Διάγραμμα
Ι. Εισαγωγή
ΙΙ. Προλεγόμενα: Η κανονιστική εφαρμογή της τροπολογίας ως σύμπτωμα της κρίσης του κοινοβουλευτισμού
III. Η τροπολογία κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής
IV. Αντί επιλόγου: Η ανάγκη επανακαθορισμού της τροπολογίας και τα interna corporis
I. Εισαγωγή
Το σύντομο αυτό επιστημονικό σημείωμα πραγματεύεται την έννοια της τροπολογίας κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, αναδεικνύοντας παράλληλα τις παθολογίες της, όπως εμφανίζονται στην κοινοβουλευτική πρακτική, καθώς και τα σχετικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη νομοπαραγωγική διαδικασία. Δεν επιχειρείται μια εις βάθος ανάλυση των νομολογιακών πορισμάτων, μιας και θα ακολουθήσει και το 2ο μέρος, το οποίο διαλαμβάνει κυρίως τα ζητήματα που θέτει η νομολογιακή πράξη, καθώς και τις προτεινόμενες de constitutione ferenda λύσεις τους. Παρεμπίπτουσες αναφορές στη νομολογία υπάρχουν μόνο όπου αυτό κρίθηκε αναγκαίο για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Οι προβληματισμοί εκκινούν από την κοινοβουλευτική και συνταγματική πραγματικότητα, που πολλές φορές επιβεβαιώνουν αμφότερες μια διάσταση ανάμεσα στη συνταγματική πρόβλεψη, την ratio του άρθρου και την κανονιστική εφαρμογή της.
ΙΙ. Προλεγόμενα: Η κανονιστική εφαρμογή της τροπολογίας ως σύμπτωμα της κρίσης του κοινοβουλευτισμού
Η κρίση του κοινοβουλευτισμού δεν έχει μόνο ουσιαστική έκφανση, η οποία συνήθως εκφράζεται μέσω της διάρρηξης της εμπιστοσύνης μεταξύ των εκλογέων και των αντιπροσώπων τους και συνιστά ουσιαστικά κρίση αντιπροσώπευσης, αλλά και μια διαδικαστική και λειτουργική έκφανση που αφορά τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες αυτές καθαυτές, καθώς και την ισορροπία μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας και της σχέσης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας[1].
Η τροπολογία αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα της κρίσης του κοινοβουλευτισμού, καθώς οι σχετικές διατάξεις βάσει της κοινοβουλευτικής πρακτικής, εφαρμόζονται κατά τρόπο τέτοιο που συνιστούν περιφρόνηση του Συντάγματος, κάμψη της τυπικότητας των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ενίσχυσης της εκτελεστικής σε βάρος της νομοθετικής λειτουργίας, όπως και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας σε βάρος της μειοψηφίας.
Το δικαστικό ανέλεγκτο της τήρησης ή μη της διαδικασίας κατάθεσης μιας τροπολογίας, αλλά και της συνάφειας του περιεχόμενου της με το κύριο αντικείμενο νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου, επιτρέπουν την «εργαλειοποίηση» των τροπολογιών οι οποίες απολήγουν να είναι μεν μέσο ταχείας νομοθέτησης και προώθησης της κυβερνητικής πολιτικής κατά παρέκκλιση, όμως, δε των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, μεταξύ αυτών και της ασφάλειας δικαίου.
Η ομαλή λειτουργία του Κοινοβουλίου, η καλή νομοθέτηση και η καταπολέμηση των φαινομένων πολυνομίας και κακονομίας δεν είναι απλά δικαιοπολιτικές ή δικαιοκρατικές επιταγές, αλλά ζητήματα που ανάγονται στην ποιότητα της δημοκρατίας, όπως μας υπενθυμίζει ο Δημοσθένης[2] στο Περὶ τῆς Ἀτελείας πρὸς Λεπτίνην: “καὶ γάρ τοι τότε μέν, τέως τὸν τρόπον τοῦτον ἐνομοθέτουν, τοῖς μὲν ὑπάρχουσι νόμοις ἐχρῶντο, καινοὺς δ᾽ οὐκ ἐτίθεσαν.”
ΙΙΙ. Η τροπολογία κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής
Η διαδικασία κατάθεσης, η συνδρομή των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων για την εισαγωγή προς συζήτηση των τροπολογιών δεν περιλαμβάνονται σε αυτοτελές άρθρο του Συντάγματος, αλλά ανευρίσκονται σε διάφορα άρθρα που εντάσσονται συστηματικά στο 5ο Κεφάλαιο, που τιτλοφορείται ως «Νομοθετική λειτουργία της Βουλής». Η αποσπασματικότητα των ρυθμίσεων δεν θέτει μόνο ζήτημα συνταγματικής μηχανικής[3], που αποτελεί άλλωστε μια εκ των αιτιών της ανορθολογικής νομοθέτησης[4], αλλά όπως θα δούμε διασπά την ίδια την ενότητα, τη συνοχή και την κανονιστικότητα του κειμένου του Συντάγματος λόγω της ύπαρξης δυο διατάξεων που αλληλεπικαλύπτονται έχοντας αντιφατικό περιεχόμενο μεταξύ τους.
Συγκεκριμένα τον όρο «τροπολογία» ανευρίσκουμε στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 73 Συντ., στις παραγράφους 3 και 5 (από το τρίτο ως το τελευταίο εδάφιο) του άρθρου 74 Συντ., στην παράγραφο 2 του άρθρου 75 Συντ. και στην παράγραφο 3 του άρθρου 76 Συντ. Τις διάσπαρτες αυτές ρυθμίσεις που οργανώνουν την διαδικασία κατάθεσης, συζήτησης και ψήφισης τροπολογιών έχει προσπαθήσει να συστηματοποιήσει ο Κανονισμός της Βουλής (εφεξής: ΚτΒ), ο οποίος εξειδικεύοντας τις συνταγματικές διατάξεις στα άρθρα 87 επ., οριοθετεί με τρόπο λεπτομερή τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εισαγωγής των τροπολογιών είτε στην Ολομέλεια, είτε στο Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής, είτε στην αρμόδια διαρκή επιτροπή.
ΙΙΙ. A. Ορολογικές διευκρινίσεις
Το Σύνταγμα και ο ΚτΒ, εκτός του όρου «τροπολογία», χρησιμοποιούν και τον όρο «προσθήκη», με αποτέλεσμα να τίθεται το ερώτημα αν επρόκειτο για ταυτολογία ή αν ομιλούμε για δύο διακριτές περιπτώσεις.
Τόσο το Σύνταγμα όσο και ο ΚτΒ μεταχειρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο την προσθήκη και την τροπολογία. Δεν διαφοροποιούνται ούτε προς το διαδικαστικό πλαίσιο, ούτε ως προς τις έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να επρόκειτο για το ένα και το αυτό. Διαφέρουν μόνο κατά το ότι η τροπολογία συνιστά πρόταση για την τροποποίηση ή την αναδιαμόρφωση[5] άρθρου που περιλαμβάνεται σε νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου, ενώ η προσθήκη αποτελεί πρόταση για την ένθεση πρόσθετου ή πρόσθετων[6] άρθρων σε νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου.
Αναγκαίο προς αποσαφήνιση είναι επίσης το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ τροπολογίας προερχόμενης από βουλευτή και κατατιθέμενης από Υπουργό. Πριν την ατυχή και προβληματική (ως προς αυτό το σημείο) αναθεώρηση το 2001, μόνο της παρ. 5 του άρθρου 74[7], η σχετική διάκριση ήταν καθόλα έντονη και ευκρινής μιας και προβλεπόταν και διαφορετικός χρόνος υποβολής τους. Όπως αναπτύσσεται παρακάτω ως προς το εμπρόθεσμο της υποβολής τους ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις βάσει της παρ. 2 του άρθρου 87 ΚτΒ, ενώ η μοναδική διαφορά που παρουσιάζουν πλέον αφορά τις συνοδευτικές εκθέσεις (παρ. 2 εδ. β’ άρθρο 88 ΚτΒ), η οποία ενδέχεται να ατονήσει στην κοινοβουλευτική πράξη μιας οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προβλέψεις των νόμων 4048/2012 (προϊσχύον νόμος υπό τον τίτλο “αρχές καλής νομοθέτησης”) και 4622/2019 (“επιτελικό κράτος”, η παρ. 1 του άρ. 119 κατήργησε το Ν. 4048/2012) σχετικά με τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία αντιμετωπίζουν ενιαία τις τροπολογίες ως προς το ζήτημα όλων των συνοδευτικών εκθέσεων. Άποψη, η οποία υποστηριζόταν[8] και προ της ισχύος των δύο νομοθετημάτων βάσει της συστηματικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων και την εφαρμογή των σχετικών με τη νομοθετική λειτουργία διαδικασιών και στην περίπτωση της υποβολής τροπολογιών.
Είναι όμως άξιο παρατήρησης ότι το Σύνταγμα όταν θέλει να εξομοιώσει τις δύο περιπτώσεις το αναφέρει ρητώς με εκφράσεις όπως αυτή του εδαφίου ε’ της παρ. 5 του άρθρου 74 Συντ: “Τα οριζόμενα στα προηγούμενα δύο εδάφια ισχύουν και για τις προσθήκες ή τροπολογίες βουλευτών.”. Ενώ κατ’ εξαίρεση χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος για να υποδηλώσει και τα δύο είδη τροπολογιών, όπως στην παρ. 2 του άρθρου 75 που αδιακρίτως αναφέρεται ότι και τα δύο είδη τροπολογιών δύναται να συνοδεύονται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου. Τέλος το άρθρο 73 παρ. 3 Συντ. κατά την γραμματική του διατύπωση αναφέρεται μόνο σε βουλευτικές τροπολογίες, ενώ ειδικότερη διάκριση ως εξαίρεση εισάγει η παρ. 4 του ίδιου άρθρου όπου για το παραδεκτό της τροπολογίας κρίνεται αναγκαία η υποβολή της όχι από βουλευτή γενικά, αλλά ειδικά από βουλευτή που φέρει την ιδιότητα του αρχηγού κόμματος ή του εκπροσώπου ομάδας.
Βάσει της γραμματικής διατύπωσης των συνταγματικών διατάξεων η διάκριση μεταξύ βουλευτικής και υπουργικής τροπολογίας υφίσταται και ουδόλως έχει περιοριστεί η κανονιστικότητα της. Ωστόσο, η εξομοίωση της προθεσμίας υποβολής θέτει εν αμφιβόλω την ουσιαστική διάσταση της διάκρισης. Και πράγματι η ενιαία αντιμετώπιση των τροπολογιών ως προς το εμπρόθεσμο μπορεί να επιλύει ενδεχόμενα το ζήτημα της πολυπλοκότητας που μπορεί να προκαλεί η παράλληλη εφαρμογή δυο διαδικασιών με κοινό περιεχόμενο (τροποποίηση ή προσθήκη άρθρου) και ρόλο στη διαδικασία παραγωγής και ψήφισης των νόμων, αλλά η διαφοροποίηση με κριτήριο την προέλευσή της (μέλος του νομοθετικού σώματος ή της Κυβέρνησης) θεμελιωνόταν δικαιοπολιτικά στην κοινοβουλευτική και αντιπροσωπευτική αρχή λόγω της προεξάρχουσας θέσης του βουλευτή στη διαδικασία ψήφισης των νόμων, λειτουργούσε δε και ως αντίβαρο τόσο της Βουλής έναντι της Κυβέρνησης και κυρίως της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας έναντι των συμπολιτευόμενων βουλευτών που συχνά υπόκεινται στην κομματική πειθαρχία που παραβλάπτει πολλές φορές την τυπικότητα των διαδικασιών απονευρώνοντας έτσι και τα προβλεπόμενα μέσα κοινοβουλευτικού αυτοελέγχου.
ΙΙΙ. B. Τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις
Τα άρθρα που προαναφέρθηκαν συναποτελούν ουσιαστικά μια δέσμη διατάξεων που ρυθμίζουν όχι μόνο τη διαδικασία υποβολής τροπολογιών αλλά και θέματα που ανάγονται στο περιεχόμενό τους. Δεν αναφέρεται εξαντλητικά ο τρόπος κατάθεσης (π.χ καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο, ειδική προθεσμία τις Παρασκευής) μιας και προς τούτο τα άρθρα 87 επ. του ΚτΒ είναι σαφή, αλλά επιχειρείται η ανάδειξη των σημαντικότερων ζητημάτων που προκαλεί η συνδρομή ή μη τυπικών προϋποθέσεων, όπως η προθεσμία υποβολής και τα συνοδευτικά έγγραφα, και ουσιαστικών όπως το περιεχόμενο των τροπολογιών.
ΙΙΙ. Β. 1. Ο χρόνος υποβολής
Όπως προαναφέρθηκε, το κυριότερο ερμηνευτικό ζήτημα που απασχόλησε την θεωρία ήταν ο ισοχρονισμός των προθεσμιών για τη βουλευτική και υπουργική τροπολογία με την μαξιμαλιστική αναθεώρηση της παρ. 5 του άρθρου 74 Συντ. το 2001, το περιεχόμενο της οποίας συγκρουόταν ως αντιφατικό με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, η οποία δεν συμπεριελήφθη στο αναθεωρητικό διάβημα. Ως αποτέλεσμα, για τις βουλευτικές τροπολογίες ίσχυαν παράλληλα δυο διαφορετικές προθεσμίες. Η αντίφαση ήρθη με τον ΚτΒ το άρθρο 87 παρ. 2, του οποίου υιοθέτησε ουσιαστικά την πρόβλεψη της αναθεωρηθείσας διάταξης σύμφωνα με την οποία και η βουλευτική τροπολογία πρέπει να υποβληθεί τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια, το Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής ή την αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή. Δηλαδή βάσει και των άρθρων 74 παρ. 2 και 93 παρ. 2 ΚτΒ, οι τροπολογίες υποβάλλονται αφού έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία των νομοσχεδίων ή των προτάσεων νόμου στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή και επίκειται η έναρξη της συζήτησής τους εντός 3 ημερών, εκτός αν έχουν χαρακτηριστεί ως επείγοντα.
Ωστόσο η διάταξη του ΚτΒ δεν επέλυσε πλήρως τις ερμηνευτικές δυσχέρειες και συγχύσεις που ως σήμερα αναφύονται λόγω της διατήρησης, χωρίς αναθεώρηση, της παρ. 3 του άρθρου 74. Διορθωτική ερμηνεία που θα έκρινε το περιεχόμενο της παρ. 3 ανενεργό ή αυτή την ίδια lex imperfecta[9] [10], χωρίς δηλαδή καμία κανονιστικότητα δεν χωρεί λόγω της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και της ίδιας της υπεροχής και αυστηρότητάς του.
Ανυπερθέτως η παρ. 3 του άρθρου 74 Συντ. όχι μόνο δεν έχει περιέλθει σε αδρανή κατάσταση, αλλά εφαρμόζεται κατά παραπομπή του άρθρου 73 παρ. 4 στις περιπτώσεις των υποβαλλόμενων από αρχηγό κόμματος ή εκπρόσωπο ομάδας τροπολογιών, όταν εισάγεται νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου με κύριο αντικείμενο ένα εκ των θεμάτων που αναφέρει η συγκεκριμένη διάταξη. Δεν είναι μόνο η κανονιστική δύναμη[11] των διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και η ίδια η κοινοβουλευτική πράξη, που επιβεβαιώνουν την κανονιστική ισχύ του άρθρου. Κατά τα κοινοβουλευτικά ειωθότα, το εμπρόθεσμο μιας βουλευτικής τροπολογίας κρίνεται και βάσει της παρ. 3 του άρθρου 74 Συντ., και όχι των άρθρων 74 παρ. 5 εδάφιο δ’ και ε’ και 87 παρ. 2 ΚτΒ. Όχι μόνο επειδή οι βουλευτικές τροπολογίες βάσει της παρ.3 του άρθρου 74 μπορούν να υποβληθούν μέχρι και την παραμονή της συζήτησης, αλλά κυρίως επειδή στην περίπτωση αυτή εκπρόθεσμη τροπολογία μπορεί να γίνει δεκτή από την Κυβέρνηση, ενώ στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου η αμφισβήτηση θα αρθεί από την Βουλή. Σε περιπτώσεις δηλαδή όπου το εκπρόθεσμο είναι πρόδηλο, καταστρατηγείται η διάταξη της παρ. 5 κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 και την προβλεπόμενη συγκατάθεση της Κυβέρνησης.
Το ερμηνευτικό αυτό παράλογο της παράλληλης ή και συνδυαστικής εφαρμογής δύο διατάξεων με αντικρουόμενο περιεχόμενο ενισχύει το φαινόμενο του “κοινοβουλευτικού πλειοψηφισμού” ιδίως στην περίπτωση των μονοκομματικών Κυβερνήσεων όπου τα όρια Κυβέρνησης και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι δυσδιάκριτα, και αποδυναμώνει τελικώς τον ίδιο τον τυπικό χαρακτήρα του Συντάγματος και τη νομική του σημασία[12].
Παρά την διαπιστωμένη αστοχία του αναθεωρητικού νομοθέτη, σε καμία από τις επιγενόμενες αναθεωρήσεις του Συντάγματος δεν κρίθηκαν αναθεωρητέες οι παράγραφοι 4 του άρθρου 73 και 3 του άρθρου 74 Συντ., με αποτέλεσμα οι ερμηνευτικές τριβές και πρακτικές δυσχέρειες να χρονίζουν και να επιτείνονται λόγω και της αδυναμίας δικαστικού ελέγχου επί των ζητημάτων[13] αυτών. Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά την τελευταία αναθεώρηση στην προτείνουσα Βουλή[14], τέθηκε το ζήτημα της αναθεώρησης της παρ. 3 του άρθρου 74 Συντ., η οποία όμως δεν διαπίστωσε την ανάγκη αναθεώρησης της, παρά το ότι ο εισηγητής της πλειοψηφίας στην 1η Βουλή[15] και η πρόταση αναθεώρησης[16] της Κ.Ο. της οποίας την πρόταση ανέπτυσσε, ανέφεραν ως γενικό στόχο του αναθεωρητικού διαβήματος τον εξορθολογισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και δη την αναβάθμιση του ρόλου του Κοινοβουλίου.
ΙΙΙ. Β. 2. Η διαδικασία
Στην ενότητα των ορολογικών διευκρινήσεων σημειώθηκε ότι για τις συνοδευτικές εκθέσεις ισχύουν τα αυτά για τις βουλευτικές και υπουργικές τροπολογίες, δεδομένου ότι αμφότερες είναι μέσο νομοθέτησης και άρα δεσμεύονται από τις διατυπώσεις των σχετικών άρθρων που διαγράφουν τη διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων.
Πολλές εξ αυτών συγκεκριμενοποιούνται στον ΚτΒ και συγκεκριμένα το άρθρο 88 παρ. 2. Η προϊσχύσασα ρύθμιση ανέφερε ότι πριν το κείμενο κάθε τροπολογίας, εν είδει αιτιολογικής έκθεσης, παρατίθεντο οι λόγοι “που επιβάλλουν τις προτεινόμενες μεταβολές”. Ενώ το εδάφιο β’ της παρ. 2 του άρθρου 88 ΚτΒ όριζε πως οι υπουργικές τροπολογίες συνοδεύονται και από έκθεση αξιολόγησης συνεπειών της ρύθμισης. Αρχικά, η συγκεκριμένη ρύθμιση σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων[17] ίσχυε και για τις βουλευτικές τροπολογίες. Αλλαγή που επήλθε και τυπικώς με την τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής. Συγκεκριμένα, το ισχύον άρθρο 88 παρ. 2 του ΚτΒ, ως τροποποιήθηκε (βλ. ΦΕΚ της 10ης Απριλίου 2020, Α’ 81), ορίζει ρητώς τα εξής: «2. Πριν από το κείμενο κάθε τροπολογίας Υπουργών παρατίθεται σύντομη συνοπτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης που συμπεριλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις ενότητες (α) και (ε), καθώς και στοιχεία από τις ενότητες (β) και (δ) της παρ. 3 του άρθρου 85. Τροπολογίες Βουλευτών συνοδεύονται υποχρεωτικώς από συνοπτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις ενότητες (α) και (ε) της παρ. 3 του άρθρου 85.» 4. Οι ανωτέρω, υπό 1 έως 3, τροποποιήσεις του Κανονισμού της Βουλής τίθενται σε ισχύ το αργότερο κατά την έναρξη της Β΄ Συνόδου της ΙΗ΄ Περιόδου της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». Η Βουλή δι’ αυτού του τρόπου επεχείρησε, για λόγους ομοιόμορφης εφαρμογής και των διατάξεων του Ν. 4622/19 που αναφέρονταν στην ίδια ρυθμιστική ύλη, να εξομοιώσει τις βουλευτικές με τις υπουργικές τροπολογίες ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, που αφορούν τις συνοδευτικές εκθέσεις.
Ούτε το Σύνταγμα ούτε ο ΚτΒ καθιδρύουν υποχρέωση συμπερίληψης των εκθέσεων και της αιτιολογικής έκθεσης κατά την υποβολή της τροπολογίας, μιας και η παράλειψή τους δεν δημιουργεί ακυρότητα ούτε θέτει ζήτημα παραδεκτού της υποβολής ή της εισαγωγής τους προς συζήτηση. Η διατύπωση αυτών των κατευθύνσεων, που δεν θεμελιώνουν υποχρέωση[18] σε βάρος του προτείνοντος βουλευτή ή Υπουργού, επιτρέπουν μεν την ευελιξία που είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότητα της νομοθέτησης σε βάρος δε της συζητητικής και διαλεκτικής λειτουργίας του Κοινοβουλίου αλλά και της ορθολογικής νομοθέτησης. Τροπολογία δίχως αιτιολογική έκθεση αποκλείει τον διάλογο και τη διαβούλευση εντός της Βουλής, αποδυναμώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και την ελεγκτική της διάσταση. Δεν προτείνεται βέβαια μια υπέρμετρη αυστηροποίηση του νομοθετικού έργου, αλλά η πρόβλεψη διαδικαστικών αντίβαρων και αντισταθμισμάτων που θα αποτρέπουν την κατά το δοκούν νομοθέτηση από την πλειοψηφία, νοηματοδοτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την τυπικότητα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.
Άλλωστε και η σημαντικότερη εξ αυτών των εκθέσεων, η έκθεση από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους που υποβάλλεται σε περίπτωση που το περιεχόμενο μιας τροπολογίας προβλέπει δημοσιονομικές επιβαρύνσεις σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 Συντ. ζητείται κατά διακριτική ευχέρεια από τον Υπουργό και παραλείψει της δεν κωλύεται η συζήτηση στην Ολομέλεια. Εκτός των παραπάνω, η εφαρμογή του άρθρου 75 παρ. 2 Συντ. προσκρούει στην κοινοβουλευτική πραγματικότητα, όπου ακόμα και όταν ζητείται έκθεση από το Γενικό Λογιστήριο αυτό καλείται να την υποβάλλει εντός 3 ημερών επί τροπολογιών που έχουν υποβληθεί εκπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογιακή θέση του ΣτΕ[19], η συνυποβολή και συμπερίληψη των εκθέσεων αυτών δεν ελέγχεται δικαστικώς, λόγω του ότι αποτελούν ζητήματα που ανάγονται στην εσωτερική λειτουργία της Βουλής. Προτεινόμενες λύσεις διατυπώνονται στο 2ο μέρος του σημειώματος όπου αντλείται επιχείρημα από την ακολουθούμενη διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων, όπου η έκθεση επέχει θέση σύμφωνης γνώμης, η οποία μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς[20].
ΙΙΙ. Β. 3. Η σύνδεση του περιεχομένου της τροπολογίας με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου
Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί ίσως την πιο κακοφορμισμένη κοινοβουλευτική πρακτική που σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται και με το φαινόμενο της ανορθολογικής νομοθέτησης.
Το πρόβλημα της συνοχής και της προσληψιμότητας[21] του νόμου δεν είναι καινοφανές, αλλά απασχόλησε την θεωρία και τη νομολογία ήδη υπό το καθεστώς των Συντακτικών Πράξεων του 1945[22].
Το περιεχόμενο φυσικά το νόμου δεν είναι στατικό, αλλά διαμορφώνεται βάσει της κοινοβουλευτικής συζήτησης και επεξεργασίας. Οι τροπολογίες επιτελούν ακριβώς αυτή τη λειτουργία ένταξης τροποποιήσεων ή προσθηκών σε ένα κατατεθειμένο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου. Το φαινόμενο ωστόσο της παρεμβολής σωρείας άσχετων ή φωτογραφικών τροπολογιών, που ουδόλως σχετίζονται με το κύριο αντικείμενο του νόμου, διαρρηγνύει τη συνοχή των νομοθετημάτων, συμβάλλει σε έναν νομοθετικό υπερπληθωρισμό, επιτείνοντας την πολυνομία που καθιστά δυσεφάρμοστες τις διατάξεις των νόμων.
Το Σύνταγμα χρησιμοποιεί το επίθετο “άσχετη”, όχι για να αποκλείσει την υποβολή τροπολογιών συναφών προς το περιεχόμενο του νόμου, αλλά τροπολογιών που ως προς το κύριο αντικείμενο δεν έχουν καμία απολύτως σύνδεση. Είναι δηλαδή συνταγματικώς θεμιτή και παραδεκτή τροπολογία[23] που εμφανίζει συνάφεια ή εμπίπτει στη ρυθμιστική ενότητα γενικά του νομοσχέδιου ή της πρότασης νόμου, χωρίς να απαιτείται καθ’ ύλην ταύτιση με το κύριο αντικείμενο. Η έννοια του “ασχέτου” σημαίνει καταρχάς το πρόδηλο[24] της έλλειψης σύνδεσης με το κύριο αντικείμενο. Λόγω της κοινοβουλευτικής πρακτικής, το κύριο αντικείμενο του νόμου δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα ευκρινές, ιδίως όταν στον τίτλο του φέρει και την προσθήκη “και άλλες ή συναφείς διατάξεις”. Στην περίπτωση αυτή η διαπίστωση για την σύνδεση ή μη με το κύριο αντικείμενο καθίσταται δυσχερής, αν λάβουμε υπόψη ότι σε ακραίες περιπτώσεις[25] το περιεχόμενο πολλών τροπολογιών αναφέρεται στις “άλλες διατάξεις” που ωστόσο έχουν περιληφθεί στο νομοσχέδιο ή στην πρόταση νόμου. Η εισαγωγή προς συζήτηση νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμου κατά παρέκκλιση του εδαφίου β’ της παρ. 5 του άρθρου 74 Συντ., που περιέχουν δηλαδή διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενο, επιτρέπουν ακολούθως και την καταστρατήγηση του εδαφίου γ’ της ίδιας διάταξης, όπου οι τροπολογίες δεν συνδέονται με το κύριο αντικείμενο, αλλά με τις άσχετες διατάξεις.
Το εδάφιο στ’ παρ. 5 του άρθρου 74 Συντ. ορίζει ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή. Η Βουλή δηλαδή αποφαίνεται επί των εριζόμενων και αμφισβητούμενων ζητημάτων των παραπάνω εδαφίων και μεταξύ άλλων και για το περιεχόμενο των τροπολογιών και τη σύνδεση τους με το κύριο αντικείμενο του νόμου. Η πρόβλεψη του κοινοβουλευτικού αυτοελέγχου[26] δεν αποτελεί έρεισμα της αδυναμίας δικαστικού ελέγχου επί των ζητημάτων αυτών. Τον δικαστικό έλεγχο αποκλείει η υπαγωγή των περιπτώσεων αυτών στα interna corporis της Βουλής, η οποία σύμφωνα με εκπρόσωπο της θεωρίας είναι έμμεση[27], λόγω της διατύπωσης “δεν εισάγεται για συζήτηση”[28]. Αν ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να επιτρέψει τη διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου στα εσωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου, θα προέβλεπε ρητά “ποινή ακυρότητας” που κατά την ίδια[29] άποψη αποτελεί δικαιολογημένη εξαίρεση του άρθρου 93 παρ. 4 Συντ. Η νομολογία υιοθετεί μια αυστηρότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία σε κάθε περίπτωση οτιδήποτε ανάγεται στη συνοχή του νόμου καταλαμβάνεται από τα interna corporis και δεν ελέγχεται[30], αν και απόψεις[31] προερχόμενες από την μειοψηφία ασκούν κριτική στην παραπάνω αμετάβλητη θέση των δικαστηρίων.
IV. Αντί επιλόγου: Η ανάγκη επανακαθορισμού της τροπολογίας και τα interna corporis
Το πρόβλημα όμως δεν προκαλείται μόνο από την έλλειψη δικαστικού ελέγχου, η οποία είναι δικαιοπολιτικά δικαιολογημένη λόγω της κυριαρχίας του Κοινοβουλίου και της διάκρισης των λειτουργιών. Προκαλείται κυρίως από την αναποτελεσματικότητα του κοινοβουλευτικού αυτοελέγχου. Διερευνητέο είναι αν θα μπορούσαν να εισάγονται τροπολογίες εκπρόθεσμες και άσχετες με την ίδια ευκολία, αν ετίθετο αναλογικοί περιορισμοί όπως ανώτατο όριο υποβολής τροπολογιών ή δικαίωμα αρνησικυρίας της μειοψηφίας σε περιπτώσεις εκπρόθεσμων και άσχετων υπουργικών τροπολογιών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ως τώρα κατατιθέμενες προτάσεις σχετικές[32] με τον συνταγματικό επανακαθορισμό των τροπολογιών με την αναθεώρηση των οικείων άρθρων, οι οποίες ενισχύουν τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου χωρίς να συρρικνώνουν την εμβέλεια των interna corporis. Πολλές εξ αυτών, όμως, όπως η πιο πρόσφατη που κατατέθηκε[33] στην Θ’ Αναθεωρητική Βουλή το 2019, δεν αντιμετωπίζουν ενιαία το ζήτημα της ελλειμματικής συνταγματικής μηχανικής των διατάξεων που διέπουν την υποβολή και εισαγωγή τροπολογιών, με αποτέλεσμα να θεωρούνται επαρκείς αλλά όχι αναγκαίες συνθήκες για τη συνολική αναμόρφωση του θεσμού της τροπολογίας.
Ενώ, άλλες απόψεις προκρίνουν τον αναπροσδιορισμό των συστατικών στοιχείων των interna corporis[34] και τη διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου σε μέρος των εσωτερικών τυπικών στοιχείων του νόμου, όπως η συνοχή του, στις περιπτώσεις “εξόφθαλμων παραβάσεων”. Εμφιλοχωρεί βέβαια ο κίνδυνος της “δικαστικοποίησης” των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και της υπέρμετρης διεύρυνσης των περιπτώσεων που δεν καταλαμβάνονται από δικαστικό ανέλεγκτο, αν δεν προσδιορισθεί και οριοθετηθεί με σαφήνεια η έννοια των “εξόφθαλμων παραβάσεων”.
Η εξέταση τελικώς των παραπάνω ζητημάτων και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της μηχανικής των τροπολογιών δεν αφορά μόνο την ποιότητα της νομοθέτησης και του κοινοβουλευτισμού αλλά την ίδια την κανονιστικότητα του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος, η οποία δεν μπορεί να τίθεται υπό την αίρεση της κατίσχυσης των αποφάσεων και πρακτικών της πλειοψηφίας.
Το δεύτερο μέρος περιέχει στοιχεία συγκριτικού δικαίου, επισκόπησης της νομολογίας και ανάλυσης των προτεινόμενων λύσεων.
Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας
Μεταπτυχιακός φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Βενιζέλος Β. Ευάγγελος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2015, σελ. 408 επ.
[2] Δημοσθένους, Προς Λεπτίνην, Δ.Χ. Δουκάκης, Κοραής, Αθήνα, 1884, παρ. 91, σελ. 32.
[3] Κοντιάδης Ι. Ξενοφών, Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα, Γιατί απέτυχαν οι πολιτικοί θεσμοί;, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2015, σελ. 49 επ. και 60 επ..
[4] Κοντιάδης Ι. Ξενοφών, όπ.π., σελ. 41.
[5] Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006, σελ. 254.
[6] Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, όπ.π., σελ. 254.
[7] Μαυριάς Γ. Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδοση, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σελ. 700 και Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, επιμέλεια: Κοντιάδης Ξ. – Aνθόπουλος Χ. – Σπυρόπουλος Φ. – Γεραπετρίτης Γ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2017, σελ. 1179.
[8] Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, όπ.π., σελ. 254.
[9] Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, όπ.π., σελ. 254, όπου σημειώνει: “H νέα ρύθμιση για την προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών από βουλευτές […], η οποία έρχεται σε αντίθεση με την παλαιά, κακώς εισήχθη με την αναθεώρηση: Μη τηρηθείσης της αναθεωρητικής διαδικασίας σε δύο Βουλής, την οποία επιβάλλει το άρθρο 110 Συντ., η νέα ρύθμιση είναι ανίσχυρη ως αντιστυνταγματική”. “Από το 1951 που ο μετέπειτα καθηγητής Otto Bachof έθιξε στη διδακτορική του διατριβή (Verfassungswidrige Verfassungsnormen?) το πρόβλημα με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος, η νομική επιστήμη έχει αναπτύξει θεωρία και ειδικές ερμηνείες ως εργαλεία για την επίλυση του”, όπως σημειώνουν οι Παξινός Δημήτρης, Σπηλιόπουλος Ιωάννης, Χωρίς ισχύ το άρθρο 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, στην εφημερίδα «Καθημερινή» 04.06.2017.
[10] Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, όπ.π., σελ. 254.
[11] Μαυριάς Γ. Κώστας, όπ.π., σελ. 702.
[12] Μάνεσης Ι. Αριστόβουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Μέρος Ι, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.159 επ.
[13] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1182.
[14] Βλ. Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Προεδρία Ν. Βούτση, Αθήνα, 2019, σελ. 267 επ.
[15] Βλ. Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, την εισήγηση του Γενικού Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Γεωργίου Κατρούγκαλου, σελ. 9 επ.
[16] Βλ. Πρόταση του Προέδρου και Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, που κατατέθηκε με τον υπ. αριθμ. Πρωτ. 4636/2.11.2018 προς την Ειδική Γραμματεία Προέδρου Βουλής, ιδίως την σελίδα 3 που διαγράφονται οι στόχοι της αναθεώρησης
[17] Βλ. Εγχειρίδιο Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης και Εγχειρίδιο Νομοπαρασκευαστικής Μεθοδολογίας, Αθήνα, 2020, που οργανώνουν τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις των αρχών καλής νομοθέτησης βάσει των ν.4048/2012 και ν. 4622/2019
[18] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1168 και τις εκεί παραπομπές (Σπυρόπουλος Φ.) για την έννοια της υποχρεωτικώς ακολουθούμενης διαδικασίας και σελ. 1183 παρ. 24 για την δικαστική αντιμετώπιση των εννοιών της “κατεύθυνσης” και της “υποχρέωσης”.
[19] ΣτΕ 665/1978, 3845/1980, 4129,4130/1980, 444/1995, 452/2002, Ολομ. ΣτΕ 902,903/1981, 1721/1991, 3086/2011, ΣτΕ, 2370/1989, 2185/1994, 5406/1995, 808/2006 και για την έκθεση του ΓλΚ βλ. ιδίως ΣτΕ Ολ. 1852/1977.
[20] Μιλιώνης Αλ. Νικόλαος, Ελεγκτικό Συνέδριο, σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 344 που αναφέρεται ειδικώς στις σχέσεις του ΕΣ με τη Βουλή και ιδίως στην απόφαση 4/1988 του ΑΕΔ που έκρινε το ελέγξιμο της γνώμης του ΕΣ στην περίπτωση του άρθρου 73 παρ. 2 Συντ.
[21] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1182 επ.
[22] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1178, αλλά και σελ. 1183 όπου αναφέρει τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 237 – 262/1945.
[23] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1182.
[24] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1182.
[25] Βλαχόπουλος Σπ., Οι διαδικασίες προπαρασκευής, ψήφισης και παρακολούθησης της υλοποίησης των νόμων κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Βασικά χαρακτηριστικά και ελλείμματα, σε https://www.constitutionalism.gr/2018-vlahopoulos-kali-nomothetisi/ (τελευταία επίσκεψη: 16.1.2021), όπου αναφέρει σχετικώς: “Μια χαρακτηριστική περίπτωση απαντάται στον ν. 2538/1997 που φέρει τον τίτλο «Τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας για τα γεωργικά και κτηνιατρικά φάρμακα, ρύθμιση χρεών συνεταιριστικών οργανώσεων και άλλες διατάξεις». Στην αρμόδια Διαρκή Κοινοβουλευτική Επιτροπή επισημάνθηκε ότι από τα 74 άρθρα του νομοσχεδίου, τα 55 (δηλαδή τα ¾ των άρθρων του νομοσχεδίου) αναφέρονταν στις άλλες διατάξεις. Μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου κατατέθηκαν περί τις 100 τροπολογίες, αρκετές από τις οποίες ομοίου περιεχομένου, προϋπολογιζόμενης δαπάνης 41 δισεκατομμυρίων δραχμών. Παρόλα ταύτα, στην Ολομ ΣτΕ 3086/2011 μόνον ένα μέλος του Δικαστηρίου δέχθηκε ότι συντρέχει «σοβαρός λόγος να εισαχθεί εξαίρεση στην εν λόγω πάγια νομολογιακή θέση [περί της αδυναμίας δικαστικού ελέγχου των φερόμενων ως interna corporis της Βουλής] σε εξόφθαλμες παραβιάσεις του Συντάγματος». Χαρακτηριστική της νομολογιακής στάσης είναι και μια περίπτωση, η οποία δεν αφορά τους τυπικούς νόμους αλλά τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις: Σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1 του π.δ. 63/2005, στις κανονιστικές πράξεις πρέπει να αναγράφεται υποχρεωτικά το μέγεθος της δαπάνης που προκαλείται, η κατανομή της σε οικονομικά έτη, ο τρόπος αντιμετώπισής της, ο ΚΑΕ (Κωδικός Αριθμός Εξόδου) κλπ. Στο πλαίσιο του «Σχεδίου Αθηνά» το 2013 για τη συγχώνευση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, η συγχώνευση δύο Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και η μεταφορά ενός Τμήματος από μια πόλη σε άλλη, στο σχετικό δε π.δ. αναγραφόταν ως προκαλούμενη δαπάνη το ποσό των 950 ευρώ. Με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, προβλήθηκε με στοιχεία ότι η μεταφορά αυτή είχε κόστος πάνω από 500.000 ευρώ, αφού απαιτούνταν οικοδομικές εργασίες, κατασκευή θερμοκηπίων, εγκατάσταση μηχανολογικού εξοπλισμού κλπ. Η διοίκηση με το έγγραφο απόψεων στο ΣτΕ απάντησε ότι το ποσό των 950 ευρώ αφορούσε αλλαγή πινακίδων και σφραγίδων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ( ΣτΕ 1268/2016) απέρριψε την αίτηση ακύρωσης, με το σκεπτικό ότι «η αναγραφόμενη στο προοίμιο του προσβαλλόμενου διατάγματος δαπάνη των 950 ευρώ προορίζεται μόνο για την κάλυψη των αλλαγών στις σφραγίδες και πινακίδες του νέου ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, οι δε λοιπές δαπάνες καλύπτονται από τις επιχορηγήσεις προς τα συγχωνευθέντα ΤΕΙ …». Εάν δεν θέλουμε λοιπόν οι διατάξεις περί καλής νομοθέτησης να παραμείνουν μια απλή «σφραγίδα» χωρίς πρακτικά αποτελέσματα, θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της τήρησής τους.”
[26] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1181 – 1182.
[27] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1168 και την παραπομπή σε Σπυρόπουλο Φ.
[28] Μποτόπουλος Κ., Ανορθολογισμός και αντισυνταγματικότητα: Η διαιώνιση της παρεμβολής άσχετων διατάξεων σε νόμο, ΔιΔικ, 1994, σελ. 271 -273.
[29] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1168 και την παραπομπή σε Σπυρόπουλο Φ.
[30] Γεραπετρίτης Γ., σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, όπ.π., σελ. 1182 – 1186.
[31] Οι απόψεις αυτές περιλαμβάνονται στην απόφαση ΣτΕ 5406/1995 και στην Ολομ. ΣτΕ 3086/2011 στις οποίες μόνον ένα μέλος του Δικαστηρίου (στην 1η ο πρ. ΠΘ και Πρόεδρος ΣτΕ Π. Πικραμένος και στην 2η ο Σύμβουλος Β. Αραβαντινός) δέχθηκε ότι συντρέχει «σοβαρός λόγος να εισαχθεί εξαίρεση στην εν λόγω πάγια νομολογιακή θέση περί της αδυναμίας δικαστικού ελέγχου των φερόμενων ως interna corporis της Βουλής σε εξόφθαλμες παραβιάσεις του Συντάγματος», ενώ στην απόφαση 2705/2014 την άποψη αυτή εδέχθη και άλλο μέλος της σύνθεσης του ΣτΕ.
[32] Σκουρής Β., Η κρίση της νομοθετικής λειτουργίας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1987, σελ. 22 επ. , Γεραπετρίτης Γ., Η αναθεωρητική πορεία προς έναν έλλογο κοινοβουλευτισμό σε: Συλλογικό Έργο, Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, 2013, σελ. 27 – 38, η πρόταση του τ. Προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση σε: https://www.in.gr/2016/04/14/greece/protasi-boytsi-gia-sygkentrwsi-tropologiwn-se-aytonomo-nomosxedio και συνολικά οι προτάσεις των καθηγητών Σωτηρόπουλου Α. Δημήτρη – Χριστόπουλου Λ., Πολυνομία, Κακονομία και Γραφειοκρατία στην Ελλάδα, σε Διανέοσις, 2016.
[33]Πρακτικά Συνεδριάσεων Ολομέλειας, Συνεδρίαση ΝΑ’, 20.11.2019 επί της συζήτησης για τις αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος, σελ. 4991 – 4992 και Πρακτικά Επιτροπής Αναθεώρησης της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής, συνεδρίαση ΣΤ’ στις 16.10.2019, σελ. 224 και συνολικά το κείμενο της πρότασης σε: https://www.ethemis.gr/anakoinwseis-deltia-tupou/2019/
[34] Βλαχόπουλος Σπ., Οι διαδικασίες προπαρασκευής, ψήφισης και παρακολούθησης της υλοποίησης των νόμων κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Βασικά χαρακτηριστικά και ελλείμματα, σε https://www.constitutionalism.gr/2018-vlahopoulos-kali-nomothetisi/ (τελευταία επίσκεψη: 16.1.2021)