Το Σύνταγμά μας χαρακτηρίζει ως βασική αποστολή του κράτους την παιδεία, σκοπός της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων (άρθρο 16, παρ. 2). Μέχρι πρότινος, υπό το φως και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, γινόταν δεκτό ότι ο όρος «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» σήμαινε πως οι μαθητές στο σχολείο πρέπει να μελετούν γενικά το θρησκευτικό φαινόμενο και άρα να διδάσκονται τα θρησκευτικά κατά τρόπο συστηματικό και επαρκή. Αυτό ίσχυε με την προϋπόθεση όμως το μάθημα να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα, δηλαδή σκοπός του να μην είναι η κατήχηση των παιδιών.
Ομολογιακός χαρακτήρας των θρησκευτικών και υποχρεωτικότητα θρησκευτικής εκπαίδευσης
Μια πρόσφατη απόφαση, ωστόσο, του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ 660/2018), που συνοδεύτηκε πάντως από ισχυρή μειοψηφία και εύλογες αντιδράσεις, ανέτρεψε την παγιωμένη αυτή ερμηνεία. Αξιοποιώντας κυρίως τη λεγόμενη ρήτρα επικρατούσας θρησκείας (που περιέχει το Σύνταγμα στο άρθρο 3) το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο τόνισε ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την παρουσίαση των δογμάτων, των ηθικών αξιών και των παραδόσεων της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας.Αναγνώρισε, δηλαδή, ρητά ως συνταγματική υποχρέωση τη διαφύλαξη του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να επανέλθουμε στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Είναι γεγονός ότι το ίδιο το Σύνταγμα φαίνεται να επιτάσσει τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Πρόκειται επομένως για συνταγματική υποχρέωση του νομοθέτη αλλά και του αρμόδιου υπουργού να εξασφαλίζουν ότι το μάθημα υπάρχει στην ύλη των σχολείων και διδάσκεται επαρκώς. Από εκεί και πέρα όμως, διανοίγονται επί της ουσίας δύο δυνατότητες, που αντιστοιχούν στα δύο βασικά μοντέλα που απαντώνται στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Ειδικότερα, όσο το μάθημα αποκτά πιο έντονα ομολογιακό και αυστηρά δογματικό χαρακτήρα, τόσο αποδυναμώνεται η απαίτηση μιας απροϋπόθετης υποχρεωτικότητας. Γιατί πρέπει να διαφυλάσσεται, σε κάθε περίπτωση, η θρησκευτική ελευθερία, τόσο των ίδιων των παιδιών όσο και των γονέων τους, η οποία προστατεύεται εξίσου από το Σύνταγμα. Πρέπει δηλαδή, να προβλέπεται η δυνατότητα δήλωσης απαλλαγής από το μάθημα, η οποία μάλιστα πρέπει να υποβάλλεται με τρόπο που δεν θα θίγονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του κάθε παιδιού.
Εφόσον όμως το μάθημα είναι θρησκειολογικού χαρακτήρα, με έμφαση βέβαια στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ορθοδοξίας, προφανώς δεν υπάρχει λόγος απαλλαγής από αυτό, καθώς θα εντάσσεται αρμονικά στο υπόλοιπο πρόγραμμα μαθημάτων, το οποίο στόχο έχει πάντα τη «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών», σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Υπό αυτήν την έννοια, η πιο ορθή ερμηνεία του Συντάγματος, υπό το φως και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι ότι, εφόσον γίνεται σεβαστή η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και άρα δεν θίγεται η θρησκευτική ελευθερία των μαθητών, η διδασκαλία των θρησκευτικών μπορεί να είναι υποχρεωτική, όπως εξάλλου και όλα τα υπόλοιπα μαθήματα.
Απόστολος Βλαχογιάννης
Δρ. Νομικής, Université Panthéon-Assas Paris II,
Μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΠ) στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο