Σύμφωνα με το Σύνταγμα, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι υφυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του. Μπορούν να διακριθούν τρεις μορφές ευθύνης των υπουργών, ως μελών της Κυβέρνησης: η πολιτική, η ποινική και η αστική ευθύνη που μπορούν να συνεπάγονται αντιστοίχως την παύση, την επιβολή ποινικών κυρώσεων και την αποκατάσταση της ζημίας.
Η πολιτική ευθύνη
Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται καταρχάς από τη Βουλή: τα μέλη της Κυβέρνησης λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής ως προς τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους (κοινοβουλευτικός έλεγχος). Ως έσχατο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, η Βουλή είναι δυνατόν, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (άρα, με τα σημερινά δεδομένα των 300 βουλευτών, με 151 ψήφους), να εκφράσει τη δυσπιστία της προς την Κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της, οπότε, αντιστοίχως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεωτικά απαλλάσσει την Κυβέρνηση από τα καθήκοντά της ή ο Πρωθυπουργός υποχρεούται να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την παύση του συγκεκριμένου Υπουργού και το διορισμό άλλου στη θέση του.
Η αποτελεσματικότητα του κοινοβουλευτικού ελέγχου της Κυβέρνησης είναι πάντως περιορισμένη. Έτσι, ουδέποτε στην ελληνική μεταπολιτευτική συνταγματική ιστορία έχει γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης ή μέλους της. Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται εν τέλει από το λαό, μέσω των βουλευτικών εκλογών.
Η ποινική ευθύνη
Ως προς την ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών ισχύουν λεπτομερειακές συνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν αποκλίσεις σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα κατά την ποινική νομοθεσία. Οι ειδικές αυτές διατάξεις λειτουργούν ως θεσμική εγγύηση, προκειμένου τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να παρεμποδίζονται από προσχηματικές διώξεις εναντίον τους. Την αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης δίωξης κατά μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχει, κατά το Σύνταγμα, η Βουλή.
Σχετικά στοιχεία που τυχόν προκύπτουν στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, δικαστικής ή διοικητικής, διαβιβάζονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στη Βουλή. Η σχετική διαδικασία ενώπιον της Βουλής προβλέπει δύο στάδια: σε ένα πρώτο στάδιο, μετά από την υποβολή πρότασης δίωξης από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές, η Βουλή αποφασίζει τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Σε ένα δεύτερο στάδιο, στη βάση του πορίσματος της επιτροπής, η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Και για τις δύο ανωτέρω αποφάσεις της Βουλής απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (άρα, σήμερα, η θετική ψήφος των 151 από τους 300 βουλευτές).
Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πολιτικών διώξεων, το Σύνταγμα προβλέπει επίσης έναν χρονικό περιορισμό (αποσβεστική προθεσμία). Η αρμοδιότητα της Βουλής ως προς την άσκηση δίωξης μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά τη βουλευτική περίοδο της τέλεσης του αδικήματος ή έως το τέλος της δεύτερης συνόδου της επόμενης περιόδου. Μπορεί να ασκηθεί, συνεπώς, εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου από μια διετία από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου κατά την οποία τελέσθηκε το αδίκημα. Στην περίπτωση, ιδίως, που στην επόμενη βουλευτική περίοδο δεν καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να διαλυθεί αμέσως η Βουλή, η ανωτέρω προθεσμία συντέμνεται ακόμη περισσότερο.
Η βραχύτατη αποσβεστική προθεσμία οδηγεί συχνά σε αδυναμία καταλογισμού ποινικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πλέον ευρύτατη πολιτική και επιστημονική συναίνεση ως προς την ανάγκη αναθεώρησης της σχετικής διάταξης. Απόκλιση από τα γενικώς ισχύοντα προβλέπεται και ως προς την αρμοδιότητα για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων που ανατίθεται, κατά το Σύνταγμα, σε Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου.
Η αστική ευθύνη
Αντίθετα, ως προς την αστική ευθύνη ισχύουν καταρχήν οι γενικές διατάξεις. Σύμφωνα με αυτές, σε περίπτωση παράνομων πράξεων ή παραλείψεων μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού, για την αποκατάσταση της ζημίας ευθύνονται «σε ολόκληρο» το Δημόσιο και ο ίδιος. Με άλλα λόγια, και οι δύο ευθύνονται σε αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας, ο ζημιωθείς έχει όμως το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά.
Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής
Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης