Τον τελευταίο καιρό με αφορμή τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης καθώς και δηλώσεις του αρμόδιου Υπουργού Εσωτερικών, αλλά και του Πρωθυπουργού, γίνεται λόγος για την καθιέρωση νέου εκλογικού συστήματος που θα αντικαταστήσει το ήδη ισχύον εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που ψήφισε η Βουλή κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, το καλοκαίρι του 2016 (Ν. 4406/2016). Άλλωστε, η κατάργηση του συστήματος της απλής αναλογικής, η οποία στην χώρα μας έχει συνδεθεί ιστορικά και όχι άδικα με την ακυβερνησία, υπήρξε μία από τις κορυφαίες προεκλογικές δεσμεύσεις του σημερινού κυβερνώντος κόμματος όταν ήταν στην Αντιπολίτευση.
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η ανάλυση του οποιουδήποτε εκλογικού συστήματος προτείνει ή ακούγεται ότι προτείνει η κυβέρνηση, γιατί μέχρι τώρα δεν έχουμε δει κάτι χειροπιαστό, που να αποτελεί αντικείμενο σχολιασμού, αλλά η σύνδεση της ψήφισης του νέου εκλογικού συστήματος με την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η συζήτηση για το νέο εκλογικό σύστημα στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος
Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος συνδέεται, μέχρι στιγμής ανεπίσημα, με την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει την ισχύ του εκλογικού συστήματος που θα ψηφισθεί σε μία κοινοβουλευτική περίοδο από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός κι αν το σχέδιο ή η πρόταση νόμου που το καθιερώνει υπερψηφισθεί από τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλ. τουλάχιστον 200 βουλευτές.
Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση αναθεώρησης της διάταξης προς την κατεύθυνση της μείωσης του ορίου για την ισχύ του εκλογικού συστήματος από τις επόμενες εκλογές (π.χ. τα τρία πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλ. τουλάχιστον 180 βουλευτές) και υπερψήφισης του νέου εκλογικού συστήματος με αυτήν την συγκριτικά μειωμένη πλειοψηφία, θα άλλαζε ο χρόνος ισχύος του εκλογικού συστήματος από τις μεθεπόμενες στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Σημειωτέον ότι το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος είναι στα αναθεωρητέα άρθρα, εφόσον η αναθεώρησή του ψηφίσθηκε από την προηγούμενη Βουλή με 155 ψήφους, πλην, όμως, η κατεύθυνση που δόθηκε στην αναθεώρηση αυτής της διάταξης ήταν προς την καθιέρωση πάγιου αναλογικού εκλογικού συστήματος και όχι της ρήτρας περί του χρόνου ισχύος του εκλογικού συστήματος που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Έτσι, οι σκέψεις για την καθιέρωση του χρόνου ισχύος του επιγενόμενου νέου εκλογικού συστήματος από τις επόμενες εκλογές προσκρούουν σε πολλά εμπόδια, πολιτικού και κυρίως συνταγματικού χαρακτήρα.
Εμπόδια για την καθιέρωση του χρόνου ισχύος του νέου εκλογικού συστήματος
Η αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος από την παρούσα Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή ως προς την ρήτρα του χρόνου ισχύος του εκλογικού συστήματος, εάν αυτό είναι δυνατό, που θα εξεταστεί αμέσως κατωτέρω, απαιτεί πλειοψηφία τουλάχιστον των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών (180) σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 3 του Συντάγματος, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η αναθεώρηση αυτής της διάταξης υπερψηφίστηκε μεν από την απόλυτη πλειοψηφία, όχι, όμως, από την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. με πλειοψηφία άνω των 151 όχι όμως και 180.
Σε αυτή την περίπτωση, με δεδομένη την κατηγορηματική άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, απαιτείται η σύμπραξη οπωσδήποτε του ΚΙΝΑΛ (158 βουλευτές ΝΔ + 22 βουλευτές ΚΙΝΑΛ = 180 βουλευτές), κάτι που δεν είναι βέβαιο.
Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο συνταγματικά το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό, καθότι θα προσέκρουε στην κρατούσα άποψη στην θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 110 Σ, αλλά και κυρίως στην συνταγματική πρακτική που διαμορφώθηκε στις Ζ΄ και Η΄ Αναθεωρητικές Βουλές και τις αντίστοιχες προαναθεωρητικές αυτών που δέχθηκαν αυτήν την ερμηνεία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την κρατούσα αυτή άποψη η Αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται από την πρόταση της προαναθεωρητικής όχι μόνο ως προς την διάταξη αλλά και ως προς την κατεύθυνση που δίνει η προαναθεωρητική Βουλή στην αναθεωρητέα διάταξη. Δεδομένου ότι η προηγούμενη Βουλή ως προαναθεωρητική, έδωσε ως κατεύθυνση για την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος την καθιέρωση πάγιου αναλογικού εκλογικού συστήματος και όχι την ρήτρα του χρόνου ισχύος του εκλογικού συστήματος τότε η παρούσα Αναθεωρητική Βουλή δεν μπορεί να αναθεωρήσει το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς το ζήτημα αυτό, αλλάζοντας την απαιτούμενη πλειοψηφία για την ισχύ του από τις επόμενες εκλογές από τα δύο τρίτα στα τρία πέμπτα.
Η άποψη αυτή είναι μία ενδιάμεση άποψη μεταξύ αυτής που υποστηρίζει ότι η Αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται μόνο από τις αναθεωρητέες διατάξεις που αποφάσισε η προαναθεωρητική Βουλή, αλλά είναι αδέσμευτη ως προς το περιεχόμενό τους και εκείνης που υποστηρίζει την πλήρη δέσμευση της Αναθεωρητικής από τις διατάξεις και το περιεχόμενο που αποφάσισε και καθόρισε η προαναθεωρητική. Την άποψη αυτή ακολούθησε τελικά μετά από έναν ζωηρό επιστημονικό και κοινοβουλευτικό διάλογο εκείνη την εποχή και η παρελθούσα προαναθεωρητική Βουλή, παρότι η τότε κυβερνητική πλειοψηφία υποστήριζε αρχικά την τρίτη άποψη από τις παραπάνω.
Δεδομένων των ανωτέρω ως προς την κρατούσα σε θεωρία και πρακτική άποψη, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι δεν ενδείκνυται θεσμικά η Αναθεωρητική Βουλή να αλλάζει την ερμηνεία που δίνει σε μία συνταγματική διάταξη, τοσούτω μάλλον σε αυτήν του άρθρου 110 του Συντάγματος, ανάλογα με την εκάστοτε πλειοψηφία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής περιόδου. Από την συνέντευξη του Πρωθυπουργού στην Δ.Ε.Θ. δεν κατέστη σαφές εάν η κυβέρνηση υιοθετεί επίσημα την κρατούσα άποψη ή αυτήν που της αποδίδουν ανεπίσημα ότι ασπάζεται, αν και φραστικά αποσυνέδεσε την αλλαγή του εκλογικού συστήματος από την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος. Είναι, όμως, ενδεχόμενο ότι την κρατούσα άποψη θα υιοθετήσει πολιτικά το ΚΙΝΑΛ, οι ψήφοι του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, είναι απαραίτητοι για την αναθεώρηση αυτής της διάταξης.
Εδώ, όμως, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι και στην περίπτωση της αμφιλεγόμενης αναθεώρησης του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος δεν μπορούν καταρχήν να αλλάξουν πολλά για τις επόμενες εκλογές σε περίπτωση που το εκλογικό σύστημα τροποποιηθεί σε χρόνο πριν την αναθεώρηση του άρθρου αυτού, εκτός κι αν η Αναθεωρητική Βουλή θελήσει να δώσει αναδρομική ισχύ στην διάταξη που θα περιλαμβάνει και την αλλαγή στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, κάτι συνταγματικά αμφισβητήσιμο που αναμένεται να συναντήσει πολιτικές, νομικές ακόμη ίσως και δικαστικές αντιδράσεις για παραβίαση του άρθρου 110 του Συντάγματος.
Κατά συνέπεια, συνταγματικά ασφαλές θα ήταν σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και με την αμφιλεγόμενη αλλαγή στην ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή του άρθρου 110 του Συντάγματος ως προς την δέσμευση της Αναθεωρητικής από την προαναθεωρητική Βουλή, το νέο εκλογικό σύστημα να ψηφισθεί μετά την θέση σε ισχύ της Αναθεώρησης του Συντάγματος.
Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου