Το Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 5 παρ. 2 την απόλυτη προστασία της ανθρώπινης ζωής, αποκλείοντας οποιαδήποτε εξαίρεση βάσει εθνικότητας, φυλής ή γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Ερώτημα ανακύπτει, αν από το δικαίωμα στη ζωή, μπορεί να συναχθεί το δικαίωμα διακοπής της ζωής. Το ζήτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί ύστερα από τη διερεύνηση της φύσεως του ατομικού δικαιώματος προστασίας της ζωής.
Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν αξιώσεις ελευθερίας του ατόμου έναντι του κράτους. Το δικαίωμα προστασίας της ζωής συνιστά κατά κύριο λόγο ένα αμυντικό δικαίωμα, μία αξίωση παραλείψεως οποιασδήποτε επεμβάσεως, που θα έθιγε το δικαίωμα στη ζωή. Λόγω της φύσεως του ατομικού δικαιώματος ως αμυντικού δικαιώματος δεν θα μπορούσε να συναχθεί από το δικαίωμα στη ζωή μία υποχρέωση του ατόμου να ζει. Ασφαλώς και υποχρεούται το κράτος να μεριμνά για τη ζωή των πολιτών του, η υποχρέωση, όμως, αυτή του κράτους αποτελεί δικαίωμα των πολιτών και όχι υποχρέωσή τους.
Η κρατική παρέμβαση χάριν της προστασίας του ατομικού δικαιώματος δεν πρέπει να θέτει υπό απειλή τον πυρήνα της σφαίρας της ιδιωτικής αυτονομίας μέσω της επιβολής υπέρμετρων περιορισμών στην ελευθερία. Το κράτος υποχρεούται να προστατεύει (κοινωνικό κράτος), οι πολίτες, όμως, δεν είναι υποχρεωμένοι να δέχονται την προστασία αυτή. Από το δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί να συναχθεί, συνεπώς, μια υποχρέωση στη ζωή. Περαιτέρω, οι υποχρεώσεις των πολιτών συνιστούν τον αντίθετο πόλο των ατομικών δικαιωμάτων. Αυτές είναι ειδικές, αυτοτελείς και προβλεπόμενες από το Σύνταγμα υποχρεώσεις προς ορισμένη συμπεριφορά (ενέργεια ή παράλειψη) έναντι του κράτους.
Κατά συνέπεια, το κράτος πρέπει να αναγνωρίζει στον ιδιώτη στον τομέα της ζωής του ένα πεδίο ελευθερίας, το οποίο δικαιούται ο ιδιώτης να αυτοκαθορίσει. Εάν δεν αναγνωριζόταν από το Σύνταγμα το δικαίωμα διαθέσεως της ανθρώπινης ζωής, θα υποβιβαζόταν το άτομο από υποκείμενο σε αντικείμενο, το οποίο αποκλειστικά και μόνο χάριν της κοινωνίας θα διατηρείτο στη ζωή.
Η θετική και αρνητική πλευρά των ατομικών δικαιωμάτων: Το δικαίωμα στη ζωή και το θάνατο
Σημειώνεται, επίσης, ότι τα ατομικά δικαιώματα παρουσιάζουν πέραν της θετικής τους πλευράς και την αρνητική τους. Το ατομικό δικαίωμα εκφράσεως της γνώμης παρουσιάζει την αρνητική πλευρά του δικαιώματος μη εκφράσεως της γνώμης. Αντιστοίχως, η αρνητική πλευρά του δικαιώματος στη ζωή είναι το δικαίωμα διακοπής της ζωής.
Τα ατομικά δικαιώματα θα στερούντο του χαρακτήρα τους ως εγγυήσεις ελευθερίας, εάν προστάτευαν μόνο την άσκηση και όχι τη μη άσκηση του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Η μη άσκηση του δικαιώματος της ζωής συνιστά θετική εγγύηση ελευθερίας υπό την έννοια της διαφυλάξεως ενός ιδιωτικού πεδίου, ελεύθερου από κρατικές επεμβάσεις. Συνεπώς, από το δικαίωμα προστασίας της ζωής δεν συνάγεται ένα καθήκον προστασίας εκ μέρους των πολιτών. Κατ’ ακολουθία, το δικαίωμα στη ζωή κατοχυρώνει ένα δικαίωμα στον θάνατο.
Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα αυτό είναι απεριόριστο. Ακόμα και αν η βούληση του ατόμου χρήζει απόλυτης προστασίας, η ελευθερία του δεν είναι απεριόριστη. Η σύμπραξη ενός τρίτου σε ορισμένες μορφές αυτοδιαθέσεως του ατόμου πρέπει να τίθεται υπό πολύ αυστηρό έλεγχο, προκειμένου να επιτευχθεί η προστασία του ιδίου συμφέροντος του ατόμου και να αποτραπεί η εξυπηρέτηση ξένων προς αυτόν συμφερόντων.
Το δικαίωμα αυτοκτονίας συνιστά, επομένως, απόρροια της αρνητικής εκφάνσεως του δικαιώματος στη ζωή. Η αναγνώριση του δικαιώματος αυτοκτονίας συνιστά μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Το δικαίωμα στη ζωή ασκείται εν προκειμένω μέσω της μη ασκήσεως αυτού. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο ότι το άτομο διαθέτει το δικαίωμα να θέσει τέλος στη ζωή του, όταν η απόφαση αυτή είναι ελεύθερη. Εάν ελλοχεύουν αμφιβολίες αναφορικά με την ελευθερία της απόφασης, τότε νομιμοποιείται η επέμβαση τρίτου. Ως εκ τούτου, ο ποινικός μας κώδικας, σταθμίζοντας τα παραπάνω, παραλείπει να τιμωρήσει την αυτοκτονία (δεν θα είχε νόημα εξάλλου κάτι τέτοιο) τιμωρεί όμως, τη συμμετοχή σε αυτή στο άρθρο 301.
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή
Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου