Το ερώτημα αυτό προκαλεί ένα άλλο, προκριματικό, πιο ουσιώδες και κρίσιμο ερώτημα: ποιό Σύνταγμα είναι κακό και ποιά είναι τα κριτήρια για να κάνουμε μια τέτοια διάκριση;
Η λειτουργία του Συντάγματος
Τα Συντάγματα από τότε που εμφανίστηκαν, κυρίως με την αμερικανική και γαλλική επανάσταση, έχουν τον χαρακτήρα ενός δεσμευτικού για όλους, χωρίς εξαίρεση, τους πολίτες συμβολαίου, το οποίο θέτει τους βασικούς κανόνες οργάνωσης του κράτους, τον τρόπο ανάδειξης των οργάνων που ασκούν την εξουσία, εμποδίζει τη συγκέντρωση της εξουσίας στα ίδια πρόσωπα, κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τέλος, προστατεύει τις μειονότητες ή τις μειοψηφίες.
Έτσι, τα Συντάγματα κατοχυρώθηκαν ιστορικά ως κείμενα, τα οποία δεν καθορίζουν μόνο τη δομή της εξουσίας με στόχο να υπάρχει μια σταθερότητα στην πολιτική ζωή και να μην επιλύονται οι κοινωνικές διαφορές με τη βία ή με βάση το αυθαίρετο καπρίτσιο του ηγεμόνα, αλλά επιτελούν και μια ιδεολογική αποστολή: την αποτελεσματική κατοχύρωση της αρχής της πλειοψηφίας και του κράτους δικαίου. Ως εργαλείο οργάνωσης της πολιτείας υιοθετήθηκαν σιγά σιγά από σχεδόν όλα τα κράτη του πλανήτη. Ωστόσο, δεν επιτελούν όλα την ιδεολογική λειτουργία, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω.
Πολλά από αυτά είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της εξουσίας και δεν κατοχυρώνουν ή, το συνηθέστερο, δεν κατοχυρώνουν αποτελεσματικά ούτε την αρχή της πλειοψηφίας, ούτε τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Πολλοί φτάνουν στο σημείο να μην αναγνωρίζουν καν τον όρο Σύνταγμα σε τέτοια κείμενα. Ωστόσο, δεν παύουν παρά ταύτα να είναι όλα Συντάγματα.
Είναι «κακά» αυτά τα Συντάγματα;
Εκτός από ακραίες περιπτώσεις, που είναι μάλλον σπάνιες στον πλανήτη (π.χ. και η Βόρεια Κορέα ή το Τουρκμενιστάν έχουν συνταγματικό χάρτη), τα περισσότερα Συντάγματα περιέχουν – τουλάχιστον στα χαρτιά – τις ρυθμίσεις που καλύπτουν, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, όλες τις λειτουργίες τις οποίες καλείται ιστορικά να επιτελέσει ένα Σύνταγμα. Είναι δε άλλο το ζήτημα το ποια είναι η πραγματικότητα επί του εδάφους και πώς λειτουργεί στην πράξη η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Επομένως, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κακό είναι ένα Σύνταγμα, όταν στο ίδιο του το κείμενο τίθενται αδικαιολόγητοι περιοριστικοί όροι στην κατανομή της εξουσίας σε περισσότερους από έναν φορείς της ή/και στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών. Ωστόσο, η κρίση αυτή είναι εξόχως υποκειμενική και δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί ένα αντικειμενικά αποδεκτό μέτρο κατάταξης σε μια υποθετική κλίμακα συνταγματικής επιτυχίας ή αποτυχίας.
Αυτό οδηγεί, περαιτέρω, στο συμπέρασμα ότι και ένα λιγότερο καλό (κατά την αντίληψή του καθενός από εμάς) Σύνταγμα οφείλουμε να το σεβόμαστε και να μην το παραβιάζουμε. Είναι το κοινωνικό μας συμβόλαιο και η εγγύηση ύπαρξης μιας στοιχειώδους κοινωνικής ειρήνης και πολιτισμένης συμβίωσης μεταξύ μας.
Η υποκειμενική κρίση για τον προσδιορισμό του «κακού» Συντάγματος
Η παραβίαση και η υπονόμευση ενός έστω όχι καλού ή δυσλειτουργικού Συντάγματος, στο όνομα της επίτευξης ακόμη και ενός οφθαλμοφανώς καλύτερου, έχει τεράστιο κόστος, μεγαλύτερο από το κόστος του σεβασμού του και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε εμφύλιες συγκρούσεις. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επισημαίνουμε και να στηλιτεύουμε τις ατέλειες ενός συνταγματικού χάρτη και να επιδιώκουμε ένα δημόσιο διάλογο, με σκοπό την αναθεώρησή του, δηλαδή την αλλαγή του, με σεβασμό όμως, των διαδικασιών που το ίδιο προβλέπει.
Όταν πάλι πρόκειται για ένα δεσποτικό συνταγματικό κείμενο που και τυπικά «αποθεώνει» τις εξουσίες αυτού που τις κατέχει και δεν επιτρέπει την με νόμιμα μέσα αλλαγή του – κάτι που είναι μάλλον σπάνιο – τότε (και μόνο τότε) δεν μένει άλλος δρόμος από την ανοικτή αμφισβήτηση και παραβίασή του. Εκεί, ο μόνος δρόμος που απομένει σε κάθε δημοκράτη πολίτη, είναι η προσπάθεια ανατροπής αυτού που πράγματι είναι το προβληματικό στην πολιτεία. Και αυτό είναι κυρίως το αυταρχικό πολιτικό καθεστώς, του οποίου το «Σύνταγμα» είναι απλό φύλλο συκής.
Χρήστος Ράμμος
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.