1. Η έννοια της πολιτείας, στην ιστορικά συγκεκριμένη της μορφή, καθίσταται αναγνώσιμη και διαγνώσιμη, δηλαδή ορατή και θεσμικά αξιολογήσιμη, μέσα από τον θεμελιώδη νόμο που τη διέπει και από τον οποίο προκύπτει ο σκοπός της, η συγκεκριμένη λειτουργία , η σχέση εξουσίας και πολίτη, η θέση της στη διεθνή και έννομη τάξη, τελικά δε, έστω και έμμεσα, και η πολιτική της φιλοσοφία. Για το χαρακτηρισμό αυτού του θεμελιώδους νόμου επικράτησε ο όρος Σύνταγμα. Το Σύνταγμα ούτε ως όρος έχει ένα αμετάβλητο, από τη στιγμή που πρωτοχρησιμοποιήθηκε, νόημα ούτε στις ιστορικά συγκεκριμένες κανονιστικές του μορφές, έχει πάντοτε όμοιο περιεχόμενο.
Παρά όμως τη νοηματική του πολυμορφική εξέλιξη του Συντάγματος, μπορούμε προσωρινά να σημειώσουμε τρία κρίσιμα χαρακτηριστικά που αναδείχθηκαν ως σταθερά[1] νοηματικά[2]και ιστορικά του στοιχεία:
α. Το Σύνταγμα έχει ως αντικείμενό του είτε τη σύνταξη είτε (και) την έννομη οργάνωση ή επαναοργάνωση μιας κοινωνικής συμβίωσης.
β. Το Σύνταγμα περιέχει πάντοτε θεμελιώδεις, σε σχέση με τους άλλους πολιτειακούς κανόνες, αρχές, δηλαδή ρυθμίζει ζητήματα θεμελιακού χαρακτήρα για την πολιτεία.
γ. Το Σύνταγμα έχει συνήθως αυξημένη, έναντι των άλλων πολιτειακών κανόνων νομιμοποίηση και συνακόλουθα και ιεραρχική τυπική ισχύ, κάτι που κατά κανόνα συνδυάστηκε με την εφαρμογή ειδικών διαδικασιών παραγωγής, τροποποίησης ή κατάργησής του.
2. Αναζητώντας τη γνωστική διαδικασία, με την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα τι είναι Σύνταγμα, ο διαμορφωτής της σύγχρονης δημοκρατικής συνταγματικής θεωρίας στη γερμανόφωνη, και όχι μόνο, Ευρώπη, Konrad Hesse κάνει λόγο για δύο μεθοδολογικούς δρόμους:[3]
α. Μια πρώτη προσέγγιση είναι εκείνη που αποβλέπει στην αφηρημένη αντίληψη περί Συντάγματος, δηλαδή στην αντίληψη που δεν επικεντρώνεται ούτε στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο ούτε στον συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο ενός Συντάγματος. Πρόκειται δηλαδή για το Σύνταγμα ως κατηγορία του καθαρού λόγου.
β. Μια δεύτερη εκδοχή προσέγγισης είναι εκείνη που στοχεύει στο Σύνταγμα, υπό την έννοια ενός συγκεκριμένου ιστορικού τόπου και χρόνου. Πρόκειται για το Σύνταγμα ως κατηγορία του πρακτικού λόγου. Η πρώτη προσέγγιση του Συντάγματος, κατά την ίδια πάντοτε αντίληψη, είναι το περιεχόμενο της (γενικής) θεωρίας του Συντάγματος. Η δεύτερη εκδοχή το καθιστά αντικείμενο της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου.[4]
3. Ως προς τη στεγανή αυτή διάκριση μεταξύ δύο μεθόδων προσέγγισης της έννοιας του Συντάγματος (ως κατηγορίας τόσο του καθαρού όσο και του πρακτικού λόγου), νομίζουμε ότι μπορεί κανείς ν’ αποτολμήσει τη διατύπωση μιας αμφιβολίας για τη σκέψη αυτή του Hesse, με το επιχείρημα ότι η διάκριση που διατυπώνει δεν μπορεί να λειτουργήσει με την απόλυτη στεγανότητα με την οποία φαίνεται ότι προτείνεται. Το Σύνταγμα δεν είναι έννοια a priori. Για αυτό και η αφηρημένη της εκδοχή προκύπτει, κατ’ ανάγκην από τη μελέτη κατά τόπο και χρόνο συγκεκριμένων Συνταγμάτων, της ιστορίας τους, των ιδιαιτεροτήτων τους και της λειτουργίας τους. Προκύπτει δηλαδή επαγωγικά. Το Σύνταγμα όμως δεν συνιστά έννοια την οποία θα μπορούσε κανείς να προσεγγίσει διαζευκτικά, δηλαδή είτε ως άσχετη από την ιστορική εφαρμογή της, που σημαίνει ως σύλληψη και συνακόλουθα ως έννοια του καθαρού λόγου. Η διάκριση καθαρού και πρακτικού λόγου, στην περίπτωση του νοήματος του Συντάγματος, αναιρείται και τελικά συναιρείται από την ιστορία. Έτσι και το Σύνταγμα είναι νοητό μόνο ως κανονιστική αποτύπωση των ιστορικοπολιτικών, ηθικών και πολιτιστικών επιλογών του φορέα ως συντακτικής εξουσίας και, αντιστοίχως, ως μιας έννοιας που ιστορικά εξελίσσεται.
Υποσημειώσεις:
[1] Για την έννοια των σταθερών στοιχείων στο πολιτειακό δίκαιο βλ. Θ. Δ. Τσάτσος, Αι γενικαί αρχαί του πολιτειακού δικαίου, Αθήνα 1959, σ. 208-210.
[2] Για το πολλαπλό νόημα, όχι μόνο νομικό, του όρου «Σύνταγμα», βλ. αντί πολλών, C. Scmitt, Verfassungslehre, 1928, σ. 11 κε., καθώς και το πρόσφατο έργο του Chr. Starck, Verfassungen Tubingen, 2009, σ. 312-317. Στην Ελλάδα η συζήτηση για την έννοια του Συντάγματος είναι πλούσια. Βλ. κατά πρώτον την κλασική ανάλυση της έννοιας του Συντάγματος στον Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, 1980. Για μια πρωτότυπη, νέα και προς τη μετανεωτερική εποχή προσανατολισμένη προσέγγιση της έννοιας του Συντάγματος βλ. Ευ. Βενιζέλος, Το μέλλον της δημοκρατίας και η αντοχή του Συντάγματος, 2003∙ ο ίδιος, Μαθήματα συνταγματικού δικαίου, αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα, 2008, σ.35-60. Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ανάπτυξης της ιστορίας και της φιλοσοφίας του συνταγματισμού αφιερώνει εκτενέστατη ανάλυση της έννοιας ο Αντ. Μανιτάκης, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο. Θεμελιώδεις Έννοιες, τ. Α΄, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ.87-152∙ ο ίδιος, Τι είναι Σύνταγμα, Αθήνα 2007 (παραπέμπεται ως: Σύνταγμα). Βλ. επίσης Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, β΄ έκδοση 2002, σ. 162 κε.∙ Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005, σ. 24 κε∙ Φ. Σπυρόπουλος, Εισαγωγική στο Συνταγματικό δίκαιο, Αθήνα, 2006.
[3] Βλ. Κ. Lowenstein, Verfassungslehre, 1959, σ. ΙΙΙ κε. και 127 κε.
[4] Βλ. K. Hesse, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, κ΄ έκδ. 1995 και H. – H. v. Armin, Staatslehre der Bundesrepublik Deutschland, 1984, σ. 3.
Πηγή: Τσάτσος, Θ. Δημήτρης (2010): Πολιτεία, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 241-242.