Η ενσωμάτωση μοντέλων και πρακτικών άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας σε μία αντιπροσωπευτική δημοκρατία παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να συμμετάσχουν ενεργά με πλήθος δράσεων και να εκφράσουν την άποψή τους βάσει των εμπειριών τους και των περιστατικών που βιώνουν στην καθημερινότητά τους. Όμως, πώς συντελείται η ενεργή συμμετοχή των πολιτών, δηλαδή η λήψη μίας απόφασης μέσω μίας διαδικασίας, στην οποία εμπλέκονται ενεργά και ουσιαστικά μαζί με άλλους συμπολίτες τους; Και, πώς τελικά, επιτυγχάνεται η ενεργή συμμετοχή των πολιτών, λαμβάνοντας υπόψη πως μία δημοκρατική κοινωνία οφείλει να εξασφαλίζει όχι μόνο την ισότητα, αλλά και την ισοτιμία; Να περιλαμβάνει, δηλαδή, κάθε πολίτη σε συμμετοχικές διαδικασίες και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του; Συνεπώς, αναδύονται τρία θέματα προς συζήτηση και προβληματισμό στο παρόν άρθρο.
Τα περιβάλλοντα και τα μέσα που διατίθενται για την επικοινωνία, συνεργασία και συμμετοχή, διαδικτυακά ή δια ζώσης, ψηφιακά ή αναλογικά είναι ποικίλα και διατίθενται σε πληθώρα. Πλέον, η ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων και οι συζητήσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, οι δυνατότητες συμμετοχής σε ηλεκτρονικές διαβουλεύσεις, αλλά και δια ζώσης δράσεις αποτελούν ευκαιρίες για ένα πεδίο έκφρασης των πολιτών και, σε κάποιες περιπτώσεις, συνδιαμόρφωσης αποφάσεων. Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τον μηχανισμό της συμμετοχής, δεν είναι λίγα τα φαινόμενα όπου οι συζητήσεις στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης χαρακτηρίζονται από μία ατέρμονη παράθεση σχολίων, χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Και φυσικά, η άλλη όψη του νομίσματος περιλαμβάνει ένα αποτέλεσμα όπου – τουλάχιστον σε διαδικτυακές συζητήσεις ή ηλεκτρονικές διαβουλεύσεις – δεν είναι ξεκάθαρο πως συντέθηκαν οι ποικίλες απόψεις και αν το παραγόμενο αποτέλεσμα, εν είδει μίας τελικής έκθεσης, περιγράφει και περιλαμβάνει όλες τις όψεις και θέσεις, ακόμα και τις αντίθετες ή μειοψηφικές. Αν, για παράδειγμα, σε μία διαβούλευση δεν συμπεριληφθεί η μειοψηφική θέση κάποιου πολίτη ή φορέα που συμβάλλει στα σχόλια επί ενός σχεδίου νόμου, πώς θα πραγματοποιηθεί η βέλτιστη νομοθέτηση; Διότι, ίσως, αυτή η θέση ή περιπτωσιολογία μπορεί να αποτελεί μία μοναδική ή μία μειοψηφική θέση, ωστόσο, να είναι κρίσιμης σημασίας για την περαιτέρω νομοπαρασκευαστική διαδικασία.
Μένοντας στη συζήτηση επί της μειοψηφικής θέσης, αναδύονται δύο σημαντικά ερωτήματα σε σχέση με τη συμμετοχή και το αποτέλεσμά της, τα οποία ίσως και να επηρεάζουν, τελικά, τη γενικότερη στάση των πολιτών απέναντι στα κοινά. Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, χρειάζεται να αναρωτηθούμε για το ποιο είναι το αίσθημα εκείνων, των οποίων οι απόψεις δε συμπεριλαμβάνονται σε μία τελική απόφαση; Για την απάντησή του, μπορούμε να ανατρέξουμε σε περιστατικά και δραστηριότητες από τα παιδικά παιχνίδια, τις σχολικές και πανεπιστημιακές συνεργασίες, έως και τις συνεργασίες στον εργασιακό χώρο, όπου παρατηρείται πως:
- Σχεδόν ποτέ δεν έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες πως λειτουργεί μία συνεργασία ή σχεδόν ποτέ δεν έχουμε εκπαιδευτεί ως συμμετέχοντες και συν-διαμορφωτές σε έναν πρόσφορο τρόπο συνεργασίας,
- Δεν έχουμε εκπαιδευτεί να ακούμε μία άλλη άποψη και να την αξιολογούμε ανάλογα, εμμένοντας, αντιθέτως, αρκετές φορές αποκλειστικά στη δική μας,
- Δε συνειδητοποιούμε πως η πιο βαθιά ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αναδείξει και κοινά στοιχεία ή εμπειρίες στο επί συζήτηση θέμα, και
- Η απόφαση που λαμβάνεται στο τέλος μίας συνεργατικής διαδικασίας, συνήθως, στηρίζεται στην πλειοψηφική άποψη, αφήνοντας εκκρεμή τη μειοψηφική.
Ειδικά το τελευταίο αυτό γεγονός, οδηγεί πολλές φορές στην απογοήτευση εκείνων που έχουν εκφράσει μία μειοψηφική άποψη και ίσως στην απαξίωση ή αδιαφορία για τη συμμετοχή τους σε μελλοντικές παρόμοιες διαδικασίες, μια και πιστεύουν πως ο λόγος τους πιθανότατα να μην έχει κάποια βαρύτητα σε μία τελική απόφαση. Σαφώς, μία τέτοια προσέγγιση δεν έχει σκοπό να αναιρέσει δραστηριότητες, οι οποίες βασίζονται σε διαδικασίες επιχειρηματολογίας ή πειθούς. Ωστόσο, όταν μιλάμε για συμμετοχή σε μία συνεργατική διαδικασία, μιλάμε για την εξωτερίκευση των σκέψεων και απόψεων, την ανταλλαγή αυτών σε ένα βαθύτερο επίπεδο και, φυσικά, τη λήψη μίας τελικής απόφασης. Και κάθε άποψη φέρει τη βαρύτητά της, αναλογιζόμενοι πως και μία αντίθετη θέση, αποτελεί μία θέση.
Συνεπώς, το δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι αν θα άλλαζε η στάση των πολιτών απέναντι στα κοινά και στον τρόπο συμμετοχής τους σε περιπτώσεις διαβουλευτικών ή συμπαραγωγικών δραστηριοτήτων, σε περίπτωση που η άποψή τους αποτελούσε μέρος μίας τελικής απόφασης. Σίγουρα, η συμπερίληψη της μειοψηφικής άποψης δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε λύνει το πρόβλημα της αποχής από συμμετοχικές διαδικασίες και την αδιαφορία στα κοινά. Ειδικότερα, ας εξετάσουμε την περίπτωση των νέων πολιτών – εφήβων και πολιτών στην πρώτη ενήλικη ζωή τους – και τον μηχανισμό της συμμετοχής τους σε θέματα πολιτειακής εκπαίδευσης και των λειτουργιών της, όπως είναι η εκμάθηση και εφαρμογή των δικαιωμάτων. Τα άρθρα του Συντάγματος εκφράζουν με συνοπτικό και περιληπτικό τρόπο κάθε δικαίωμα. Αποτελούν, μάλιστα – ως ανώτατος νόμος του κράτους – μία αξιόπιστη και αντικειμενική πηγή πληροφόρησης. Ωστόσο, το Σύνταγμα παρέχει μία γενική περιγραφή του δικαιώματος, ενώ το ίδιο το δικαίωμα χρειάζεται να βιωθεί, πολλώ μάλλον να εφαρμοστεί. Απαιτεί, με άλλα λόγια, όχι μόνο γνώση αλλά και δράση. Σε μία ηλικιακή ομάδα, όπως είναι οι έφηβοι, η κατανόηση και η προσωπική νοηματοδότηση των δικαιωμάτων τους, αποτελεί υψίστης σημασίας υποχρέωση, μιας και οδεύουν προς την ενηλικίωση και απαιτείται να γνωρίζουν τόσο τα δικαιώματά τους, όσο και τις ευθύνες τους. Πώς, όμως, θα εφαρμόσουν τα δικαιώματά τους όχι μόνο επειδή είναι αποτυπωμένα επί χάρτου και αποτελούν αναφαίρετο δικαίωμά τους, αλλά επειδή αναγνωρίζουν τη χρησιμότητά τους στη ζωή τους και τα κατανοούν σε βάθος; Και πώς θα επιτευχθεί αυτό μέσα στο πλαίσιο μίας συμμετοχικής διαδικασίας; Είναι σημαντικό να σημειωθεί, πως είτε πρόκειται για εφήβους είτε για ενήλικες πολίτες μη κατέχοντες νομικές γνώσεις, η απλοποίηση της νομικής πληροφορίας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επίτευξη της κατανόησης. Η χρήση απλής γλώσσας για τα δικαιώματα και αποτυπωμένη με εύγλωττο τρόπο, ακόμα και με τη συνοδεία οπτικών ή ακουστικών ερεθισμάτων αφενός ανταποκρίνεται σε έναν ανθρωποκεντρικό σχεδιασμό της πληροφορίας, αφετέρου συμπεριλαμβάνει τις ανάγκες ενός μεγάλου πλήθους πολιτών και όχι μόνο εφήβων. Επιπρόσθετα, ένας συμμετοχικός σχεδιασμός με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα αποτελεί μία ευκαιρία για να προσεγγιστούν και να προσελκυστούν περισσότεροι πολίτες, είτε πρόκειται για εφήβους είτε για ενήλικες.
Συχνά, μία συμμετοχική διαδικασία συνδέεται με έννοιες, οι οποίες παραπέμπουν σε σοβαρότητα, στην προσοχή στον τρόπο έκφρασης (γραπτού και προφορικού), σε αποτελέσματα τα οποία χρειάζεται να διατυπωθούν με επίσημο γλωσσικό ύφος. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις και δραστηριότητες δημιουργούν σε κάποιους πολίτες ένα ενδόμυχο άγχος, φόβο ή και την πεποίθηση μη ικανότητας ανταπόκρισης, οι οποίοι θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε μία τέτοια διαδικασία. Αυτοί οι παράγοντες δύνανται να συμβάλλουν στην αποτροπή και, κατά συνέπεια, στην αποχή από τα κοινά ή τις προσφερόμενες συμμετοχικές διαδικασίες, χωρίς απαραίτητα να οφείλονται σε παράγοντες που σχετίζονται με την απαξίωση των θεσμών. Τέτοιοι παράγοντες αποκλείουν σημαντικό μέρος του πληθυσμού όχι μόνο από τη δυνατότητα, αλλά και το δικαίωμα στη συμμετοχή.
Ποια, όμως, θα μπορούσε να είναι η λύση για την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών και, ιδιαίτερα, των νέων; Μία πρόταση θα μπορούσε να είναι η βιωματική προσέγγιση αυτών και η ενεργή εμπλοκή τους σε συμμετοχικές διαδικασίες, οι οποίες αφενός εκπαιδεύουν σε έναν συμπαραγωγικό τρόπο λήψης αποφάσεων. Ιδιαίτερα σε μια εποχή, όπου οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες ώθησαν τους πολίτες να συνεργαστούν και να παράγουν από κοινού εκ νέου το Σύνταγμά τους (π.χ. η περίπτωση της Ισλανδίας), η εκπαίδευση σε μία συμπαραγωγική διαδικασία με ομάδες μικρότερης κλίμακας, η οποία θα καταλήγει σε ένα κοινό αποτέλεσμα και θα αξιοποιεί και θα αξιολογεί όλες τις απόψεις, αποτελεί μία καλή ευκαιρία για την πολιτειακή εκπαίδευση των νέων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι νέοι δύνανται να εκπαιδεύονται, ώστε να ακούν ενεργά τις απόψεις των άλλων και να εκπαιδεύονται στην ανάδειξη της πολυφωνίας. Επίσης, μία συμπαραγωγική διαδικασία, η οποία ενσωματώνει ψηφιακά μέσα που χρησιμοποιούν οι νέοι στην καθημερινότητά τους, καθώς και ήδη υπάρχουσες αναλογικές μεθόδους συνεργασίας, δύναται να συνδράμει στην ενασχόληση των νέων για τη βιωματική εκμάθηση και προσωπική νοηματοδότηση των δικαιωμάτων τους με έναν τρόπο, ο οποίος δεν στερείται σοβαρότητας, αλλά μέσα από την ευχάριστη δραστηριότητα, την ψυχαγωγία και τη γνωριμία μεταξύ αλλήλων δύναται να αποτυπώσει στο νου των νέων την ουσία των δικαιωμάτων τους, την αίσθηση των κοινών βιωμάτων, όπως και την αίσθηση της συν-δημιουργίας ακόμη και με άγνωστους, έως εκείνη τη στιγμή, συνεργάτες.
Εν κατακλείδι, η πολιτειακή εκπαίδευση στις μέρες μας δε χρειάζεται να παραμένει ένα είδος εκπαίδευσης με λόγιο και θεωρητικό χαρακτήρα. Ένα μάθημα κοινωνικής και πολιτικής αγωγής, το οποίο αποτελεί μία ώρα χαλάρωσης στο ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα ή ένα μάθημα, το οποίο απαιτείται να αποστηθίζουν οι νέοι, προκειμένου να επιτύχουν στις εξετάσεις τους. Χρειάζεται να κατανοηθεί, πως κάθε συμμετοχικός σχεδιασμός και δράση για την πολιτειακή εκπαίδευση οφείλει να ενσωματώνει εκπαιδευτικά εργαλεία και μεθόδους συνεργασίας, τα οποία ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εκάστοτε ηλικιακής ή γνωστικής ομάδας πολιτών. Αυτό σημαίνει πως μία συνεργατική μέθοδος, η οποία είναι κατάλληλη για ένα συγκεκριμένο πλήθος πολιτών, μπορεί να μην είναι κατάλληλη για ένα άλλο. Και φυσικά, αυτή η μέθοδος να ενσωματώνει εργαλεία, τα οποία είναι κατανοητά ως προς τη χρήση τους, εύχρηστα και χρησιμοποιούνται ευχάριστα, ίσως ακόμα και στην καθημερινότητα της εκάστοτε απευθυνόμενης ομάδας. Τέλος, χρειάζεται να κατανοηθεί πως η πολιτειακή εκπαίδευση είναι μία βιωματική μάθηση, η οποία απαιτεί καθημερινή πρακτική εκπαίδευση και δράση. Πρόκειται για μία διά βίου μάθηση και εκπαίδευση, η οποία οφείλει να εκτελείται και να συντελείται με κάθε πρόσφορο τρόπο, περιλαμβάνοντας κάθε πολίτη και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του.
Ασπασία Παπαλόη
Διδάκτωρ Επικοινωνίας και ΜΜΕ Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών