Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις αποτέλεσε όχι μόνο το σώμα που κατήρτισε το Σύνταγμα του 1844, αλλά και το βήμα από όπου εξαγγέλθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη η πολιτική πρόταση της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία επρόκειτο να δεσπόσει στον εθνικό βίο μέχρι το 1922. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) προκάλεσε νέα έξαρση των εθνικών πόθων, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος σηματοδότησε την χρεοκοπία των 3 ξενικών κομμάτων (φιλοαγγλικού, φιλογαλλικού, φιλορωσικού) και άνοιξε το δρόμο για την ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων.
Το Σύνταγμα που προήλθε το Μάρτιο του 1844 από τις εργασίες του Σώματος με την ονομασία «Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ήταν, από συνταγματικής απόψεως, μια συνταγματική συνθήκη, με άλλα λόγια, ένα συμβόλαιο ανάμεσα στο μονάρχη και το Έθνος («Σύνταγμα-συνάλλαγμα»). Το Σύνταγμα αυτό εγκαθίδρυσε εκ νέου το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας και είχε ως πρότυπά του κυρίως το γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το βελγικό Σύνταγμα του 1831.
Στο πλαίσιο του πολιτεύματος που καθιέρωνε το Σύνταγμα του 1844, προβλεπόταν η ύπαρξη δύο νομοθετικών σωμάτων, της Βουλής και της Γερουσίας. Όπως όλα τα ελληνικά Συντάγματα, το Σύνταγμα του 1844 υιοθετούσε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και περιλάμβανε τον κατάλογο των βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Οι εκτεταμένες αρμοδιότητες του μονάρχη
Ο νέος συνταγματικός χάρτης, αποτελώντας ένα σύμφωνο ανάμεσα στο μονάρχη και το Έθνος, αναγνώριζε στον τελευταίο εκτεταμένες αρμοδιότητες. Ο Βασιλιάς διέθετε το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, καθώς επίσης και την αρμοδιότητα διορισμού των μελών της Γερουσίας και των δικαστικών λειτουργών.
Το Σύνταγμα του 1844 υιοθετούσε τη μοναρχική αρχή, καθώς ο μονάρχης αποτελούσε το φορέα της κυριαρχίας, αναγνωριζόμενος ως το ανώτατο όργανο του κράτους και ως ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας˙ η νομοθετική εξουσία ανήκε επίσης στο Βασιλιά – ο οποίος είχε και την αρμοδιότητα κύρωσης των νόμων- από κοινού με τα δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία. Οι βουλευτές, οι οποίοι δε μπορούσαν να είναι λιγότεροι από 80, εκλέγονταν για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονταν από το Βασιλιά ισοβίως και ο αριθμός τους είχε οριστεί στους 27, αν και αυτός ο αριθμός μπορούσε να αυξηθεί, εφόσον παρίστατο ανάγκη και κατά βούληση του μονάρχη, αλλά δεν μπορούσε να υπερβεί το ήμισυ του αριθμού των βουλευτών.
Καθιερωνόταν η ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του Βασιλιά, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε. Η δικαιοσύνη απέρρεε από το Βασιλιά και απονεμόταν εν ονόματί του από τους δικαστές, οι οποίοι διορίζονταν από το μονάρχη.
Τέλος, η ίδια Συνέλευση ψήφισε τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844. Ο νόμος αυτός υπήρξε ο πρώτος εκλογικός νόμος στην Ευρώπη που καθιέρωσε -ουσιαστικώς- την καθολική ψηφοφορία (για τον άρρενα μόνο πληθυσμό).
Η έξωση του Βασιλιά
Παρά το γεγονός ότι ο Όθωνας είχε αποδεχθεί την εγκαθίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχε γνήσια πρόθεση να το σεβαστεί και παραβιάζοντας τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα του Συντάγματος, προσπάθησε να συγκεντρώσει όσο περισσότερη πολιτική εξουσία μπορούσε. Ο μονάρχης δε σεβάστηκε ούτε καν τις συνταγματικές διατάξεις που του παραχωρούσαν ευρείες εξουσίες. Προσπαθώντας να επιβάλλει τις προσωπικές πολιτικές του, αποξενώθηκε τελικά από τον ελληνικό λαό και το διογκούμενο κύμα δυσαρέσκειας κατέληξε στην έξωση του Βασιλιά.
Τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862, η πολιτική αναταραχή εξελίχθηκε σε εξέγερση, η οποία ανάγκασε τον Όθωνα να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τη χώρα. Με νέα απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ένας Δανός πρίγκιπας επιβλήθηκε ως νέος Βασιλιάς. Ο Γεώργιος Α’, «Βασιλιάς των Ελλήνων» (και όχι πλέον της Ελλάδος), βασίλευσε από το 1863 έως το 1913, ενώ η δυναστεία του επρόκειτο να βασιλεύσει, με διαλείμματα, έως την οριστική κατάργηση της μοναρχίας το 1974.
Πηγή: Τα Ελληνικά Συντάγματα και η Ιστορία τους (1797-1875), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2012.