Η αξίωση του νόμου να τον υπακούμε έχει κάτι το απόλυτο: αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, τότε αυτός αναγκαστικά εφαρμόζεται. Αν τον πάρουμε τοις μετρητοίς, ο νόμος πρακτικά διεκδικεί να ρυθμίζει τη συμπεριφορά μας κατά προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου προτύπου ή εκτίμησής μας, άσχετα δηλαδή από τον αν θεωρούμε αυτό που μας ζητάει να κάνουμε, εν προκειμένω, καλό ή κακό, χρήσιμο ή άχρηστο, συμφέρον ή μη. Για να υπογραμμίσει ακριβώς τη δεσμευτικότητα αυτή, άλλωστε, κάθε νομικό σύστημα είναι εξοπλισμένο με έναν μηχανισμό καταναγκασμού. “Dura lex, sed lex” (Σκληρός νόμος, αλλά νόμος), έλεγαν οι παλιοί Λατίνοι νομομαθείς.
Το εντυπωσιακό όμως, που διακρίνει τον νόμο από άλλους τρόπους ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι το γεγονός ότι η δικαιολογία που μας δίνει για να τον εφαρμόσουμε εμπράκτως και κατά προτεραιότητα είναι ότι είναι ακριβώς ο ίδιος ο νόμος που μας το ζητάει να το κάνουμε. Πού στηρίζει, άραγε, ο νόμος αυτή την “αυθεντία” του;
Η αυθεντία του νόμου
Σε παλαιότερες εποχές οι άνθρωποι συνέχεαν το καλό και το δίκαιο με τις αξιώσεις που έντυναν πίσω από το όνομα του νόμου διάφορα ιερατεία και εγκόσμιοι επιστάτες του Θεού, της Φύσης ή του Λόγου. Ο νόμος τους δεν θα μπορούσε παρά να είναι καλός, αλλιώς δεν θα ήταν νόμος. Σήμερα, τέτοια αντίληψη μας φαίνεται αδιανόητη. Οφείλουμε να υπακούσουμε τον νόμο απλά και μόνον επειδή μας το ζητάει, ό,τι και αν μας ζητάει (λ.χ. να καταδίδουμε υποχρεωτικά τους οικείους μας που διαφωνούν με το καθεστώς, όπως στη ναζιστική Γερμανία); Όχι βέβαια! Το γεγονός ότι ο νόμος διεκδικεί, αξιώνει την εφαρμογή του από εμάς, μας αρέσει δεν μας αρέσει, απλώς μεταφέρει το ζήτημα ένα σκαλί ψηλότερα, δηλαδή στο αν είναι πράγματι νομιμοποιημένη η εξουσία αυτών που τον θέτουν.
Στις σημερινές δημοκρατικές περιστάσεις, το ότι ο νόμος διεκδικεί την εφαρμογή του γενικά και αφηρημένα, δηλαδή από τον καθένα μας εξ ίσου, αναδεικνύει το ζήτημα της νομιμοποίησης της νομοθετικής εξουσίας με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι παλιά. Θεωρούμε νομιμοποιημένη την εξουσία όταν η δράση της – εν προκειμένω, η νομοθέτηση – ανταποκρίνεται σε κάποιες θεμελιώδεις γενικές προδιαγραφές που η τήρησή τους θα δικαιολογούσε την απαίτηση της από τον καθένα μας να την υπακούει, ακόμη και αν διαφωνεί.
Η δημοκρατική νομοθέτηση – Το καθήκον υπακοής
Κάτι τέτοιο δεχόμαστε σήμερα ότι συντρέχει ακριβώς όταν ο σχηματισμός της πολιτικής βούλησης που αποτυπώνεται στον κάθε επιμέρους νόμο μπορεί να αναχθεί, εν μέρει τουλάχιστον, στον καθένα από εμάς που καλούμαστε να τον εφαρμόσουμε, όταν δηλαδή πρόκειται για τον νόμο ενός δημοκρατικού νομοθέτη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος της δημοκρατικής νομοθέτησης συμπεριλαμβάνει και έναν πρόσθετο όρο που αρκετοί θεωρούν διακριτό: ότι ο νόμος, για να δεσμεύει, θα πρέπει να μην αντιβαίνει τις θεμελιώδεις ελευθερίες του ατόμου και του πολίτη.
Τέτοιοι όροι, είτε αφορούν την οργάνωση της νομοθέτησης είτε το περιεχόμενό της, συγκροτούν έναν θεμελιώδη πυρήνα του τι θεωρούν κατά βάση οι κοινωνίες μας καλό και δίκαιο, σε πολιτικό τουλάχιστον επίπεδο. Έτσι, στο βαθμό που υλοποιούν το ιδανικό μιας δίκαιης κοινωνίας, οι θεσμοί της πολιτείας μας αξιώνουν και την εκούσια υπακοή μας, επειδή τεκμαίρουμε κατ’ αρχήν ότι θα αποφασίσουν και δίκαια.
Γνωρίζουμε, όμως ότι η δημοκρατία, ως διαδικασία εύρεσης του ορθού, δεν παύει να είναι ένα ατελές σύστημα. Μια παρορμητική ή πρόσκαιρη πλειοψηφία, ένας δημόσιος χώρος εποικισμένος από ιδιωτικά Μέσα ενημέρωσης, η επιρροή ισχυρών διεθνών οικονομικών παραγόντων, όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν και συχνά οδηγούν μια Δημοκρατία στο να φτιάξει κακούς νόμους. Αν όμως μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ότι η Δημοκρατία που διέπραξε το σφάλμα αυτό κατά βάση είναι μια πραγματική Δημοκρατία, όπου τα δικαιώματα γίνονται σεβαστά και έχουν πραγματικό αντίκρισμα, τότε πράγματι θα μπορούσε αυτή να αξιώσει την εκούσια υπακοή μας ακόμη και στους νόμους της που θεωρούμε κακούς.
Στο συμπέρασμα αυτό συνεπικουρεί και μια άλλη σκέψη: είμαστε πάντα τόσο βέβαιοι για την ορθότητα της δικής μας κρίσης για την ηθική ποιότητα του νόμου απέναντι στην πλειοψηφία, που τον εγκρίνει; Για να είναι δίκαιη μια Δημοκρατία αρκεί να δίνει την πραγματική ευκαιρία στο ορθό να πείσει, όχι και να το υιοθετήσει οπωσδήποτε.
Η σοβαρή αδικία ως όριο στην υπακοή
Ωστόσο, το καθήκον υπακοής έχει αυτονόητο όριο την σοβαρή αδικία. Τι σημαίνει σοβαρή αδικία, φυσικά παραλλάσσει. Το κατώφλι της δεν μπορεί παρά να πέφτει όσο περισσότερο δίκαιες είναι οι περιστάσεις του συστήματος. Είναι, ωστόσο αναγκαίο, να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο βαθιά και αν πιστεύουμε ότι πάσχει σοβαρά η ηθική ποιότητα του νόμου, αυτό δεν μας απαλλάσσει από τον κίνδυνο να υποστούμε τις έννομες συνέπειες που επιφέρει η παραβίασή του, αν την πεποίθηση αυτή δεν συμμερίζονται και τα αρμόδια όργανα της πολιτείας.
Το να αψηφήσει κάποιος τον κακό νόμο, αρνούμενος την εφαρμογή του, είναι κάτι που κάνει ιδίω κινδύνω. Η πολιτική ανυπακοή, άλλωστε, ίσως να αποτελεί υπό τις περιστάσεις τον κατάλληλο τρόπο να φέρει κανείς με έμφαση το ζήτημα της αδικίας ενός νόμου στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής και να κινητοποιήσει για την αποκατάστασή της. Αρκεί να είναι διατεθειμένος να αναλάβει και το ρίσκο.
Τάκης Χ. Ανδρέας
Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Μεθοδολογίας του Δικαίου Νομικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.