Κατά το Σύνταγμα, οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση (ελεύθερη εντολή), χωρίς να δεσμεύονται από τις υποδείξεις των ψηφοφόρων τους. Η ελεύθερη εντολή εξειδικεύεται με τις λεγόμενες βουλευτικές ασυλίες.
Ειδικότερα, για κάθε γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων, οι βουλευτές δεν υπέχουν την οποιαδήποτε ευθύνη (ανεύθυνο του βουλευτή), εκτός από την περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπου όμως για τη δίωξη του βουλευτή απαιτείται προηγούμενη άδεια της Βουλής. Επίσης, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και εφόσον δεν χορηγηθεί άδεια της Βουλής δεν επιτρέπεται ποινική δίωξη του βουλευτή ή οποιοσδήποτε άλλος περιορισμός της προσωπικής του ελευθερίας (ακαταδίωκτο του βουλευτή), εκτός αν συντρέχει περίπτωση αυτόφωρου κακουργήματος. Ο βουλευτής έχει ακόμη απεριόριστο δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του (βουλευτικό απόρρητο). Εξάλλου, για την άσκηση του λειτουργήματός του, ο βουλευτής δικαιούται αποζημίωση και κάλυψη δαπανών, όπως επίσης συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια.
Στην πραγματικότητα, οι ανωτέρω προβλέψεις, που δεν αποτελούν ιδιαιτερότητα του ελληνικού Συντάγματος, δεν θεσπίζονται υπέρ του βουλευτή ως ατόμου. Έχουν αντίθετα το χαρακτήρα θεσμικών εγγυήσεων: μέσω της ανεμπόδιστης άσκησης των αρμοδιοτήτων του βουλευτή επιδιώκεται η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, δεν είναι νοητή η παραίτηση από το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο του βουλευτή. Αντίστοιχα, η καταβολή οικονομικών παροχών στους βουλευτές δικαιολογείται στη βάση της δημοκρατικής αρχής. Αποσκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας εκλογής ως βουλευτών και όσων δεν διαθέτουν εισοδήματα προς βιοπορισμό, εκτός από την εργασία τους.
Προβλήματα σε σχέση με τις ειδικές συνταγματικές ρυθμίσεις για τους βουλευτές
Οπωσδήποτε, στην πρακτική εφαρμογή των ανωτέρω προβλέψεων έχουν ανακύψει προβλήματα. Η μη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας δίωξης της Βουλής ακόμη και για πράξεις που δεν συνδέονται κατά κανένα τρόπο με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων (όπως πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα πριν από την ανάληψη των βουλευτικών καθηκόντων ή μη συμμόρφωση βουλευτή με δικαστική απόφαση ως προς τους όρους επικοινωνίας γονέων και τέκνων) έχει οδηγήσει σε καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λόγω παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη (κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Εν τω μεταξύ ο Κανονισμός της Βουλής έχει τροποποιηθεί, προκειμένου να αίρεται το ακαταδίωκτο του βουλευτή, εάν η πράξη για την οποία ζητείται η άρση δεν συνδέεται με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή ή η δίωξη δεν υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα. Εξάλλου, είναι αμφίβολο κατά πόσο η πρόβλεψη της βουλευτικής αποζημίωσης επαρκεί για να εμποδίσει την αναζήτηση εκ μέρους των (υποψηφίων ή εν ενεργεία) βουλευτών ιδιωτών χρηματοδοτών, με προδήλως αρνητικές συνέπειες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Γενικότερα, η ελεύθερη εντολή του βουλευτή δεν τον προστατεύει από πολιτικές κυρώσεις που μπορεί να υποστεί από το πολιτικό του κόμμα, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του και άρα παραβίασης της λεγόμενης κομματικής πειθαρχίας. Πράγματι, στη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία των κομμάτων ο ρόλος του βουλευτή εμφανίζεται, στην πράξη, ως ιδιαίτερα περιορισμένος.
Αναγκαιότητα οι ευχέρειες των βουλευτών
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν υφίστανται στην πραγματικότητα προνόμια των βουλευτών. Οι ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται ως προς τη νομική τους θέση είναι καταρχήν αναγκαίες για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Οι περιπτώσεις εσφαλμένης εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτών δεν αναιρούν τη δικαιολογητική τους βάση, ακόμη και αν επιβάλλουν επιμέρους τροποποιήσεις σε επίπεδο Συντάγματος, Κανονισμού της Βουλής ή ακολουθούμενης πρακτικής. Από την άλλη πλευρά, σημαντικά επιχειρήματα μπορούν να προβληθούν για την ενίσχυση του ρόλου των βουλευτών τόσο σε σχέση με τις ευχέρειες που τους παρέχονται από τη συνταγματική μας τάξη όσο και σε σχέση με την προστασία τους απέναντι σε δυνητικές πηγές διακινδύνευσης του έργου τους.
Στέλιος Κουτνατζής
Λέκτορας Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης