Γίνεται συχνά λόγος για το αναιμικό ενδιαφέρον ή την παθητική στάση του πολίτη ως προς τα δημόσια πράγματα. Η τρέχουσα πολιτική απάθεια λέγεται ότι ριζώνει πάνω σε ένα τριπλό έλλειμμα: την έλλειψη χρόνου (διότι ο κόσμος είναι κατά προτεραιότητα υποχρεωμένος να βγάζει τα προς το ζην)· την έλλειψη γνώσης (με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά ενημερωμένοι ή και ικανοί προς διαχείριση των πολιτικών προβλημάτων)· και την έλλειψη κουλτούρας συμμετοχής.
Κανένα από τα παραπάνω, βέβαια, δεν είναι κατ’ ανάγκη και ανεξάλειπτο γνώρισμα ή μοιραία συνθήκη της ζωής των ατόμων. Ούτε δικαιολογούν, αντιθέτως θρέφονται από την αντίληψη ότι η πολιτική είναι υπόθεση ενός ημίκλειστου κλαμπ ειδικών και επαγγελματιών της πολιτικής. Δεν είναι δημοκρατικά ανεκτό να συζητιέται το όλο θέμα, φλερτάροντας με την αντίληψη ότι οι πολίτες δεν λογίζονται ίσοι ως προς την πολιτική τους ιδιότητα και ικανότητα.
Κοινωνικά πειράματα και έρευνες, εξάλλου, έχουν δείξει ότι «ανειδίκευτοι πολίτες», εφόσον τους δοθεί ικανή πληροφόρηση και χρόνος, μπορούν να κατανοήσουν, να συζητήσουν και να τοποθετηθούν ακόμη και για τα πιο σύνθετα πεδία και ζητήματα πολιτικών αποφάσεων. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την «κουλτούρα συμμετοχής» τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά: Οι άνθρωποι μαθαίνουν να συμμετέχουν συμμετέχοντας· κι εφόσον η συμμετοχή τους δεν ισοδυναμεί με συναίνεση σε ήδη ειλημμένες αποφάσεις.
Η συμμετοχική Δημοκρατία: Εκφάνσεις και ιδέες περαιτέρω εφαρμογής
Τελευταία, ως απάντηση στα παραπάνω, προτείνεται στην πολιτική θεωρία, αλλά και σε επίπεδο κοινής γνώμης και διεκδικήσεων, η έννοια-αίτημα της «συμμετοχικής δημοκρατίας» (participatory democracy). Οι θιασώτες της φιλοδοξούν να αναζωογονήσουν την ιδέα ότι οι πολίτες έχουν δικαίωμα και υποχρέωση στη συν-διαμόρφωση της συλλογικής ζωής, και επιστρατεύουν τη θεσμική τους φαντασία να εισηγηθούν μορφές ενεργητικής συμμετοχής των πολιτών, άλλες και πέραν από την κλασική συμμετοχή σε εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων.
Εισάγονται έτσι, διάφορες ιδέες ή πειραματισμοί, όπως λ.χ. ο «συμμετοχικός προϋπολογισμός» (μια διαδικασία συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τους στόχους και την κατανομή δημοσίων πόρων) ή η «διαβουλευτική δημοσκόπηση» (επιλογή ενός τυχαίου αντιπροσωπευτικού δείγματος πολιτών και εμπλοκή τους σε διαβούλευση σχετικά με τρέχοντα ζητήματα ή για την υποβολή προτάσεων δημόσιας πολιτικής). Οι περισσότεροι εστιάζουν στο ρόλο που μπορεί να παίξει η χρήση του διαδικτύου στο «βάθεμα και πλάτεμα» της συμμετοχής των πολιτών, ενώ άλλοι κάνουν λόγο για τη ζωτική ανάγκη συνύπαρξης των θεσμών αντιπροσώπευσης με λογικές άμεσης δημοκρατίας (βλ. νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους των πολιτών, διενέργεια δημοψηφισμάτων κ.ά.).
Υπάρχουν πράγματι, ερεθιστικές ιδέες όσο και υποσχόμενες εφαρμογές, σε κατεύθυνση εμπλουτισμού του ρεπερτορίου συμμετοχής του πολίτη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως ότι η ιδιότητα του πολίτη δεν καθίσταται μεν ενεργή μονάχα την ημέρα των εκλογών, μα ούτε και περιμένει ευφάνταστες προτάσεις και μεταρρυθμίσεις για να ενεργοποιηθεί. Είναι ήδη παρούσα – και ενδυναμώνεται – στην άσκηση ενός συνόλου θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία έκφρασης και επικοινωνίας, οι ελευθερίες συνένωσης και συνάθροισης, οι διάφορες δυνατότητες νόμιμου ελέγχου της δράσης των Αρχών κ.ά.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (1762), μεμφόταν τους Άγγλους της εποχής του, στα πρώτα χρόνια του κοινοβουλευτισμού, γιατί νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, ενώ στην ουσία είναι ελεύθεροι μία φορά μόνο στα πέντε χρόνια, τη μέρα των εκλογών. Το αντίδοτο σε μια τέτοια φενάκη μπορεί πράγματι να είναι η συμμετοχική δημοκρατία, αρκεί να τιμάει και τους δύο της όρους, συμμετοχική (ενίσχυση της συμμετοχής) και δημοκρατία (εκδημοκρατισμός της κοινωνικής και πολιτικής ζωής) – όσο όμως και τον υπονοούμενο όρο της, που είναι η ελευθερία (το σύνολο των θεμελιωδών, ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων).
Στέργιος Μήτας
Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.