Το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι ένα γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα (τυπικό Σύνταγμα). Είναι ένα ενιαίο γραπτό κείμενο, αποτελούμενο από 120 άρθρα (γραπτό), το οποίο δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, δηλαδή, να τροποποιηθεί, παρά μόνο με τη διαδικασία που το ίδιο προβλέπει στο άρθρο 110 του κειμένου του (αυστηρό). Η αυστηρότητα του Συντάγματος και η διάκρισή του από τους κοινούς νόμους, αλλά και ο θεμελιακός του χαρακτήρας, αφού όλες οι εξουσίες ασκούνται όπως το ίδιο ορίζει (άρθρο 1 παρ.3), προσδίδουν σ’ αυτό τον χαρακτήρα του θεμελιώδους νόμου, προς τον οποίο δεν μπορεί να αντίκειται κανένας άλλος εθνικός κανόνας δικαίου.
H διαφορά τυπικής ισχύος, δηλαδή, της μεγαλύτερης κανονιστικής δύναμης του Συντάγματος έναντι των νόμων, γεννά το ζήτημα ποιος δικαιούται να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων, δηλαδή αν ένας νόμος συγκρούεται κατά περιεχόμενο με το περιεχόμενο του Συντάγματος ή ψηφίστηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που το ίδιο προβλέπει.
O κοινοβουλευτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
Καταρχάς, κατά την ψήφιση ενός νόμου από τη βουλή, αρμοδιότητα να ελέγχει τη συνταγματικότητα του υπό ψήφιση (σχεδίου ή πρότασης) νόμου έχει το Κοινοβούλιο. Πρόκειται για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, που, παρότι δεν προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα, ασκείται από το κοινοβούλιο, αφού αυτό αποτελεί συντεταγμένο όργανο του κράτους που οφείλει να τηρεί το Σύνταγμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, κατά το στάδιο της καταρχήν ψηφίσεως του νόμου, ο Πρόεδρος της βουλής και κάθε βουλευτής ή μέλος της κυβέρνησης μπορεί να υποβάλλει ένσταση περί της αντισυνταγματικότητας της ή των διατάξεων του υπό ψήφιση νόμου, καθώς και, μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας, ένσταση αντισυνταγματικότητας για κάθε τροπολογία που κατατέθηκε. Η αντισυνταγματικότητα μπορεί να αφορά τόσο το περιεχόμενο του νόμου όσο και την παραβίαση των διαδικαστικών διατάξεων του Συντάγματος. Επί της ένστασης αυτής αποφασίζει η βουλή.
Μετά την ψήφιση του νόμου, γίνεται δεκτό ότι έλεγχο αντισυνταγματικότητας μπορεί να ασκεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ), που οφείλει να εκδώσει και να δημοσιεύσει τους νόμους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.1 του Συντάγματος. Μέσα στην προθεσμία αυτή, ο ΠτΔ μπορεί να αναπέμψει στη βουλή τον ψηφισμένο νόμο, για λόγους αντισυνταγματικότητας.
Πάντως, κατά την κρατούσα άποψη στη συνταγματική θεωρία, μόνο για λόγους τυπικής αντισυνταγματικότητας, δηλαδή ότι κατά την ψήφιση του νόμου παραβιάστηκαν οι διαδικαστικές διατάξεις του Συντάγματος, μπορεί ο ΠτΔ να αναπέμψει τον ψηφισμένο νόμο στη βουλή. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αναπέμψει τον νόμο στη βουλή για λόγους ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας, δηλαδή διότι το περιεχόμενό του αντίκειται στο περιεχόμενο του Συντάγματος. Αν το σχέδιο ή η πρόταση νόμου ψηφιστεί εκ νέου από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ο ΠτΔ εκδίδει και δημοσιεύει το κείμενο του νόμου εντός δέκα ημερών, υποχρεωτικά. Να σημειωθεί, πάντως, ότι μέχρι και σήμερα δεν ασκήθηκε η αρμοδιότητα της αναπομπής (βέτο αναβλητικής αρνησικυρίας) από κανέναν ΠτΔ.
Ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας των νόμων από τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας – Ο δικαστικός έλεγχος
Μετά την ψήφισή του νόμου από τη βουλή έλεγχο αντισυνταγματικότητας μπορούν να ασκήσουν, καταρχήν, τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας (διοικητικά όργανα) που καλούνται να τον εφαρμόσουν. Και αυτό, διότι τα όργανα αυτά υποχρεούνται να εφαρμόζουν και να τηρούν το Σύνταγμα. Στη νομολογία έχει γίνει, ήδη, δεκτό ότι τα διοικητικά όργανα μπορούν να μην εφαρμόζουν τις προδήλως αντισυνταγματικές νομοθετικές διατάξεις που καλούνται να εφαρμόσουν.[1] Ως προδήλως αντισυνταγματικές διατάξεις πρέπει κυρίως να θεωρούνται αυτές που έχουν κριθεί ως αντισυνταγματικές με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων.
Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έλεγχο συνταγματικότητας μπορούν να ασκούν και αρχές που καλούνται να επιλύσουν εξωδίκως τις ανακύπτουσες διαφορές μεταξύ ιδιωτών ή μεταξύ των διοικούμενων και της Διοικήσεως, όταν καλούνται να εφαρμόσουν νόμο που αντίκειται κατά περιεχόμενο στο Σύνταγμα.
Ο σπουδαιότερος, όμως, θεσμός του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που παράγει και τις σπουδαιότερες έννομες συνέπειες είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.
Στη χώρα μας, ισχύει, καταρχήν, ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, κάθε δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στη δικαστική ιεραρχία, τον κλάδο δικαιοσύνης στον οποίο υπάγεται και το είδος της διαφοράς που καλείται να επιλύσει, έχει την αρμοδιότητα να ασκεί έλεγχο αντισυνταγματικότητας επί του εφαρμοστέου, στη διαφορά που εκδικάζει, νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο Σύνταγμα. Έτσι, ο έλεγχος ασκείται από τα δικαστήρια είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικού ισχυρισμού του διαδίκου.
Τα δικαστήρια ελέγχουν μόνον αν το νόημα του νόμου αντίκειται στο νόημα του Συντάγματος. Ελέγχουν, δηλαδή, μόνον την ουσιαστική και όχι την τυπική αντισυνταγματικότητα του νόμου. Δεν ελέγχουν την τήρηση των διαδικαστικών διατάξεων του Συντάγματος, την εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα, τους συνταγματικούς κανόνες δηλαδή που αφορούν στη διαδικασία επεξεργασίας, κατάθεσης, συζήτησης και ψήφισης των νόμων και στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών οργάνων για την ψήφισή τους, στοιχεία που ανήκουν στο εσωτερικό της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού σώματος και δεν ελέγχονται, ενόψει της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών και της αυτονομίας του κοινοβουλίου.
Τα δικαστήρια σε περίπτωση αντισυνταγματικότητας απλώς δεν εφαρμόζουν τον νόμο και δεν τον ακυρώνουν, όπως στα συστήματα του συγκεντρωτικού ελέγχου, με απόφαση που ισχύει μόνο για τους διαδίκους της ένδικης διαφοράς.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος
Εξάλλου, το Σύνταγμα προβλέπει μορφές συγκέντρωσης του ελέγχου. Έτσι, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, όταν αποφασίζει για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου, διότι εξεδόθησαν αντίθετες αποφάσεις δύο εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων περί της συνταγματικότητάς της, εκδίδει απόφαση η οποία ισχύει έναντι όλων και δεσμεύει όλα τα δικαστήρια και όλους τους διαδίκους. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος, τμήμα ανωτάτου δικαστηρίου, όταν καταλήγει στην αντισυνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα αυτό στην Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου.
Η πιλοτική δίκη του άρθρου 1 του ν.3900/2010
Νομοθετική μορφή, τέλος, συγκέντρωσης του ελέγχου,
αποτελεί και η πιλοτική δίκη του άρθρου 1 του ν.3900/2010. Σύμφωνα με τη διαδικασία
αυτή, το ΣτΕ μπορεί να επιλαμβάνεται διαφορών που ανήκουν στην αρμοδιότητα ενός
τακτικού διοικητικού δικαστηρίου είτε ύστερα από αίτηση διαδίκου είτε μετά από
απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, όταν ανακύπτει στην εκκρεμή διαφορά ένα ζήτημα
γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες σ’ ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων.
Κατά κανόνα τα ζητήματα της πιλοτικής δίκης αποτελούν ζητήματα
συνταγματικότητας. Ωστόσο, σε αντίθεση με την απόφαση του ΑΕΔ, η απόφαση επί
της πιλοτικής δίκης δεν δεσμεύει τα άλλα δικαστήρια, πλην του δικαστηρίου της
υποκείμενης δίκης, ούτε άλλους διαδίκους.
[1] ΣτΕ 2087/2008 (σκ.7), 1805/2008 (σκ.6).
Βαρβάρα Μπουκουβάλα
Πρωτοδίκης Δ.Δ.-Δ.Ν.