Σε μια πολιτεία υπάρχουν τρεις εξουσίες: Η νομοθετική (η Βουλή), η εκτελεστική (η Κυβέρνηση) και η δικαστική (τα δικαστήρια). Η νομοθετική εξουσία θεσπίζει τους νόμους (κανόνες δικαίου), η εκτελεστική εξουσία τους εφαρμόζει και η δικαστική εξουσία τιμωρεί τα εγκλήματα και επιλύει τις διαφορές (είτε μεταξύ των πολιτών, είτε μεταξύ κράτους και πολίτη).
Παλαιότερα και παρότι η Κυβέρνηση έπρεπε να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία δεν ταυτίζονταν μεταξύ τους. Σήμερα πλέον ο Πρωθυπουργός δεσπόζει τόσο στην Κυβέρνηση όσο και στην πλειοψηφία των βουλευτών, η δε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία συναποτελούν αυτό που ονομάζουμε «πολιτική εξουσία». Αποκτά, λοιπόν, ακόμη μεγαλύτερη σημασία η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, η οποία θα δικάζει με βάση τον νόμο και δεν θα υπακούει σε εντολές τρίτων από οπουδήποτε και εάν προέρχονται αυτές.
Οι διαστάσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ανεξαρτησία έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτή κατοχυρώνεται στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 87 και επόμενα) και διακρίνεται στην προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία.
Προσωπική ανεξαρτησία σημαίνει ότι η υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών (προαγωγές, μεταθέσεις, μετατάξεις κ.λπ.) ρυθμίζεται από τους ίδιους τους δικαστές μέσω δικαστικών συμβουλίων. Εξαίρεση αποτελεί η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), που γίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Λειτουργική ανεξαρτησία σημαίνει ότι ο δικαστής αποφασίζει στις δίκες μόνο με βάση το νόμο και τη συνείδησή του, χωρίς να μπορεί να του δώσει οδηγίες κανένα μέλος της Κυβέρνησης, ούτε και ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Σεβασμός στη λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστή σημαίνει ακόμη ότι τα μέλη της Κυβέρνησης θα πρέπει να αποφεύγουν δημόσιες δηλώσεις που αφορούν εκκρεμείς δίκες και μπορούν να ερμηνευθούν ως προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής απόφασης.
Η δικαστική ανεξαρτησία κατοχυρώνεται επίσης και έναντι της νομοθετικής εξουσίας, κυρίως μέσω της δυνατότητας του δικαστή να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικούς νόμους (άρθρο 93, παρ. 4 του Συντάγματος). Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος ισχύει στη χώρα μας από τη δεκαετία του 1870, προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των μειοψηφιών και αποτελεί το κυριότερο ανάχωμα στην παντοδυναμία της νομοθετικής εξουσίας.
Τα παραπάνω συγκροτούν τη «θεσμική ανεξαρτησία» του δικαστή απέναντι στις άλλες δύο πολιτειακές εξουσίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική. Ο δικαστής θα πρέπει επίσης, να είναι ανεξάρτητος και απέναντι σε κάθε άλλου είδους πιέσεις, ακόμη και απέναντι σε αυτές που προέρχονται από κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις. Ιδίως, στη σημερινή εποχή της παντοδυναμίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, δεν είναι δύσκολο να επιχειρηθεί με «στοχευμένα» δημοσιεύματα και αναρτήσεις κάμψη της δικαστικής ανεξαρτησίας σε συγκεκριμένες υποθέσεις.
Η θρυλική ιστορία του μυλωνά
Τη σημασία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα την αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο η γνωστή ιστορία του μυλωνά στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Όταν ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας τον απείλησε ότι θα του πάρει τον μύλο, γιατί έκανε θόρυβο και τον ενοχλούσε, ο μυλωνάς φέρεται να του απάντησε: «Ναι, αλλά υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο»!
Ελευθέριος Βενιζέλος
Για να θυμηθούμε όμως και κάτι ελληνικό, το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε ευχηθεί να
«κατορθώσωμεν … να εμπνεύσωμεν και εις τον τελευταίον πολίτην που κατοικεί εις τα απώτατα του κράτους ότι “υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας” που προστατεύουν κάθε πολίτην αδικούμενον από οιονδήποτε διοικητικόν όργανον και από την κυβέρνησιν αυτήν χωρίς να έχη ανάγκην ο πολίτης να προσφεύγη εις πλάγια μέσα και εις την υποστήριξιν των ισχυρών της ημέρας δια να εύρη το δίκαιόν του».
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών