Ι. Εισαγωγή
Η 1η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS το 1988, με απόφαση του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και στη συνέχεια της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ. Δεν πρόκειται για μια μέρα εορτής, αλλά στοχασμού και αναστοχασμού για το πώς η κοινωνία μας πορεύεται σε αυτό το πρόβλημα. Εύλογα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μέρα ευαισθητοποιήσεως. Πέραν από το ζήτημα της καταπολεμήσεως της μεταδόσεως του ΑIDS/ΗIV, φλέγον είναι το θέμα της κοινωνικής προκαταλήψεως που συνδέεται με την οροθετικότητα. Η οροθετικότητα είναι μια πληροφορία που οδηγεί στον στιγματισμό του οροθετικού και τον αποκλεισμό του από τον κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρό του. Εντάσσεται στα δεδομένα υγείας και ως τέτοιο αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο (ειδική κατηγορία δεδομένων), κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ). Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα των οροθετικών και αν η προστασία αυτή οφείλει να υποχωρεί ενίοτε έναντι της εξυπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος προαγωγής της δημόσιας υγείας.
II. Tα συγκρουόμενα έννομα αγαθά
1. Η προστασία της δημόσιας υγείας
Η προστασία της δημόσιας υγείας υπόκειται αναντίρρητα στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Εάν μολυνθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και αποβιώσει κάποιο ποσοστό αυτού, αυτό θα επιβαρύνει καταφανώς το δημόσιο συμφέρον ποικιλοτρόπως: ψυχικώς, πνευματικώς, πληθυσμιακώς και οικονομικώς. Το δικαίωμα στην υγεία παρουσιάζει στο ελληνικό Σύνταγμα δύο όψεις. Από τη μία, κατοχυρώνεται ως ατομικό, αμυντικό[1] δικαίωμα (άρθρο 5 παρ. 5 εδ. α΄ Σ) και από την άλλη, ως κοινωνικό δικαίωμα (άρθρο 21 παρ. 3 Σ). Και στις δύο περιπτώσεις, ως υγεία νοείται, αφενός, η κατάσταση σωματικής και ψυχικής ευεξίας και, αφετέρου, η δημόσια υγεία.[2] Πέραν της καταστάσεως σωματικής και ψυχικής ευεξίας, σκόπιμη κρίνεται και η αρνητική οριοθέτηση του δικαιώματος στην υγεία, ήτοι η φυσική κατάσταση του ατόμου που προλαμβάνει κάθε μορφή ασθένειας ή αναπηρίας ικανής να μειώσει τη φυσιολογική δραστηριότητά του.[3] Προ της προβλέψεως από τον αναθεωρητικό νομοθέτη το 2001 του άρθρου 5 παρ. 5 εδ. α΄ Σ, η αμυντική φύση του δικαιώματος στην υγεία περιοριζόταν στο άρθρο 7 παρ. 2 Σ, το οποίο, μεταξύ άλλων, απαγορεύει οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας.[4]
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 εδ. α΄ Σ, «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας».[5] Η υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα με την έννοια των θετικών ενεργειών του κράτους για την οργάνωση ενός συστήματος παροχής υγείας κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 παρ. 3 Σ, σύμφωνα με το οποίο το κράτος οφείλει να μεριμνά για την υγεία των πολιτών.[6] Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, από το άρθρο 21 παρ. 3 Σ απορρέει η «υποχρέωση του κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων προστασίας της υγείας των πολιτών, στους οποίους (το άρθρο 21 παρ. 3 Σ) δίνει δικαίωμα να απαιτήσουν από την πολιτεία την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς της».[7] Υπό αυτή την έννοια, αναγνωρίζεται μέσω του άρθρου 21 παρ. 3 Σ ένα αγώγιμο κοινωνικό δικαίωμα, μια αξίωση των πολιτών κατά του κράτους για την προστασία της υγείας και η υποχρέωση της πολιτείας να προβεί στις αναγκαίες παροχές υπηρεσιών υγείας.[8] Πρόκειται, εν τοις πράγμασι, για την υποχρέωση του κράτους να παρέχει υπηρεσίες ή να προβαίνει σε ενέργειες που προάγουν, διατηρούν ή αποκαθιστούν την υγεία των ανθρώπων.[9] Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας της υγείας αποτελεί, συνεπώς, δικαίωμα και δεν συνιστά μια απλή έκφραση ευχών.[10] Ως εκ τούτου, η μέριμνα για τη λήψη μέτρων χάριν προστασίας της υγείας των πολιτών καθίσταται επιτακτική. Η προστασία της υγείας ως κοινωνικό δικαίωμα στην περίπτωση της νόσου AIDS/HIV έγκειται στην υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα, αφενός, για την πρόληψη και, αφετέρου, για την περίθαλψη της φορείας AIDS/HIV. Oποιαδήποτε ενέργεια του κράτους για την παρεμπόδιση της εξαπλώσεως της φορείας AIDS/HIV καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στην υγεία τόσο ως ατομικό−αμυντικό δικαίωμα όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Τονίζεται, πάντως, ότι όποια ενέργεια του κράτους προλήψεως μεταδόσεως της νόσου που πηγάζει από τη συνταγματική επιταγή προστασίας της δημόσιας υγείας πρέπει αποδεδειγμένα, δηλαδή κατόπιν επιστημονικής τεκμηριώσεως, να προάγει τη δημόσια υγεία και να μην παρακωλύει αυτή. Συνεπώς, δεν πρέπει με το πρόσχημα προαγωγής της δημόσιας υγείας να επιτρέπεται αβασάνιστα οποιαδήποτε ενέργεια.[11]
2. Η προστασία δεδομένων των οροθετικών
Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 9Α μετά από την αναθεώρηση του 2001 ότι καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Το δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων έχει διαφορετικό χαρακτήρα από την υποχρέωση προστασίας που υπέχει το κράτος ως προς τα άλλα δικαιώματα, σύμφωνα με το άρθρο 25 Σ, και δεν αποτελεί απλή εξειδίκευση της αποφάσεως αυτής.[12] Σημειώνεται ότι και πριν από τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας δεδομένων, η εν λόγω προστασία ήταν υπό τη σκέπη γενικοτέρων διατάξεων, όπως αυτή του άρθρου 9 παρ. 1 ή του 5 παρ. 1 Σ.[13] Το νέο άρθρο, που δεν αποτελεί μια άσκοπη επιβεβαιωτικού χαρακτήρα διακήρυξη,[14] κατοχυρώνει το λεγόμενο δικαίωμα της πληροφορικής αυτοδιαθέσεως ή πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού ή αυτοκαθορισμού του ατόμου. Με διαφορετική διατύπωση, το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων συνίσταται στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μην καθίσταται πληροφοριακό αντικείμενο και να συμπροσδιορίζει ο ίδιος ποιες πληροφορίες που τον αφορούν θα καταστούν γνωστές στο περιβάλλον.[15] Η πρόβλεψη αυτή προέκυψε ως απάντηση στη δυνατότητα καταγραφής της προσωπικότητας του ατόμου από τα ποικίλα μέσα που προσφέρει η ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων.
Είναι γεγονός ότι η χρήση ηλεκτρονικών μέσων επεξεργασίας των πληροφοριών περιορίζει τις δυνατότητες πληροφοριακού αυτοκαθορισμού.[16] Σκοπός του άρθρου 9Α Σ πέρα από την τυποποίηση ενός υπάρχοντος δικαιώματος[17] είναι η με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατοχύρωση της σημασίας που έχει περιοριστική χρήση των προσωπικών δεδομένων σε μια ραγδαίως τεχνολογικά αναπτυσσόμενη κοινωνία.[18] Οι πληροφορίες για την υγεία ενός προσώπου τοποθετούνται στον πυρήνα του ιδιωτικού βίου[19] και, για τον λόγο αυτό, τα δεδομένα υγείας κατατάσσονται στον σκληρό πυρήνα των προσωπικών δεδομένων, που αποκαλούνται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (ειδικές κατηγορίες δεδομένων).[20] Τόσο στο άρθρο 3 παρ. 2 της Συστάσεως (97) 5 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των δεδομένων υγείας, όσο και στο άρθρο 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ και στο άρθρο 13 και 14 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), η εμπιστευτικότητα αποτελεί όρο νομιμότητας της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων υγείας. Ως εκ τούτου, στον τομέα της υγείας η προστασία της ιδιωτικότητας του ασθενούς εξασφαλίζεται μέσω της υποχρεώσεως τηρήσεως του ιατρικού απορρήτου εκ μέρους των επαγγελματιών υγείας.
Το απόρρητο των ιατρικών πληροφοριών συνδέεται με την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, την υποχρέωση δηλαδή να μην κοινοποιείται σε τρίτους πληροφορία, η οποία χαρακτηρίζεται από τα άτομα, τα οποία αφορά ως εμπιστευτική.[21] Η θεμελίωση της αξιώσεως του απορρήτου ανάγεται, επίσης, στην προστασία της αυτονομίας του προσώπου, υπό την έννοια ότι η αποκάλυψη πληροφοριών που τα άτομα θεωρούν μυστικές τα εκθέτει σε διακινδύνευση των συμφερόντων τους, σε πιθανές διακρίσεις και στιγματισμό και, κατ’ επέκταση, σε περιορισμό των επιλογών τους.[22] Είναι γεγονός ότι ο ΗΙV/AIDS από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς του προκάλεσε κοινωνική προκατάληψη και οδήγησε σε στιγματισμό.[23] Το γεγονός ότι ο ΗΙV/AIDS ήταν στην αρχική του μορφή θανατηφόρο νόσημα και σήμερα ακόμα λοιμώδες, έστω και με δυνατότητα διαβιώσεως με ποιότητα ζωής επί πολλά χρόνια, είναι αρκετό για να στιγματίσει τα οροθετικά άτομα.[24]
Το ιατρικό απόρρητο στη δημόσια υγεία και, εν προκειμένω, στη φορεία ΗΙV/AIDS δεν έχει μόνο τον χαρακτήρα της προστασίας στοιχειωδών ατομικών δικαιωμάτων, αλλά συμβάλλει αποφασιστικά στο να χρησιμοποιούν oι οροθετικοί τις υπηρεσίες υγείας, να ελέγχονται, έτσι ώστε να προφυλάσσουν άλλους από ενδεχόμενη μόλυνση.[25] Ως εκ τούτου, το ιατρικό απόρρητο δεν έρχεται σε σύγκρουση με την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις συνεπικουρεί αυτή, υπό την έννοια ότι εάν το άτομο γνωρίζει ότι η φορεία του θα δημοσιοποιηθεί, θα αποφύγει τη χρήση υπηρεσιών υγείας, δεν θα μάθει εγκαίρως τη φορεία του και, συνεπώς, δεν θα λάβει προληπτικά μέτρα αποτροπής περαιτέρω διαδόσεως της νόσου.[26]
Τη γνώμη αυτή ασπάζεται το Ευρωπαϊκό Κέντρο Προλήψεως και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), σύμφωνα με το οποίο, το απόρρητο αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η έλλειψη εμπιστοσύνης για την τήρηση του απορρήτου μεταξύ ατόμων σε υψηλό κίνδυνο μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την πρόσβασή τους σε διαγνωστικές υπηρεσίες για τον ιό HIV.[27] Αποτελεσματική πρόληψη, ιδίως για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, μπορεί να γίνει μόνο με την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης.[28] Οποιαδήποτε ενέργεια υπονομεύει αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης και εχεμύθειας καταλήγει στην απομάκρυνση του ασθενούς από τη χρήση των υπηρεσιών υγείας και αναπόφευκτα και από τη σωστή θεραπεία και πρόληψη των περαιτέρω επιπλοκών και λοιμώξεων. Έτσι, όμως, δεν διακυβεύεται μόνον η υγεία του ατόμου με HIV/AIDS, αλλά και η δημόσια υγεία, καθώς αυξάνεται ο κίνδυνος διασποράς μεταδοτικών νοσημάτων στο περιβάλλον.[29]
ΙΙΙ. Το κείμενο νομοθετικό πλαίσιο
1. Άρθρο 9 παρ. 2 ΓΚΠΔ
Κατά τις διατάξεις του ΓΚΠΔ, επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να πραγματοποιηθεί, μόνον εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 9 παρ. 2 ΓΚΠΔ, το οποίο ορίζει τις νόμιμες βάσεις της επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, οι βάσεις αυτές είναι η εξής:
«α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση […],
β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπευθύνου επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας […],
γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου, εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί,
δ) η επεξεργασία διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων,
ε) η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,
στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα,
ζ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων,
η) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών […]
θ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας […].».
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ακούσια αποκάλυψη της οροθετικότητας θα μπορούσε να λάβει χώρα για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας (άρθρο 9 παρ. 2 στοιχ. θ΄ ΓΚΠΔ) και προστασίας του ζωτικού συμφέροντος τρίτου προσώπου (άρθρο 9 παρ. 2 στοιχ. γ΄ ΓΚΠΔ). Δεν αποκλείεται, βεβαίως, ο οροθετικός να έχει αποκαλύψει εκουσίως την οροθετικότητας του στο πλαίσιο της υπευθυνότητας του π.χ. προς τον σύντροφό του.
2. Άρθρο 425 ΠΚ
Σύμφωνα με το άρθρο 425 ΠΚ, «Αν κάποιος που πάσχει από μεταδοτική ασθένεια έρχεται με άλλον σε τέτοια προσωπική συνάφεια από την οποία να μπορεί αμέσως να μεταδοθεί η ασθένεια, τιμωρείται με κράτηση μέχρι πέντε μηνών ή με πρόστιμο». Ως εκ τούτου, όλοι όσοι γνωρίζουν τη φορεία HIV και παρόλα αυτά συνευρίσκονται με άλλους, πραγματοποιούν κολάσιμη ποινικώς πράξη. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η προστασία της δημόσιας υγείας εν γένει.[30] Δράστης, εν προκειμένω, μπορεί να είναι άτομο οποιουδήποτε φύλου και η προσωπική συνάφεια μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσεως, αρκεί με αυτή να έρχεται σε στενή σωματική προσέγγιση με άλλο άτομο και όχι μόνο η κατά φύση ή παρά φύση ασέλγεια, από την οποία να μπορεί αμέσως να μεταδοθεί η μεταδοτική νόσος οποιασδήποτε φύσεως.[31] Για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω παραβάσεως δεν απαιτείται η μεταδοτική ασθένεια να εκδηλωθεί αμέσως (κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την προσωπική επαφή), αλλά αρκεί και η μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επέλευση της μεταδοτικής ασθένειας.[32] Σε περίπτωση μεταδόσεως της νόσου εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ανθρωποκτονίας ή περί σωματικών βλαβών από πρόθεση ή από αμέλεια.[33] Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η ανάγνωση του άρθρου 425 ΠΚ, υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 9Α Σ και συνακόλουθα του ΓΚΠΔ, δεν επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των στοιχείων των φορέων μεταδοτικών ασθενειών, που συνευρέθησαν με άλλους, αλλά τον ποινικό κολασμό τους.[34]
3. Εγκύκλιος Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας με αρ. πρωτ.Υ1/3239/4.7.2000
Σύμφωνα με το άρθρο 101 της Εγκυκλίου, «Θα πρέπει το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να παρέχει πλήρη ενημέρωση προς τους οροθετικούς και ασθενείς για τη φύση του AIDS, τους κινδύνους, τους τρόπους μετάδοσης, πώς θα βελτιώσουν ή δε θα επιδεινώσουν την κατάσταση της υγείας τους, πώς θα αποφύγουν τη μετάδοση στο σεξουαλικό σύντροφο και τρίτους. Δεν έχουν δικαίωμα όμως να προβαίνουν σε ηθικές κρίσεις και αξιολογήσεις σχετικά με τον τρόπο που μολύνθηκε οροθετικός η ασθενής με AIDS.». Περαιτέρω, στο άρθρο 103 ορίζεται ότι ο ιατρός ή οποιοσδήποτε άλλος «δεν έχει δικαίωμα […] να ανακοινώσει την κατάσταση της υγείας του οροθετικού στον ή τη σύζυγο ή σεξουαλικό σύντροφο, προκειμένου να τους προστατεύσουν από τυχόν μόλυνση. Καλείται ο ίδιος ο οροθετικός να το πράξει με την παροχή κάθε ψυχοκοινωνικής στήριξης, ώστε και ο/η σύζυγος ή σύντροφος να προστατευθεί.». Τέλος, στο άρθρο 104 προβλέπεται ότι « αν ο οροθετικός δεν πείθεται να ανακοινώσει στον ή τη σύζυγο ή σεξουαλικό σύντροφο το γεγονός της μόλυνσής του από τον ιό του AIDS, τότε, αφού εξαντληθούν τα μέσα πειθούς, ο γιατρός καταφεύγει ή στη νομική επιτροπή του ΚΕΕΛ [μετέπειτα ΚΕΕΛΠΝΟ και νυν ΕΟΔΥ] ή τις προβλεπόμενες από το νόμο επιτροπές δεοντολογίας ή στον εισαγγελέα ακροάσεως, οι οποίοι, αφού συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, παρέχουν την άδεια για την ανακοίνωση.»
ΙV. Το ζήτημα της ενημερώσεως του πληθυσμού
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαμε να καταλήξουμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας συγκρούσεως των λογικών δύο συστημάτων: του συστήματος των προσωπικών δεδομένων από τη μία και του συστήματος της δημόσιας υγείας από την άλλη. Η προστασία της δημόσιας υγείας έρχεται σε σύγκρουση με το ιατρικό απόρρητο, εάν χάριν της δημόσιας υγείας τίθεται ανάγκη άρσεως του ιατρικού απορρήτου και αποκαλύψεως των στοιχείων των οροθετικών. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει μέσω της σταθμίσεως των δύο αντιτιθεμένων συνταγματικών αγαθών να βρεθεί «η αριστοτελική ορθή σχέσις προς τι, η συμμετρία, ο προσήκων λόγος, η ισότης λόγων, το ακριβές μέσον και η αναλογική αρμονία στις δικαιικές σχέσεις και καταστάσεις (διανεμητική δικαιοσύνη)»[35]. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη θεώρηση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προστασία της δημόσιας υγείας επικουρείται στην περίπτωση της φορείας HIV/AIDS από την τήρηση του ιατρικού απορρήτου, υπό την έννοια ότι εάν ο εξεταζόμενος υποπτεύεται την ενδεχόμενη αποκάλυψη της φορείας του, τότε θα αρνηθεί να εξετασθεί και δεν θα λάβει προληπτικά μέτρα, αφενός για να προστατευθεί ο ίδιος και αφετέρου για να μην εξαπλωθεί η φορεία του σε άλλα άτομα. Ως εκ τούτου, η αποκάλυψη της φορείας σε τρίτο δεν αποτελεί μέτρο κατάλληλο για την προαγωγή της δημόσιας υγείας και αποτυγχάνει ως μη κατάλληλο μέτρο για την προαγωγή της δημόσιας υγείας στο πρώτο μόλις στάδιο της αρχής της αναλογικότητας (έλεγχος καταλληλότητας), δεδομένου ότι στέκεται τροχοπέδη στην προστασία της δημόσιας υγείας και δεν συνεπικουρεί αυτή. Ακόμα, όμως, και αν το μέτρο της αποκαλύψεως της φορείας κρινόταν ως κατάλληλο για την προστασία της δημόσιας υγείας, πρέπει να σημειωθεί ότι η δημόσια υγεία θα μπορούσε να προαχθεί με άλλα πολύ ηπιότερα και αποτελεσματικότερα ταυτοχρόνως μέσα.
Εν προκειμένω, κρίνεται ότι θα μπορούσε το κράτος να καλέσει εθελοντικά σε δωρεάν έλεγχο όλους όσοι κινδυνεύουν, π.χ. στην περίπτωση ανευρέσεως οροθετικών εκδιδομένων όλους όσοι ήρθαν απροφύλακτα σε επαφή με εκδιδόμενες γυναίκες ή γενικότερα όλους όσοι δεν λαμβάνουν προφυλακτικά μέσα, δεδομένου ότι η εξάπλωση της φορείας ΗΙV/ AIDS μπορεί να λάβει χώρα και μέσω του χρήστη υπηρεσιών οίκων ανοχής στη σύντροφό του κ.ο.κ.. Με τον τρόπο αυτό, θα καλυπτόταν ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο μολύνσεως. Επίσης, αποτελεσματικότερο μέσο είναι η διττή ποινικοποίηση της χρήσεως υπηρεσιών οίκων ανοχής χωρίς λήψη προφυλακτικών μέσων: Αφενός ποινικοποίηση του χρήστη υπηρεσιών που επιθυμεί να έλθει σε επαφή χωρίς προφύλαξη, αφετέρου ποινικοποίηση της εκούσιας συμπεριφοράς της εκδιδόμενης να προσφέρει τις υπηρεσίες της χωρίς προφυλάξεις και πολύ περισσότερο του εργοδότη της, δεδομένου ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η εκδιδόμενη εξαναγκάζεται από τον εργοδότη της να προσφέρει τις υπηρεσίες της απροφύλακτα.
V. Kαταληκτικές σκέψεις
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η φορεία AIDS/HIV είναι ένα ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, κατά τις επιταγές του άρθρου 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ, που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Η αποκάλυψή της σε τρίτους κατ’ αρχήν δεν επιτρέπεται. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η αποκάλυψη θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα επιχειρήσει να λύσει. Συγκεκριμένα, η αποκάλυψη θα διαρρήξει την αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ ιατρού και ασθενούς, καθώς αν ο ασθενής έχει την αγωνία ότι το ιατρικό του απόρρητο θα αρθεί, δεν θα προβεί σε υπηρεσίες υγείας, δεν θα αναζητήσει τη θεραπεία και αυτό θα αποβεί σε βάρος της δημόσιας υγείας. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να εξαντληθούν όλα τα μέσα πειθούς, προκειμένου ο φορέας να ενημερώσει οικειοθελώς τον σεξουαλικό του σύντροφο. Αν παρ’ ελπίδα, ο φορέας δεν πεισθεί, τότε ο ιατρός ως ύστατο καταφύγιο οφείλει να απευθυνθεί στη νομική επιτροπή του ΕΟΔΥ ή τις προβλεπόμενες από το νόμο επιτροπές δεοντολογίας ή τον εισαγγελέα ακροάσεως, οι οποίοι, αφού συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, παρέχουν την άδεια για την ανακοίνωση στον σεξουαλικό σύντροφο. Επισημαίνεται ότι η ευρεία ενημέρωση του πληθυσμού δεν πληροί τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητος.
Στο πλαίσιο αυτό, αποτέλεσε μελανή σελίδα της προστασίας της δημόσιας υγείας η δημοσιοποίηση ονομάτων και φωτογραφιών οροθετικών εκδιδομένων στον τύπο. Ακόμα, όμως, και αν γινόταν δεκτό ότι η δημοσιοποίηση των ονομάτων των οροθετικών εκδιδομένων συντελεί στην προαγωγή της δημόσιας υγείας, τότε την αυτή και ενδεχομένως μεγαλύτερη προστασία θα προσέφερε και η δημοσιοποίηση των ονομάτων των χρηστών οίκων ανοχής που κατόπιν εξετάσεως βρέθηκαν οροθετικοί.[36] Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι οι χρήστες υπηρεσιών των οίκων ανοχής αποτελούν κίνδυνο της δημόσιας υγείας, αφού μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια, τόσο στις συντρόφους/συζύγους όσο και σε άλλες ανυποψίαστες γυναίκες, με τις οποίες πιθανόν έχουν σεξουαλική επαφή.[37] Η επιλογή στιγματισμού μόνο των οροθετικών γυναικών και όχι των ανδρών δεν δικαιολογείται από πλευράς προστασίας της δημόσιας υγείας και θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως παραβίαση της ισότητας των φύλων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 2 Σ.[38] Το πρόβλημα της ανευρέσεως οροθετικών εκδιδομένων θα μπορούσε να έχει επιλυθεί κάλλιστα με τη δημοσιοποίηση ανακοινώσεως εκ μέρους υπηρεσίας δημόσιας υγείας ότι εντοπίσθηκαν οροθετικές εκδιδόμενες σε συγκεκριμένη περιοχή και όποιοι έκαναν απροφύλακτη χρήση των σχετικών υπηρεσιών να προσέλθουν για δωρεάν έλεγχο.
Υποσημειώσεις:
[1] Την αμυντική φύση του δικαιώματος τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος,Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001,Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2002, σ. 143.
[2] Βλ. Ευάγγελο Βενιζέλο,όπ. ανωτ. (υποσ. 1).
[3] Βλ. Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο/Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σ. 575.
[4] Βλ. Πρόδρομο Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Α΄ Τόμος, δεύτερη έκδοση, Αθήνα – Κομοτηνή 2005, σ. 253 επ.· Ισμήνη Κριάρη-Κατράνη, Γενετική Τεχνολογία και θεμελιώδη δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1999, σ. 47.
[5] Βλ. Ισμήνη Κριάρη-Κατράνη,Η συνταγματική προστασία της γενετικής ταυτότητας – Πρώτη Προσέγγιση, ΔτΑ 2001, σ. 347-367. Η διάταξη αυτή αποπνέει τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 να ανοίξει τις πύλες του Συντάγματος στον ευρύτερο προβληματισμό της Βιοηθικής, βλ. Τάκη Βιδάλη / Λίλιαν Μήτρου / Ανδρέα Τάκη, Συνταγματική πρόσληψη των τεχνολογικών εξελίξεων και «νέα» δικαιώματα, σε Ξενοφώντα Ι. Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα συνταγματική μεταρρύθμιση, τ. 1ος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2006, σ. 273-312 (277, κείμενο Τάκη Βιδάλη). Αμφιβολίες για την αναγκαιότητα της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής εκφράζει ο Σπυρίδων Β. Βλαχόπουλος, Βιοϊατρικές εξελίξεις και αναθεώρηση του Συντάγματος, ΔτΑ 2001, σ. 369-376 (370 επ.).
[6] Βλ. ΣτΕ 400/1986, ΤοΣ 1986, σ. 433-439. (436), ΣτΕ 549/1987, Κωνσταντίνο Κρεμαλή, Το δικαίωμα για προστασία της υγείας, Αθήνα 1987, σ. 175, υποσ. 215.
[7] ΣτΕ 400/1986, ΤοΣ, 1986, σ. 433-439 (437).
[8] Βλ. Κωνσταντίνο Κρεμαλή, όπ. ανωτ. (υποσ. 6), σ. 175.
[9] Βλ. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, Ερμηνεία Άρθρου 21παρ. 2,4,5,6 Σ, σε: Φίλιππο Σπυρόπουλο/ Ξενοφώντα Κοντιάδη/ Χαράλαμπο Ανθόπουλο/Γιώργο Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 535 επ. (548).
[10] Βλ. Ισμήνη Κριάρη-Κατράνη,Το Διοικητικό Δίκαιο ενώπιον των προκλήσεων της Βιολογίας και της Ιατρικής, σε Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Πεπραγμένα 1992-2003, Αθήνα 2004, σ. 75 επ. (83)· Θεόδωρο Αραβανή, Τα άρθρα 21 § 3 και 109 του Συντάγματος: Παρατηρήσεις επί της ΣΕ 400/86 (Ολ.), ΤοΣ 1987, σ. 480 επ. (483).
[11] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Η δημοσιοποίηση φωτογραφιών οροθετικών εκδιδομένων ως μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας σε μία εθελοτυφλούσα κοινωνία, ΕφημΔΔ 2012, σ. 459 επ. (463).
[12] Βλ. Αθανάσιο Δ. Τσεβά, Προσωπικά δεδομένα και μέσα ενημέρωσης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 82.
[13] Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο/Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, όπ. ανωτ. (υποσ. 3), σ. 249 και Σπυρίδωνα Β. Βλαχόπουλο, Διαφάνεια της κρατικής δράσης & Προστασία προσωπικών δεδομένων. Τα όρια μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης στην εκτελεστική εξουσία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 58 επ.
[14] Βλ. Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου, Η συνταγματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε: Λεωνίδα Κοτσαλή (επιμ.), Προσωπικά Δεδομένα: Ανάλυση-Σχόλια-Εφαρμογή, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σ. 23 επ. (25).
[15] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, Το Νέο Σύνταγμα, Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, σ. 84.
[16] Βλ. Αποστόλη Γέροντα, Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, Eκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 93.
[17] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, Ερμηνεία Άρθρου 9Α Σ, σε: Φίλιππο Σπυρόπουλο/ Ξενοφώντα Κοντιάδη/ Χαράλαμπο Ανθόπουλο/Γιώργο Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 214 (215).
[18] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, όπ. ανωτ. (υποσ. 15), σ. 90.
[19] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, Προσωπικά δεδομένα, ιδιωτικότητα και απόρρητο, σε: Συνήγορος του Πολίτη (επιμ.) Ιατρικό απόρρητο, πληροφορίες που αφορούν προσωπικά δεδομένα, ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος και αρχεία νοσοκομείων, Eκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 19 (40).
[20] Βλ. άρθρο 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ.
[21] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, όπ. ανωτ. (υποσ. 19), σ. 22.
[22] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, όπ. ανωτ. (υποσ. 19), σ. 22 επ..
[23] Βλ. Χάρη Τ. Πολίτη, HIV/AIDS. Η προστασία του ιατρικού απορρήτου και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε: Συνήγορος του Πολίτη (επιμ.) Ιατρικό απόρρητο, πληροφορίες που αφορούν προσωπικά δεδομένα, ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος και αρχεία νοσοκομείων, Eκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 167 (169).
[24] Βλ. Χάρη Τ. Πολίτη, όπ. ανωτ. (υποσ. 23), σ. 169
[25] Βλ. Χάρη Τ. Πολίτη, όπ. ανωτ. (υποσ. 23), σ. 174.
[26] Βλ. Fereniki Panagopoulou-Koutnatzi, Legal, ethical and policy issues in partner notification in the case of HIV/AIDS. A U.S. perspective, RHDI 2004, σ. 465 (481).
[27] Βλ. ECDC GUIDANCE HIV testing: increasing uptake and effectiveness in the European Union, 2010, διαθέσιμο σε: https://www.ecdc.europa.eu/sites/portal/files/media/en/publications/Publications/101129_GUI_HIV_testing.pdf, σ. 10.
[28] Βλ. Τάκη Παναγιωτόπουλο, Μια επικίνδυνη «αρχή της αναλογικότητας», Εφημερίδα Καθημερινή, 4.5.2012, διαθέσιμο σε: <http://news.
kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_128_04/05/2012_480941>.
[29] Βλ. Συνήγορος του Πολίτη, Πόρισμα, Περίθαλψη ασθενών και φορέων HIV – AIDS, Ιούλιος 2007, διαθέσιμο σε: <http://www.synigoros.gr/resources/docs/186128.pdf>.
[30] Βλ. Νικόλαο Λαγό, σε: Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, άρθρο 425, αρ. περιθ. 2.
[31] Βλ. Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – Εφαρμογή, 2η έκδοση, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2009, άρθρο 425.
[32] Βλ. Νικόλαο Λαγό, σε: Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη (επιμ.), όπ. ανωτ. (υποσ. 30), άρθρο 425, αρ. περιθ. 4.
[33] Βλ. Μιχαήλ Μαργαρίτη, όπ. ανωτ. (υποσ. 31), άρθρο 425.
[34] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, όπ. ανωτ. (υποσ. 11), σ. 462.
[35] Βλ. ∆ήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Σημεία εργασίας επί της αρχής της αναλογικότητος εξ αφορμής της αποφάσεως 2112/1984 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε: «Χαριστήριον», Σύμμεικτα προς τιμήν Γεωργίου Μ. Παπαχατζή (Τ.Τ. Παπαχατζή): ∆ημόσια ∆ιοίκηση και ∆ιοικητική ∆ικαιοσύνη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1989, σ. 889 (891 – 892) = Η αρχή της αναλογικότητος (Σημεία Εμβαθύνσεως και Προβληματισμού), σε: ∆ήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου/Ευαγγελία Κουτούπα-Ρεγκάκου, Εμβάθυνση ∆ημοσίου ∆ικαίου. Ειδικά Θέματα ∆ιοικητικού ∆ικαίου (Εμβ. ∆ημ. ∆ικ.), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2005, σ. 59 (62).
[36] Βλ. Γενική Γραμματεία Ισότητας, ∆ελτίο τύπου, Πορνεία, βία κατά των γυναικών και ποινικοποίηση του πελάτη, 2.5.2012.
[37] Βλ. ανωτ. υποσ.
[38] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, όπ. ανωτ. (υπος. 11), σ. 462.
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή
Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
Δ.Ν. (Humboldt), M.P.H. (Harvard), M.Δ.Ε. (Ε.Κ.Π.Α.)