Με την ανάπτυξη σύγχρονων μεθόδων στην εξωσωματική γονιμοποίηση, έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για δυνατότητες που ανοίγει η τεχνολογία να «σχεδιάζουμε» τα παιδιά μας, επιλέγοντας εμείς τα φυσικά τους χαρακτηριστικά. Σήμερα, εκείνο που μπορούμε να πετύχουμε είναι η εξακρίβωση γενετικών χαρακτηριστικών στα έμβρυα που δημιουργούνται εξωσωματικά για την αναπαραγωγή, πριν την εμφύτευσή τους στη μήτρα της μελλοντικής μητέρας. Η μέθοδος ονομάζεται «προεμφυτευτική γενετική διάγνωση» και χρησιμοποιείται προς το παρόν για την αποφυγή σοβαρών νοσημάτων με γενετική βάση (μεσογειακή αναιμία, κυστική ίνωση κ.λπ.).
Με βάση τα αποτελέσματά της, εντοπίζονται παθολογικές περιοχές στο DNA, που συνδέονται με τα συγκεκριμένα νοσήματα, και αποκλείονται από την εμφύτευση τα έμβρυα που τις εμφανίζουν («αρνητική ευγονική»). Πέρα όμως από αυτή την επιλογή, η προεμφυτευτική διάγνωση μας κάνει γνωστό το φύλο του εμβρύου, ήδη από τη στιγμή της γονιμοποίησης του ωαρίου. Είναι λοιπόν τεχνικά δυνατόν, να επιλέξουμε και το φύλο του μελλοντικού μας παιδιού, μια δυνατότητα που θέτει το ερώτημα της λεγόμενης «θετικής ευγονικής», δηλαδή της επιλογής με βάση επιθυμητά σε εμάς φυσικά χαρακτηριστικά του. Η δυνατότητα αυτή θα αναπτύσσεται, όσο διευρύνονται οι – πολύ περιορισμένες προς το παρόν – γνώσεις μας για τη σύνδεση συγκεκριμένων γονιδίων με εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου (ύψος, σωματική διάπλαση, χρώμα μαλλιών, ματιών κ.λ.π.).
Στο δρόμο για τον «σχεδιασμό» των απογόνων μας: Προβληματισμοί
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, ο «σχεδιασμός» φυσικών χαρακτηριστικών έχει συνδεθεί με νέες τεχνικές «διόρθωσης» γονιδίων σε γαμέτες (ωάρια και σπέρμα) και έμβρυα. Η «εκδοτική επεξεργασία» του γονιδιώματος (Genome Editing) – κυρίως με τη μέθοδο CrisprCas9 – εφαρμόζεται ήδη σε άλλους ζωντανούς οργανισμούς, με εξαιρετικά αποτελέσματα, καθώς και σε γονιδιακές θεραπείες στον άνθρωπο μετά τη γέννηση. Η ρύθμισή της ωστόσο, προβληματίζει, ακριβώς επειδή ανοίγει το δρόμο στον «σχεδιασμό» των απογόνων μας.
Σήμερα, η νομοθεσία σε Ευρώπη (Σύμβαση του Οβιέδο) και ΗΠΑ αποκλείει κάθε μορφή «θετικής ευγονικής», συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής του φύλου των εμβρύων. Επομένως, η τροποποίηση του DNA είναι αποδεκτή μόνο για ιατρικούς λόγους, δηλαδή την πρόληψη ή τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών. Ειδικά, μάλιστα, αποκλείεται η τροποποίηση αναπαραγωγικών κυττάρων (γαμετών), καθώς οι συνέπειες για τους απογόνους (κοντινούς και απώτερους) παραμένουν άγνωστες.
Εάν, πάντως, κάποια στιγμή ξεπεράσουμε το πρόβλημα της ασφάλειας στις εφαρμογές της νέας τεχνολογίας, το ερώτημα της αποδοχής της «θετικής ευγονικής» θα επιμένει. Γνωρίζουμε ωστόσο σήμερα ότι η αυτονομία του προσώπου (όπως κατοχυρώνεται από την αρχή της ανθρώπινης αξίας) δικαιολογεί την απαγόρευση του «σχεδιασμού» και πέρα από το ζήτημα της ασφάλειας.
Πράγματι, ο «σχεδιασμός» επιβάλλει εξ αντικειμένου ένα καταναγκαστικό «μοντέλο» ζωής στο πρόσωπο, επιβαρύνοντάς το να αποδεικνύει (ίσως δια βίου) τη διαφορετικότητά του, την αντίθεσή του, δηλαδή, με ό,τι θέλησαν για αυτό εκείνοι που το «σχεδίασαν». Αυτό είναι και το κυριότερο εμπόδιο για την αποδοχή της «θετικής ευγονικής», τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα των θεμελιωδών αρχών του Δικαίου.
Τάκης Βιδάλης
Συνταγματολόγος