Ο πρόσφυγας είναι σαν μια κακοποιημένη γυναίκα που τρέχει για να γλιτώσει από αυτούς που την κακοποιούν, την προσβάλλουν, την βιάζουν. Σου χτυπάει την πόρτα, ικέτης και σου ζητάει άσυλο στο σπίτι σου. Στη γυναίκα αυτή δεν μπορείς να κλείσεις την πόρτα, λέγοντάς της ότι «δεν σε βίασα εγώ, συνεπώς δεν φταίω». Αυτό είπε ακριβώς ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, για τους πρόσφυγες από τη Συρία: «Εμείς δεν φταίμε για τα δεινά που υφίστανται». Αν κλείσεις την πόρτα στον κακοποιημένο άνθρωπο που σε ικετεύει για προστασία, δεν είσαι άνθρωπος αλλά γαϊδούρι (με όλο το συμπάθιο στα γαϊδούρια). Επομένως, η απάντηση είναι «Ναι, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχόμαστε τους πρόσφυγες», ενώ δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχόμαστε τους μετανάστες.
Αν πολλές κακοποιημένες γυναίκες σου χτυπήσουν την πόρτα επειδή το σπίτι σου είναι το πρώτο του χωριού και πλέον δεν υπάρχει χώρος, τότε έχεις κάθε δικαίωμα να πεις στους υπολοίπους του χωριού να μοιραστείτε την ευθύνη, καθώς μόνος σου δεν μπορείς να σηκώσεις το βάρος. Αυτό ακριβώς είναι η λογική του περίφημου μέτρου του relocation (μετεγκατάσταση) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), η υλοποίηση του οποίου όμως «σκοντάφτει» στη βούληση σπαγκοραμμένων Ευρωπαίων.
Εάν αντιθέτως, την πόρτα σου την χτυπήσει μια γυναίκα που ψάχνει δουλειά – αυτή είναι η ουσία της διάκρισης μετανάστη και πρόσφυγα (ο μετανάστης δουλειά ψάχνει να ζήσει) – τότε έχεις κάθε δικαίωμα να πεις στην γυναίκα «Συγνώμη, δεν έχω δουλειά να σου δώσω» και να κλείσεις ευγενικά την πόρτα. Δεν θα την δείρεις, ούτε θα την βασανίσεις, απλώς αφού δεν έχεις δουλειά δεν έχεις υποχρέωση να την κρατήσεις. Αν έχεις να της προσφέρεις εργασία θα την καλοδεχθείς. Επομένως, τους μετανάστες δεν έχουμε υποχρέωση να τους δεχόμαστε, εφόσον δεν είμαστε σε θέση να παρέχουμε αυτό το οποίο επιζητούν, ενώ τους πρόσφυγες έχουμε.
Η σχέση μεταξύ μεταναστευτικού, προσφυγικού, Δημοκρατίας
Ενίοτε είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τους μετανάστες από τους πρόσφυγες, καθώς η μήτρα και των δύο φαινομένων, της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, είναι περίπου κοινή. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε δυσκολίες, η υπέρβαση των οποίων θέλει σκέψη και υπομονή και κυρίως εύλογες ρεαλιστικές και ανθρώπινες στρατηγικές. Ο μόνος ρεαλισμός απέναντι σε ανθρώπους είναι η αξιοπρέπεια. Όσοι νομίζουν ότι με ρητορικές λύνουν το πρόβλημα είναι απλώς άσχετοι.
Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό έχουν γίνει σημεία αιχμής του λόγου των πολιτικών χώρων που επιβουλεύονται τον δημοκρατικό – φιλελεύθερο χαρακτήρα των πολιτευμάτων μας. Συνεπώς, το προσφυγικό αποτελεί το μεγαλύτερο ζήτημα για την κοινωνική συνοχή, το κράτος δικαίου και την δημοκρατία των κοινοτήτων μας. Δεχόμενοι τους πρόσφυγες, σώζουμε τη δημοκρατία μας. Εάν αντιθέτως, πούμε αυτό που σήμερα λέει η Ευρώπη πως «για να μην αναπτύσσεται η ακροδεξιά δεν θα πρέπει να έχουμε πρόσφυγες» τότε απλώς γινόμαστε το κτήνος που υποτίθεται ότι αποστρεφόμαστε.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου