Ιστορικά, εχθροί του Συντάγματος ήταν όσοι εναντιώνονταν στη θέσπισή του, είτε γιατί έχαναν κεκτημένα προνόμιά τους (τέτοιοι ήταν αρκετοί από τους παλαιούς Ευρωπαίους μονάρχες, οι αυλικοί και οι ευγενείς που τους υποστήριζαν) είτε, γενικότερα, γιατί θεωρούσαν ότι με το Σύνταγμα περιορίζονταν «ανεπίτρεπτα» οι εξουσίες τους.
Όταν δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την ψήφιση Συντάγματος ούτε να το καταργήσουν ευθέως, ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο τα πρόσωπα αυτά αντιδρούσαν στην εφαρμογή του ήταν να παραβιάζουν συστηματικά όσες από τις διατάξεις του τούς ενοχλούσαν περισσότερο. Και τούτο, με στόχο να επιβάλλουν στην πράξη την ανέλεγκτη εξουσία τους. Έτσι, είτε νόθευαν το Σύνταγμα, διατηρώντας το μόνο προσχηματικά σε ισχύ (όπως ο Μουσολίνι ανάμεσα στο 1922 και το 1925) είτε το καταργούσαν ευθέως με πραξικόπημα˙ και τούτο για να επιβάλουν, με τη μια ή την άλλη μορφή, δικτατορία (όπως π.χ. οι δύο Ναπολέοντες στη Γαλλία, τον 19ο αιώνα, τα κομμουνιστικά κόμματα, ο φασισμός, ο ναζισμός και οι λογιών-λογιών στρατιωτικές χούντες, στον 20ό αιώνα).
Οι κρυφοί εχθροί του Συντάγματος
Στις μέρες μας, συνηθέστερη είναι η περίπτωση των «κρυφών» εχθρών του Συντάγματος. Οι τελευταίοι σπανίως επιβάλλονται με την ισχύ των όπλων. Συνήθως προτιμούν να κυβερνούν με εκλογές, τις οποίες κερδίζουν χειραγωγώντας μεθοδικά τους πολίτες. Από τη στιγμή, εν τούτοις, που εκλεγούν, οι σύγχρονοι εχθροί του Συντάγματος, αδιαφορούν για την τήρησή του. Ακριβέστερα, το εφαρμόζουν επιλεκτικά, με στόχο όχι την απροσχημάτιστη εκτροπή, αλλά τη διαιώνιση της παραμονής τους στην εξουσία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το πετυχαίνουν περιορίζοντας την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, είτε άμεσα (με πιέσεις, απειλές και εν ανάγκη με βία σε βάρος συγκεκριμένων δικαστών), είτε έμμεσα (επεμβαίνοντας με νόμους στα οργανωτικά ζητήματα της Δικαιοσύνης).
Τα τελευταία χρόνια, τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας. Με άλλα λόγια, οι σύγχρονοι εχθροί του Συντάγματος δεν αποβλέπουν τόσο στην επιβολή ανοιχτής δικτατορίας, όσο στη συρρίκνωση του κράτους δικαίου, μέσω της αποδυνάμωσης του φυσικού φύλακά του, ο οποίος, στην εποχή μας, δεν είναι άλλος από τον δικαστή.
Στην Ελλάδα, η απήχηση του Συντάγματος στο λαό ήταν ανέκαθεν τόσο μεγάλη, που από την ψήφιση του πρώτου μετεπαναστατικού Συντάγματος, το 1844, ελάχιστοι ήταν οι εχθροί του που ζήτησαν ευθέως την κατάργησή του. Ακόμη και οι τρεις πιο γνωστοί δικτάτορες της νεότερης ιστορίας μας – ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος – αφού κατέλυσαν το Σύνταγμα, θέλησαν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, να το αντικαταστήσουν με άλλο, αυτή τη φορά δικής τους εμπνεύσεως.
Το ίδιο συνέβαινε και με τα κόμματα που αντιτάσσονταν ιδεολογικά προς το Σύνταγμα, είτε στο δεξιό είτε στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Σπανίως τόλμησαν να διατυπώσουν δημόσια την αντίθεσή τους, προτιμώντας να το λένε εμμέσως, με καταγγελίες κατά των πολιτικών του «διεφθαρμένου συστήματος» και των «ελίτ». Σε κάθε περίπτωση, η απήχησή των κομμάτων αυτών ήταν περιορισμένη.
Αντίθετα, εχθρούς του Συντάγματος, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, βρίσκει κανείς σε όλα τα κόμματα, με σημαντικές πάντως αποχρώσεις ως προς την ένταση και το εύρος των αντιρρήσεών τους.
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος