κρατικών οργάνων, ανακριτικών και αστυνομικών αρχών είναι επιτρεπτή είναι η αρχή της αναλογικότητας.
Πλούσια σε αυτόν τον τομέα είναι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, δεν είναι αναγκαία η έρευνα σε δικηγορικό γραφείο για την αναζήτηση στοιχείων αναφορικά με τη σύσταση και λειτουργία αντικληρικής οργανώσεως (Νiemietz κατά Γερμανίας, 16.12.1992), δεν είναι επιτρεπτή η έρευνα σε κατοικία για έλεγχο βιντεοπειρατείας (Chappel κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 30.3.1989) ούτε η έρευνα σε κατοικία για διακρίβωση τελέσεως εγκληματικών ενεργειών (Camenzind κατά Ελβετίας, 16.12.1997).
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή
Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου