Τα ζητήματα της οργάνωσης και της λειτουργίας κάθε πολιτικού κόμματος ρυθμίζονται, κατά βάση, στο καταστατικό του. Οι σχετικές ρυθμίσεις διαμορφώνονται ελεύθερα στο πλαίσιο της καταστατικής αυτονομίας, πρέπει όμως να υπηρετούνται οι επιταγές της δημοκρατικής ρήτρας και να διασφαλίζεται η εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του. Στο καταστατικό προβλέπεται, συνήθως, η κεντρική, στην πρωτεύουσα, και η αποκεντρωμένη, περιφερειακά ή τοπικά, οργάνωση του πολιτικού κόμματος. Προς τούτο, μεταξύ άλλων, λειτουργεί γραφεία του ανά την επικράτεια. Δεν προβλέπεται πάντως ειδικοί νομικοί, νομοθετικοί ή κανονιστικοί, ορισμοί.
Επαναλαμβάνοντας όσα είχαν γίνει δεκτά το πρώτον στη νομολογία και, στη συνέχεια, στην επιστήμη, ο νομοθέτης αναγνώρισε, είναι αλήθεια με χρονική καθυστέρηση, ότι το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυσή του νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής (άρθρο 29 παρ. 6 του ν. 3023/2002). Έτσι, αναγορεύεται, ex lege, σε υποκείμενο δικαίου. Ως τέτοιο, το πολιτικό κόμμα είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά διαθέτει νομική προσωπικότητα περιορισμένη και εντοπισμένη αποκλειστικά στην εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής. Δηλαδή, στη διαμεσολάβηση και την έκφραση της λαϊκής θέλησης, στη συμμετοχή του στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ή, έστω, στη σύμπραξη κατά τη διαμόρφωση των αποφάσεων της.
Για την εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής κάθε πολιτικό κόμμα που έχει ιδρυθεί νόμιμα μπορεί, μεταξύ άλλων, να μισθώνει χώρους για να στεγάσει τις ποικίλες καταστατικές δραστηριότητές του. Οι παραγόμενες έννομες σχέσεις υπόκεινται στις γενικές διατάξεις που καταλαμβάνουν και τα λοιπά νομικά πρόσωπα του αστικού ή του εμπορικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει, δηλαδή εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις, για την πρόσληψη, για τη στελέχωση και για την, εν γένει, λειτουργία των γραφείων του πολιτικού κόμματος. Οι απαιτούμενες δαπάνες θεωρούνται στο σύνολό τους λειτουργικές και καλύπτονται από την κρατική χρηματοδότηση, αν βέβαια είναι δικαιούχος της.
Παρουσία πολιτικών κομμάτων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων στη χώρα μας δεν είναι γνωστή. Για τα πρώτα, τουλάχιστον, δεν υφίσταται και προφανής λόγος. Αλλά και στην περίπτωση που ήθελε τούτο συμβεί, βασική αρχή του ενωσιακού δικαίου δεν επιτρέπει διαφοροποίηση στην αντιμετώπισή τους από εκείνη που επιφυλάσσεται στα εθνικά πολιτικά κόμματα.
Θανάσης Γ. Ξηρός
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ