Το συνταγματικό θεμέλιο της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας
Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) ρυθμίζεται από το ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 32 και από το άρθρο 140 του Κανονισμού της Βουλής (ΚτΒ), που εξειδικεύει στις λεπτομέρειες την διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Το άρθρο 32 Σ έχει αναθεωρηθεί ήδη μία φορά το 1986 με το Α΄ Ψήφισμα της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής στην παράγραφο 1, όταν και η μυστική ψηφοφορία που προβλεπόταν στο αρχικό κείμενο αντικαταστάθηκε από την ονομαστική. Το άρθρο αυτό αναθεωρήθηκε εκ νέου πρόσφατα στην παρ. 4 αυτού με το από 25-11-2019 Ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, όπως θα καταδείξουμε κατωτέρω.
Λόγω του ότι η πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση προβλέπει τροποποίηση της διαδικασίας εκλογής του ΠτΔ όσον αφορά τις φάσεις και τις πλειοψηφίες, θα καταδείξουμε τόσο την προηγούμενη διαδικασία όσο και την νεώτερη.
Η διαδικασία της προεδρικής εκλογής κατά τον Κανονισμό της Βουλής
Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 Σ η εκλογή του ΠτΔ από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής (ΠτΒ) έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία ΠτΔ, κατά τα οριζόμενα στον ΚτΒ. Δεδομένου ότι η θητεία του εν ενεργεία ΠτΔ λήγει στις 13 Μαρτίου 2020 θα πρέπει ο ΠτΒ κατά την επερχόμενη εκλογή νέου ΠτΔ να συγκαλέσει σε ειδική συνεδρίαση την Ολομέλεια της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 140 ΚτΒ το αργότερο μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2020.
Βέβαια, όπως μέχρι τώρα είναι και ο απαρέγκλιτος κανόνας, η ειδική συνεδρίαση μπορεί να συγκληθεί και νωρίτερα, σε χρόνο όμως που κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη δεν θα υπερβαίνει το εύλογον ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις, όπως αναμένεται να συμβεί στην προκείμενη περίπτωση μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της κ. Σακελλαροπούλου από τον Πρωθυπουργό.
Κατά το άρθρο 140 παρ. 3 ΚτΒ η εκλογή του ΠτΔ εγγράφεται σε ειδική ημερήσια διάταξη, της οποίας η ανακοίνωση γίνεται πέντε πλήρεις ημέρες πριν από την οριζόμενη σε αυτήν ημερομηνία ψηφοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 3 Σ. Κατά συνέπεια η ημερήσια διάταξη της ειδικής διαδικασίας εκλογής ΠτΔ θα πρέπει να ανακοινωθεί στο Σώμα το αργότερο μέχρι 7 Φεβρουαρίου 2020, δηλ. πέντε πλήρεις ημέρες πριν τις 13 Φεβρουαρίου 2020 τελευταία ημέρα της προθεσμίας σύγκλησης της Βουλής στην ειδική συνεδρίαση για την εκλογή ΠτΔ. Αντίστοιχα συμβαίνει σε περίπτωση επίσπευσης της διαδικασίας εκλογής, όπως αναμένεται να συμβεί με την προκείμενη εκλογή ΠτΔ.
Της εκλογής του ΠτΔ δεν προηγείται συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 140 παρ. 4 ΚτΒ. Κατά την παρ. 5 του άρθρου αυτού η Βουλή ψηφίζει ύστερα από προτάσεις υποψηφίων που μπορούν να κάνουν οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες, οι οποίες πρέπει να αποτελούνται κατ’ ελάχιστον από 10 Βουλευτές σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 ΚτΒ. Αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής έχουν ακουστεί στο παρελθόν ήδη από τα πρώτα χρόνια ισχύος του Σ 75, η διάταξη αυτή όμως έχει διασωθεί σε όλες τις κατά καιρούς τροποποιήσεις και αναθεωρήσεις του ΚτΒ και γίνεται πλέον αποδεκτή. Συνακόλουθα, και τα 6 κόμματα που εισήλθαν στην παρούσα Βουλή συγκροτούν Κοινοβουλευτικές Ομάδες και μπορούν να προτείνουν υποψήφιο για ΠτΔ.
Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 140 ΚτΒ η ονομαστική ψηφοφορία για την εκλογή ΠτΔ διεξάγεται πάντοτε με ονομαστική κλήση εκάστου Βουλευτή. Κάθε Βουλευτής μετά την κλήση του ονόματός του αναφέρει το όνομα της προτίμησής του. Βουλευτές που δεν επιθυμούν να εκφράσουν προτίμηση υπέρ ορισμένου προσώπου δηλώνουν «παρών».
Η ρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 3 και 4 Σ πριν την αναθεώρηση του 2019
Πριν την αναθεώρηση του άρθρου 32 παρ. 4 Σ, το Σύνταγμα προέβλεπε το μέγιστο δύο φάσεις εκλογής με έξι το μέγιστο ψηφοφορίες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 32 Σ ΠτΔ εκλεγόταν αυτός που θα συγκέντρωνε την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. τουλάχιστον 200 ψήφους. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούσαν ιστορικά η εκλογή του Κωνσταντίνου Τσάτσου το 1975, του Κωστή Στεφανόπουλου στην δεύτερη εκλογή του το 2000 και του Κάρολου Παπούλια και στις δύο εκλογές του το 2005 και το 2010. Σε περίπτωση μη επίτευξης της ως άνω πλειοψηφίας η ψηφοφορία επαναλαμβανόταν 5 πλήρεις ημέρες αργότερα, όπου και σε αυτήν την περίπτωση απαιτούνταν η ίδια πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Αν δεν επιτυγχανόταν και αυτή την φορά η πλειοψηφία αυτή τότε η ψηφοφορία επαναλαμβανόταν ύστερα από 5 ημέρες, οπότε αυτήν την φορά ΠτΔ μπορούσε να εκλεγεί ο υποψήφιος που θα ελάμβανε τα τρία πέντε του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. 180 Βουλευτές. Με αυτήν την πλειοψηφία εξελέγησαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά την πρώτη εκλογή του το 1980, ο Χρήστος Σαρτζετάκης το 1985 και ο Κωστής Στεφανόπουλος κατά την πρώτη εκλογή του το 1995.
Εν συνεχεία, εάν δεν επιτυγχανόταν αυτή η πλειοψηφία τότε σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 32 Σ η Βουλή θα έπρεπε να διαλυθεί υποχρεωτικά και να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές. Δύο φορές έγινε χρήση αυτής της διάταξης λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ μετά και την τρίτη ψηφοφορία, η πρώτη το 1990, όταν η ΝΔ ως πρώτο κόμμα τότε δεν πρότεινε υποψήφιο ΠτΔ με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκλεγεί ΠτΔ, και η δεύτερη το 2014/2015 όταν ο κοινός υποψήφιος ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, Σταύρος Δήμας, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, καθότι τα υπόλοιπα κόμματα και ανεξάρτητοι Βουλευτές επιθυμούσαν την πρόωρη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, χωρίς όμως να αντιπροτείνουν υποψήφιο.
Στην περίπτωση προκήρυξης πρόωρων εκλογών λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ ετίθετο σε εφαρμογή η δεύτερη φάση εκλογής ΠτΔ και η Βουλή υπό την νέα της σύνθεση θα έπρεπε, αφού συγκροτούνταν σε Σώμα, να συγκληθεί στην πρώτη της συνεδρίαση για να εκλέξει ΠτΔ. ΠτΔ εκλεγόταν αυτός που θα συγκέντρωνε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών. Με την πλειοψηφία αυτή, η οποία μάλιστα υπερέβαινε και αυτή (μη αναγκαία) των δύο τρίτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, εξελέγη το 2015 ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Εάν και αυτή η ψηφοφορία απέβαινε άκαρπη, τότε θα έπρεπε η Βουλή να συνεδριάσει εκ νέου μετά από πέντε ημέρες, οπότε σε αυτήν την περίπτωση ΠτΔ εκλεγόταν ο υποψήφιος που θα συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. τουλάχιστον 151 Βουλευτές. Με αυτήν την πλειοψηφία εξελέγη το 1990 στην δεύτερη εκλογή του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Αν και αυτή η ψηφοφορία απέβαινε άκαρπη, τότε μετά από πέντε ημέρες συνεδρίαζε η Βουλή εκ νέου, οπότε σε αυτήν την περίπτωση ΠτΔ εκλεγόταν ο υποψήφιος που θα συγκέντρωνε τις περισσότερες ψήφους. Τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε κατά την εφαρμογή του Συντάγματος από το 1975 μέχρι σήμερα.
Η νέα ρύθμιση εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την αναθεώρηση του 2019
Λόγω του ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 Σ περί υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής σε περίπτωση μη εκλογής του ΠτΔ με την τρίτη ψηφοφορία στην πρώτη φάση, «εργαλειοποιήθηκε» κατά καιρούς για την άντληση κομματικών ωφελειών και την εξυπηρέτηση αντίστοιχων συμφερόντων με αποκορύφωμα την εκλογή του 2014/2015, που προκάλεσε έντονη πόλωση στην πολιτική ζωή, ενώ υπήρξαν έντονες επικρίσεις περί καταστρατήγησης ή ακόμη και παραβίασης της ratio (του πνεύματος) του Συντάγματος, οι πολιτικές δυνάμεις συμφώνησαν στην αναγκαιότητα της αναθεώρησής του και την κατάργηση της ρήτρας της υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης πρόωρων εκλογών σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής ΠτΔ στην πρώτη φάση μετά και την τρίτη ψηφοφορία.
Έτσι, καταργήθηκε η ρήτρα αυτή και συνακόλουθα καταργήθηκε και η δεύτερη φάση της εκλογής. Οι ψηφοφορίες δε, μειώθηκαν από έξι συνολικά σε πρώτη και δεύτερη φάση, σε πέντε σε μία φάση, ενώ διατηρήθηκαν οι τρεις πρώτες ψηφοφορίες της παρ. 3 του άρθρου 32 Σ, η οποία παρέμεινε ανέγγιχτη από την αναθεώρηση, με τις ίδιες πλειοψηφίες και προθεσμίες, ως είχαν και πριν την αναθεώρηση. Συνεπεία τούτου σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 4 Σ, υπό την μορφή που έχει βάσει του Ψηφίσματος της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Αν και στην προκείμενη περίπτωση δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία, δηλ. ακόμη και λιγότερες από 151 ψήφους, χωρίς να υπάρχει κατώτατο όριο, όπως π.χ. προβλέπεται σε άλλες περιπτώσεις στο Σύνταγμα (πρβλ. άρθρα 67 εδ. α΄, 84 παρ. 6 υποπαρ. α΄ Σ). Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη ψηφοφορία της προηγούμενης παραγράφου.
Αν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου, που ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη ΠτΔ εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη λήξη της θητείας του ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος. Αυτό σημαίνει πρακτικά στην περίπτωσή μας ότι εάν για οποιονδήποτε λόγο η Βουλή δεν εκλέξει ΠτΔ μέχρι τις 13 Μαρτίου 2020, οπότε και λήγει η θητεία του νυν ΠτΔ, ο τελευταίος θα παραμείνει στην θέση του και μετά την λήξη της θητείας του και μέχρι η Βουλή να εκλέξει νέο Πρόεδρο.
Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης της διαδικασίας της προεδρικής εκλογής
Η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 Σ υπό την προηγούμενη μορφή της είχε ως ratio δύο τινά:
α) τον (θεμιτό) εξαναγκασμό της Βουλής, προς αποφυγήν πρόωρων εκλογών, στην ανάδειξη ΠτΔ με ένα minimum συναίνεσης με την αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών λόγω του αυξημένου θεσμικού και υπερκομματικού ρόλου που έχει ο ΠτΔ ως ρυθμιστής του Πολιτεύματος κατ’ άρθρο 30 Σ αλλά και λόγω των αυξημένων αρμοδιοτήτων που είχε στην αρχική μορφή του Σ 75, οι οποίες όμως καταργήθηκαν με την συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και
β) την παρεμβολή του εκλογικού σώματος ως οργάνου του κράτους το οποίο έμμεσα θα έπαιρνε θέση στην κατά κανόνα έμμεση εκλογή του ΠτΔ, με την προϋπόθεση ότι τα κόμματα θα έθεταν υπόψη του τους προτεινόμενους από αυτά υποψηφίους. Υπό αυτή την έννοια η διάταξη δεν είναι καταρχήν «ανορθολογική» όπως υπερβολικά επικρίθηκε.
Δυστυχώς, όμως, τίποτε από τα παραπάνω δεν συνέβη και η εργαλειοποίησή της κατά καιρούς από τις πολιτικές δυνάμεις για τους ανωτέρω λόγους, η πολιτική κουλτούρα της ακατάσχετης εκλογολογίας από τις πολιτικές δυνάμεις, τον Τύπο και την κοινή γνώμη και η συνακόλουθη συντελεσθείσα συνταγματική πρακτική να καταστεί η πρόωρη διάλυση της Βουλής ο κανόνας και η κανονική λήξη της θητείας της η εξαίρεση, οδήγησαν στην ανορθολογική χρήση και κατάχρησή της με αποκορύφωμα το κρίσιμο για την ιστορία του τόπου διάστημα Δεκεμβρίου 2014 και Ιανουαρίου 2015.
Αμφισβητήσεις για το συνταγματικά ενδεδειγμένο της νέας ρύθμισης
Ενώ η αναθεώρησή της κατέστη αναγκαία και σε αυτήν ομονοούσαν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, ακόμη κι αυτών που κατά καιρούς έκαναν κατάχρηση αυτής της διάταξης, και της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου, η λύση που επικράτησε στην Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή αμφισβητήθηκε από την σημερινή Αντιπολίτευση και μέρος της θεωρίας ενώ είναι αμφίβολο κατά πόσον είναι η ενδεδειγμένη. Λόγω όμως του περιορισμένου χώρου του παρόντος άρθρου δεν θα επεκταθούμε και στην de constitutione ferenda κριτική της ισχύουσας ρύθμισης, περιοριζόμενοι στην παρουσίασή της και την απάντηση των ερωτημάτων των αναγνωστών.
Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου