Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια σηματοδότησε μια βραχεία περίοδο μεταρρυθμίσεων, ιδίως στους τομείς της παιδείας, της οικονομίας και της γεωργίας. Παρά τις αξιόλογες προσπάθειες του Καποδίστρια προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης κράτους, στον Κυβερνήτη ασκήθηκε δριμύτατη κριτική για αυταρχισμό εξαιτίας της απουσίας συνταγματικού πολιτεύματος. Η αντικαποδιστριακή κίνηση κλιμακώθηκε και κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Κυβερνήτη (27/9/1831).
Τόσο η θέσπιση του τρίτου κατά σειρά Συντάγματος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας το 1827 όσο και η εκλογή του Κόμη Ι. Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη (Προέδρου) της Ελλάδας αποτελούσαν προσπάθειες προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της βαθιά τραυματισμένης από τις εσωτερικές διαμάχες εθνικής ενότητας. Ο Καποδίστριας ως ηγέτης της χώρας προσπάθησε να εξασφαλίσει το δυτικό προσανατολισμό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με τη θεσμική αναδιοργάνωσή του.
Στην προσπάθειά του να επιτύχει τους παραπάνω στόχους, ο Κυβερνήτης προέβη στη συγκρότηση ενός «προσωπικού καθεστώτος». Η αναστολή της ισχύος του Συντάγματος της Τροιζήνας, που έλαβε χώρα με ψήφισμα της Βουλής (18/01/1828), αποτέλεσε αναμφίβολα μια πραξικοπηματική ενέργεια.
Στο πλαίσιο του νέου πολιτειακού καθεστώτος, ο Καποδίστριας θεσμοθέτησε το «Πανελλήνιον», ένα 27μελές συλλογικό όργανο με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Με το Β’ Ψήφισμα της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως της 22/6/1829, γνωστό και ως «Ψήφισμα της Γερουσίας», το Πανελλήνιον διαδέχθηκε η Γερουσία, όργανο επίσης συμβουλευτικού χαρακτήρα.
Οι θεσμικές αυτές εξελίξεις σηματοδοτούσαν τη στροφή της καποδιστριακής πολιτείας προς αυταρχικότερες κατευθύνσεις, με τη σταδιακή απομάκρυνση από το ιστορικό-θεσμικό κεκτημένο της περιόδου της Εθνεγερσίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι, με άλλο Ψήφισμα (22/07/1829) της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως, «επικυρώθηκε» η πολιτειακή μεταβολή που είχε επέλθει με την αναστολή της ισχύος του Συντάγματος της Τροιζήνας. Ούτε όμως και αυτή η νομική μεθόδευση αρκούσε, προκειμένου να νομιμοποιήσει τη συντελεσθείσα συνταγματική εκτροπή.
Το προσωπικό καθεστώς του Κυβερνήτη στηρίχθηκε μονόπλευρα στη συγκεντρωτική διαχείριση της εξουσίας και τη δρομολόγηση αλλαγών εκ των άνω. Η κατάργηση της συνταγματικής τάξης που είχε εγκαθιδρυθεί με το Σύνταγμα της Τροιζήνας αποτέλεσε την αφετηρία μίας παρατεταμένης περιόδου απολυταρχικής διακυβέρνησης (1828-1844). Η αντίδραση των αντιπάλων του Καποδίστρια κλιμακώθηκε και κατέληξε στη δολοφονία του Κυβερνήτη το 1831.
Το πρόωρο τέλος της Καποδιστριακής Πολιτείας
Η εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Καποδίστρια στην Ελλάδα κάλυψε σειρά κρίσιμων τομέων όπως η παιδεία, η γεωργία, η ναυτιλία, οι ένοπλες δυνάμεις κ.α. Αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τοπικά και συντεχνιακά συμφέροντα προκειμένου να οργανώσει μια ισχυρή τοπική εξουσία. Η πολιτική του αυτή, σε συνδυασμό με τον αυταρχισμό του, οδήγησαν σε αιματηρές εξεγέρσεις εναντίον του με αποκορύφωμα την αυτοκαταστροφή του ελληνικού στόλου στον Πόρο το καλοκαίρι του 1831.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, μέσα σε ένα ηλεκτρισμένο πολιτικό κλίμα, δύο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη δολοφόνησαν τον Καποδίστρια έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, θέτοντας πρόωρο τέλος στην «Καποδιστριακή πολιτεία».
Το ανεφάρμοστο Ηγεμονικό Σύνταγμα της μετά-Κοποδίστρια εποχής
Μετά το θάνατό του, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση υιοθέτησε το λεγόμενο « Ηγεμονικό Σύνταγμα» (1832), με το οποίο εγκαθιδρυόταν πολίτευμα κοινοβουλευτικής συνταγματικής μοναρχίας. Με αυτό το συνταγματικό χάρτη, επιχειρούνταν ένας συγκερασμός της μοναρχικής αρχής με το φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα της συνταγματικής κληρονομιάς του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η προσπάθεια αυτή απέβη ατελέσφορη, καθώς το «Ηγεμονικό Σύνταγμα» του 1832 ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Η «κατά συνέχειαν Δ’ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις», η οποία συνήλθε κατά το ίδιο έτος (1832), αφού ακύρωσε το συντακτικό έργο της προκατόχου της Ε’ Εθνικής Συνελεύσεως, ενέκρινε την εκλογή από τις «Προστάτιδες Δυνάμεις» (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) του Όθωνα, γιου του Βασιλιά Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, ως «Βασιλέως της Ελλάδος».
Πηγή: Τα Ελληνικά Συντάγματα και η Ιστορία τους (1797-1875), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2012.