Στο α’ μέρος του επιστημονικού του σημειώματος, ο Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας πραγματεύεται την έννοια της τροπολογίας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, αναδεικνύοντας παράλληλα τις παθολογίες της, όπως εμφανίζονται στην κοινοβουλευτική πρακτική, καθώς και τα σχετικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη νομοπαραγωγική διαδικασία.
H διαφορά τυπικής ισχύος, δηλαδή, της μεγαλύτερης κανονιστικής δύναμης του Συντάγματος έναντι των νόμων, γεννά το ζήτημα ποιος δικαιούται να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων, δηλαδή αν ένας νόμος συγκρούεται κατά περιεχόμενο με το περιεχόμενο του Συντάγματος ή ψηφίστηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που το ίδιο προβλέπει.
Σύνταγμα είναι ο ανώτατος νόμος της Πολιτείας: από ουσιαστική άποψη, λόγω της μεγάλης σημασίας των διατάξεων του, οι οποίες περιλαμβάνουν τους βασικούς κανόνες της πολιτικής αντιπαράθεσης και της κοινωνικής συμβίωσης γενικότερα. Γι’ αυτό επηρεάζουν περισσότερο από κάθε άλλη ρύθμιση τη ζωή των πολιτών.
Η δημοκρατία, στον εγγενή της πυρήνα, δεν σημαίνει παρά τη δυνατότητα της διαφωνίας ως τρόπου ζωής, ακριβώς επειδή προϋποθέτει μια θεμελιώδη σιωπηρή ομοφωνία: Ότι ο κυρίαρχος λαός ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε παρών, η κυριαρχία του, ωστόσο, δεν ανάγεται παρά στον αμοιβαίο σεβασμό των εκάστοτε μελών του ως διακριτών ελεύθερων και ισότιμων προσώπων.
Η Βουλή είναι οίκος ανοχής, οίκος ανοχής όμως της Δημοκρατίας, δηλαδή θεσμός που αγαπά τη δημοκρατία και τη θρέφει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι Βουλή υπάρχει παντού όπου αναγνωρίζουμε τη λειτουργία δημοκρατικών καθεστώτων. Η σύνδεση είναι αναγκαία, σχεδόν εννοιολογική.
Η «θεσμική εκτροπή» δεν μπορεί να ισοδυναμεί με τη συνήθη αναφορά σε συντρέχουσα παραβίαση του Συντάγματος, ούτε όμως και με την οριακή περίπτωση της κατάλυσης (ή απόπειρας κατάλυσής) του.
Ο Συνταγματικός Πατριωτισμός, έννοια μη καθολικά αποδεκτή, χαρακτηρίζεται από τη μνήμη και τη μαχητικότητα ενάντια στους εχθρούς της Δημοκρατίας. Συνιστά μια μορφή πολιτικής δέσμευσης που προέρχεται από τη δέσμευση του υποκειμένου απέναντι στους κανόνες, στις αξίες και τις διαδικασίες που εμπεριέχουν τα φιλελεύθερα δημοκρατικά Συντάγματα. Όμως, πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν οι έννοιες Σύνταγμα και Πατριωτισμός;
Η Δημοκρατία δεν είναι μόνο η αρχή της πλειοψηφίας. Ως αναπόσπαστο μέρος της φέρει τους θεσμούς του κράτους δικαίου που έχουν ενσωματωθεί σε όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα. Μεταξύ αυτών η διάκριση των εξουσιών και κυρίως η κατοχύρωση των μειοψηφιών και των μειονοτήτων, μέσω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Συνεπώς, στη Δημοκρατία μπορεί η πλειοψηφία να είναι παντοδύναμη;
Συστατικά στοιχεία της φιλελεύθερης Δημοκρατίας είναι η κατοχύρωση δημοκρατικών διαδικασιών μέσω της αναγνώρισης πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες καθώς και η βαρύνουσα θέση που καταλαμβάνει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με έμφαση στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, σήμερα πλέον βάλλεται και εκ των έσω και εκ των έξω.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την άμεση συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών, των κοινωνικών εταίρων και κάθε πολίτη στη διαβούλευση για τα μεγάλα θεσμικά προβλήματα της χώρας.
Το ισχύον σύστημα αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπει τις πλέον ανελαστικές εγγυήσεις σε σύγκριση με όλα τα Συντάγματα των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου, ως αντίβαρο έναντι του ελλείμματος θεσμικής εμπιστοσύνης και των ιδιοτυπιών της πολιτικής μας κουλτούρας.
Εάν ένα Σύνταγμα κρίνεται καλό ή κακό δεν είναι αξιολογήσιμο με βάση τη λεκτική οικονομία του, αλλά με γνώμονα το εάν ρυθμίζει με τρόπο αποτελεσματικό, εφαρμόσιμο και νομιμοποιημένο εκείνα τα πεδία άσκησης της κρατικής εξουσίας και οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης που χρήζουν ρύθμισης σε μια συγκεκριμένη πολιτεία.
Ακόμα και ένα λιγότερο καλό (κατά την αντίληψή του καθενός από εμάς) Σύνταγμα οφείλουμε να το σεβόμαστε και να μην το παραβιάζουμε. Είναι το κοινωνικό μας συμβόλαιο και η εγγύηση ύπαρξης μιας στοιχειώδους κοινωνικής ειρήνης και πολιτισμένης συμβίωσης μεταξύ μας.
Το καθήκον υπακοής απέναντι στο νόμο έχει αυτονόητο όριο την σοβαρή αδικία. Από την άλλη, το να αψηφήσει κάποιος τον κακό νόμο, αρνούμενος την εφαρμογή του, είναι κάτι που κάνει ιδίω κινδύνω.
Όλα τα κρατικά όργανα έχουν την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος με τη Δικαιοσύνη να διασφαλίζει πρωτίστως την τήρησή του μέσω του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Οι πολίτες ως εγγυητές της συνταγματικής νομιμότητας έχουν την υποχρέωση να σέβονται και να τηρούν το Σύνταγμα καθώς και να αντιστέκονται με κάθε μέσο στην περίπτωση βίαιης κατάλυσης της συνταγματικής τάξης.
Η σημασία της διάκρισης μεταξύ Συντάγματος και νόμου αναδεικνύεται στο διαχωρισμό μεταξύ αυστηρού και ήπιου Συντάγματος καθώς και στη διαφοροποίηση μεταξύ τυπικού και ουσιαστικού Συντάγματος.
Ο θεσμός είναι φαινόμενο του πνευματικού πολιτισμού και προϋποθέτει την κοινωνία, της οποίας είναι και δημιούργημα και θεματική έκφραση. Ο σχετικός όρος στη νομική και πολιτική «καθομιλουμένη» χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό του κανονιστικά θεμελιώδους.
Η δημοσιονομική κρίση των τελευταίων χρόνων γίνεται αφορμή εκ νέου ανάδειξης της αναγκαιότητας της Πολιτικής σε ένα πλαίσιο στο οποίο το ερώτημα «από ποιους, υπέρ ποιων και σε βάρος ποιων ασκείται η εξουσία» αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ποιο είναι, όμως, το κοινωνικό χρέος του πολίτη;
Η Δημοκρατία είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης που διέπεται από ορισμένες συγκροτησιακές προϋποθέσεις (η έννοια του ελεύθερου, της αναγνώρισης του «άλλου», η έννοια του ανθρώπου) και κατευθυντήριες αρχές (φιλελεύθερη αρχή και δημοκρατική αρχή).
Παλιότερα οι εχθροί του Συντάγματος ήταν όσοι με φανερό τρόπο εναντιώνονταν στη θέσπισή του, παραβίαζαν συστηματικά όσες από τις διατάξεις του τούς ενοχλούσαν περισσότερο ή το καταργούσαν ευθέως με πραξικόπημα. Σήμερα, ωστόσο, υπάρχουν οι λεγόμενοι «κρυφοί» εχθροί.
Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!
It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.