Όσοι επιχειρούν να αποσυνδέσουν τη συζήτηση για τον εκλογικό νόμο από το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εφαρμοστεί παραγνωρίζουν το γεγονός ότι
ιδανικό εκλογικό σύστημα, ανεξαρτήτως πολιτικών και κομματικών συνθηκών, δεν υπάρχει. Από την άλλη πλευρά, το εκλογικό σύστημα θα επηρεάσει άμεσα το πολιτικό και κομματικό περιβάλλον και, κατά συνέπεια, ο σχεδιαστής του πρέπει εξ’ αρχής να αποσαφηνίσει τους στόχους που επιδιώκει.
Μέχρι την εκλογική αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα χαρακτηριζόταν από την αποσυσπείρωση του εκλογικού σώματος και την αποδόμηση του προϋπάρχοντος κομματικού συστήματος, μετά από τις δίδυμες εκλογές του 2012. Η νέα δομή του κομματικού συστήματος δεν δικαιολογούσε τη ρύθμιση του εκλογικού νόμου που προέβλεπε πριμοδότηση 50 εδρών για το πρώτο κόμμα.
Αλλά και μετά την ανάδυση ενός νέου τύπου δικομματισμού στις πρόσφατες εκλογές, όπου η δύναμη των δύο πρώτων κομμάτων υπερβαίνει το 70% των ψήφων, δεν θα ήταν σκόπιμο να επιστρέψουμε στο προηγούμενο μοντέλο ενίσχυσης της κυβερνησιμότητας. Ορθολογικότερη εμφανίζεται η επιλογή να συναρτάται ο αριθμός των επιπλέον εδρών που λαμβάνει το πρώτο κόμμα με την εκλογική του δύναμη.
Οι σκέψεις για υιοθέτηση του γερμανικού συστήματος και για παροχή δικαιώματος ψήφου στους Έλληνες του εξωτερικού
Μια πρόταση που έχει υποστηριχθεί επίμονα αφορά την υιοθέτηση του λεγόμενου γερμανικού συστήματος. Όμως, η ενίσχυση της τοπικής αντιπροσώπευσης είναι σε δυσαρμονία με την πρόταση των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών. Οι μονοεδρικές περιφέρειες ενδέχεται να οδηγήσουν σε μη εκλογή υποψηφίων με πολύ υψηλή δημοφιλία και, πάντως, στην υποαντιπροσώπευση των μικρότερων κομμάτων στις μονοεδρικές, οι οποίες αποτελούν το εγγύτερο προς τον ψηφοφόρο πεδίο έκφρασης της πολιτικής του βούλησης.
Εξίσου περίπλοκος είναι ο σχεδιασμός των ρυθμίσεων για την παροχή δικαιώματος ψήφου στους Έλληνες του εξωτερικού. Σκοπεύει η κυβέρνηση, όπως δημοσιοποιήθηκε, να δώσει δικαίωμα ψήφου σε όλους τους ομογενείς που θα εγγραφούν σε εκλογικούς καταλόγους, ανεξαρτήτως αν έχουν διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα, δηλαδή σε 2 εκατομμύρια Έλληνες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας και των υπολοίπων ηπείρων; Μήπως θα πρέπει να τεθούν σαφή κριτήρια ακόμη και για τους Έλληνες εξωτερικού που είναι ήδη εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους;
Κρίσιμο είναι, επίσης, εάν από τους ψηφοφόρους του εξωτερικού θα εκλέγονται βουλευτές «εξωτερικού» ή η ψήφος τους θα προσμετράται σε επίπεδο εκλογικών περιφερειών. Η δεύτερη περίπτωση φαίνεται πως είναι εγγύτερη στις σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι επιβεβλημένο να διευκολυνθεί η δυνατότητα ψήφου για τις εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων που έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Όμως, η συλλήβδην παροχή του δικαιώματος αυτού σε όλους τους ομογενείς δεν θα αποτελούσε θετική εξέλιξη για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.
Μόνο όσοι Έλληνες του εξωτερικού είναι ήδη εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους να παραμείνουν εγγεγραμμένοι σε αυτούς θα ήταν ορθότερο να απολαμβάνουν το δικαίωμα της εξ’ αποστάσεως ψήφου.
Σε κάθε περίπτωση, για όλα τα προηγούμενα ζητήματα η κυβέρνηση οφείλει να αποφύγει τις επείγουσες διαδικασίες και να δώσει χρόνο για δημόσιο διάλογο, επιδιώκοντας τις ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.
Ξενοφών Κοντιάδης,
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου,
Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου