Η ασυλία των βουλευτών στην εποχή μας ξενίζει. Φαίνεται στα μάτια πολλών ως αδικαιολόγητη προνομία, ως εξαίρεση από τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, δηλαδή την ισότητα ενώπιον του νόμου. Η αντίδραση αυτή είναι κατανοητή και δικαιολογημένη, όταν η ασυλία των βουλευτών παίρνει τη μορφή του ακαταδίωκτου, το οποίο τους θέτει στο απυρόβλητο από την ποινική δίωξη, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη βουλευτή, η οποία να συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του (όταν για παράδειγμα, ένας βουλευτής πρωτοστάτησε σε επεισόδια σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα και χτύπησε κάποιον, είναι εύλογο να σκεφτούμε ότι το ακαταδίωκτο περιορίζει υπερβολικά το δικαίωμα του θύματος να ζητήσει δικαστική προστασία, στρεφόμενο εναντίον του βουλευτή).
Το ακαταδίωκτο του βουλευτή έχει την έννοια ότι για να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του βουλευτή, για να συλληφθεί και να κρατηθεί ο βουλευτής, πρέπει προηγουμένως να δοθεί άδεια της Βουλής. Εξαίρεση προβλέπεται στο Σύνταγμα για τα αυτόφωρα κακουργήματα. Στη χώρα μας μια κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη είχε ως αποτέλεσμα να χορηγούνται σπάνια άδειες της Βουλής που επιτρέπουν την άσκηση ποινικής δίωξης. Αυτό έχει οδηγήσει συχνά σε καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Στρασβούργο).
Η έτερη ασυλία
Αν για το ακαταδίωκτο ισχύει ο προηγούμενος προβληματισμός, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για την έτερη ασυλία, το ανεύθυνο των βουλευτών για γνώμη ή ψήφο που εκφράζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ασυλία αυτή των βουλευτών δεν αποτελεί δικαίωμα που έχει τεθεί για χάρη του δικού τους συμφέροντος, αλλά έχει λειτουργικά χαρακτηριστικά και αποτελεί θεσμική εγγύηση που υπάρχει υπέρ της Βουλής.
Θα θέλαμε οι βουλευτές που έχουμε εκλέξει να φοβούνται να μιλήσουν ή να ψηφίσουν με τον τρόπο που υπαγορεύει η συνείδησης τους, από τον φόβο ποινικών διώξεων; Εξάλλου, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία ο θεσμός της ασυλίας των βουλευτών μπορεί να απέβλεπε στην προστασία των μελών του κοινοβουλίου από την μήνη και τις διώξεις του βασιλιά, σήμερα όμως ο δικαιολογητικός λόγος είναι να αποτρέπεται η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής με τη συγκέντρωση υπερβολικής δύναμης στα χέρια των εισαγγελέων.
Το ζητούμενο δεν είναι η κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών, αλλά ο εξορθολογισμός της. Το ανεύθυνο του βουλευτή για τη γνώμη ή την ψήφο του είναι διαχρονικά έγκυρο και απαραίτητο. Ως προς το ακαταδίωκτο, λύση μπορεί να αποτελεί η αντιστροφή του κανόνα: ο βουλευτής να διώκεται, όπως κάθε άλλος πολίτης, εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά η Βουλή.
Γιάννης Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος