Αφού ο νομοθέτης έλυσε τα προβλήματα της δημόσιας ασφάλισης, ήρθε ο καιρός να ασχοληθεί και με την επαγγελματική. Ο ν. 5078/2023 «Αναμόρφωση επαγγελματικής ασφάλισης, εξορθολογισμός ασφαλιστικής νομοθεσίας, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, … και λοιπές διατάξεις» έχει ως κύριο αντικείμενό του την επαγγελματική ασφάλιση, δηλαδή τον δεύτερο πυλώνα του συστήματός μας. Επιχειρείται ένα γενικό lifting των επαγγελματικών συντάξεων, για την ακρίβεια, μια πιο ολοκληρωμένη, όπως ομολογείται, ενσωμάτωση στην εθνική μας έννομη τάξη της Οδηγίας 2016/2341 της 14ης Δεκ. 2016. Επιπλέον, ο νέος νόμος εμπεριέχει σημαντικές ασφαλιστικές ρυθμίσεις για την απασχόληση συνταξιούχων, για την επικουρική ασφάλιση, για την αύξηση ορίου οφειλών συνταξιοδότησης, κ.α., που δεν θα αποτελέσουν εδώ αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας.
Πώς νοείται αυτή η διακηρυγμένη αναμόρφωση της επαγγελματικής ασφάλισης ; Γενικά, όταν ομιλούμε για αναμόρφωση, εκκινούμε από ένα έλλειμμα. Εδώ, δεν πρόκειται για οικονομικό έλλειμμα. Πράγματι, τα ΤΕΑ (Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης), σύμφωνα με τις αναλογιστικές τους μελέτες, είναι βιώσιμα και δεν θα μπορούσε να μην είναι, γιατί άλλως θα είχε ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργία τους και, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, θα είχαν λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση. Στην περίπτωση του ν. 5078/2023, το έλλειμμα, κατά το νομοθέτη, είναι κυρίως θεσμικό. Θεσμικά εμπόδια αντιτίθενται στην πλήρη ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα και γι’ αυτό επιχειρείται η απάλειψή τους με κατάλληλες προσαρμογές στο ισχύον καθεστώς. Αυτό αποτυπώνεται, άλλωστε, και στο άρθρο 1 του νόμου, όπου ορίζεται ρητά ο σκοπός του. Κατά τους όρους της διάταξης, «Σκοπός του παρόντος είναι η συνολική αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την προαιρετική επαγγελματική ασφάλιση, προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες να αναπτυχθεί περαιτέρω ο δεύτερος πυλώνας ασφαλιστικής προστασίας, να ενισχυθεί το εισόδημα των μελλοντικών συνταξιούχων με συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές, και ταυτόχρονα να καλλιεργηθεί η κουλτούρα συνταξιοδοτικής αποταμίευσης στους ασφαλισμένους, προς όφελος των ιδίων και, συνολικά, της εθνικής οικονομίας». Στο ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική Έκθεση επισημαίνεται ότι «Εκσυγχρονίζεται ο θεσμός της επαγγελματικής ασφάλισης μέσω μιας σειράς δομικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας των ΤΕΑ ώστε να αρθούν οι περιορισμοί που έχουν λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους».
Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης επιδιώκει να «ξεκολλήσει» τη χώρα μας από τις χαμηλότερες θέσεις της Ε.Ε. όπου βρίσκεται[1], όσον αφορά την επαγγελματική ασφάλιση. Το ερώτημα όμως είναι αν με το νέο θεσμικό πλαίσιο θα το πετύχει στην πράξη; Να σημειώσουμε ότι η παρθενογένεση των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης συντελέστηκε μόλις το 2002 με μια εκ των άνωθεν εμφύτευση (ν. 3029/2002). Χωρίς ιδιαίτερη παράδοση, μετά από μια εικοσαετία, η επαγγελματική ασφάλιση βρήκε πρόσφατα κάποιο βηματισμό, έστω και διστακτικό[2]. Επομένως, η αφετηριακή έγνοια του νομοθέτη ήταν να της δώσει περαιτέρω ώθηση και νέα πνοή.
Από μια συνολική ματιά, νομίζουμε ότι ο νομοθέτης με τον πρόσφατο νόμο θα πετύχει πολύ πιθανώς το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή, με την παρέμβασή του αναμένεται όχι μόνο η μη περαιτέρω ανάπτυξη των επαγγελματικών ταμείων, αλλά κι ο μαρασμός των ήδη υπαρχόντων. Αφού τα Ταμεία αυτά είναι προαιρετικά, όλα εξαρτώνται από τα κίνητρα που θεσπίζονται, και τα σχετικά κίνητρα απουσιάζουν ή άλλως αυτά που υπήρχαν, περιορίστηκαν σημαντικά.
Το κύριο ενδιαφέρον της αναμόρφωσης αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, η θωράκιση του θεσμού με τη συγκέντρωση της ασκούμενης εποπτείας (μεταφορά των διασπασμένων εποπτικών αρμοδιοτήτων στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το άρθρο 4, παρ. 8 ν. 5078/ 2023)[3], με τη θέσπιση κανόνων χρηστής διακυβέρνησης, με την ενίσχυση της διαφάνειας και της πληροφόρησης, με τη θέσπιση διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, κ.α. Ακόμη, ο νόμος επιδίωξε να διευκολύνει τη σύσταση ΤΕΑ με την απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσής τους, καθώς και με την αποδοχή Ταμείων από περισσότερους εργοδότες (πολυεργοδοτικά) – κατά την άποψη μας, θα έπρεπε στην τελευταία αυτή περίπτωση να είχε διατηρηθεί κάποια κλαδική συνάφεια, έτσι ώστε να υπάρχει η απαραίτητη «μαγιά» της επαγγελματικής αλληλεγγύης και των συνθηκών του κλάδου.
Όμως, πέρα από την εγγύηση της συνετούς διακυβέρνησης των Ταμείων, ο νομοθέτης επεκτάθηκε και στη ρύθμιση καταστατικών ζητημάτων που άπτονται προϋποθέσεων λήψης συνταξιοδοτικών παροχών και ύψους εισφορών (θέσπιση ανώτατου ύψους αυτών[4]). Ειδικότερα, το άρθρο 13 έθεσε ελάχιστες προϋποθέσεις που τα ΤΕΑ μπορούν να καταστήσουν μόνο αυστηρότερες (άρθρο 13, παρ. 1). Ειδικότερα, κατά τα οριζόμενα από το νόμο, «Τα Τ.Ε.Α. προβλέπουν στο καταστατικό τους, ως ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής: α) τη συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα ασφάλισης, ή β) την ηλικία των εξήντα δύο (62) ετών, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., όπως το ελάχιστο αυτό ηλικιακό όριο διαμορφώνεται κάθε φορά για τη λήψη πλήρους σύνταξης από τον κύριο φορέα ασφάλισης, ή γ) την ηλικία των πενήντα πέντε (55) ετών με τουλάχιστον είκοσι (20) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., ή ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης αν η εργασιακή σχέση τερματίζεται λόγω οικειοθελούς αποχώρησης με τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη, ή δ) τον τερματισμό της εργασιακής σχέσης χωρίς τη βούληση του εργαζομένου». Εξάλλου, προκειμένου να «κλειδώσει» τις παροχές, ο νομοθέτης προέβλεψε ότι δεν επιτρέπονται η λήψη δανείου, η προκαταβολή ή πρόωρη λήψη της συνταξιοδοτικής παροχής πριν από τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το καταστατικό προϋποθέσεων χορήγησής της –με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 4575/2018[5] και της παρ. 5 ν. 5078/ 2023 (περιορισμένη δυνατότητα πρόωρης λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής)[6].
Με τον τρόπο αυτό, ο νόμος μετέτρεψε τον «ρυθμισμένο χώρο» σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό που είναι ικανός να συρρικνώσει την οποιαδήποτε ελευθερία του δεύτερου πυλώνα (ΤΕΑ). Λησμονείται ότι όλα τα ΤΕΑ δεν είναι ίδια, αλλά χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη ποικιλία και ετερογένεια. Η αξία τους έγκειται στο ότι διαμορφώνονται με βάση τη βούληση και τις ανάγκες των μελών τους. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να βοηθήσει τα Ταμεία αυτά στην καταστατική τους διάπλαση, θα έπρεπε να το κάνει με κανόνες ενδοτικού δικαίου, όπως το επιχειρεί με την καθιέρωση ενός πρότυπου Καταστατικού, για όσα νέα Ταμεία θα δημιουργηθούν στο εξής.
Η επαγγελματική ασφάλιση στηρίζεται στην αυτονομία των συμμετεχόντων (άρθρο 12, παρ. 1 Συντ/τος). Βασικό χαρακτηριστικό των ΤΕΑ είναι η αυτοοργάνωση, αφού ιδρύονται με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία ατόμων που ανήκουν σε ορισμένη επαγγελματική ομάδα ή ακόμη και σε περισσότερες ομάδες (χωρίς επαγγελματική συνάφεια). Στο πλαίσιο της ιδιωτικής κοινωνικής ασφάλισης, τα μέλη είναι εκείνα που αποφασίζουν τη ρύθμιση των προϋποθέσεων χορήγησης των παροχών, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες και τις δυνατότητές τους. Γι’ αυτό τα επαγγελματικά Ταμεία είναι γνωστά σε άλλες νομοθεσίες ως «συμβατικά συστήματα» (systèmes conventionnels) και εμπίπτουν, κατά το ενωσιακό δίκαιο, στο άρθρο 56 της ΣΛΕΕ για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών[7]. Η συμβατική βάση επιβεβαιώνεται, άλλωστε, κι από το άρθρο 6, παρ. 1 του ν. 5078/2023, σύμφωνα με το οποίο τα ΤΕΑ ιδρύονται προαιρετικά, με βάση μονομερή δικαιοπραξία ή σύμβαση.
Από που εφορμά η Οδηγία και κατ’ επέκταση ο ν. 5078/2023, για να αναμορφώσει το θεσμικό πλαίσιο της επαγγελματικής ασφάλισης. Από αυτή την άποψη, να θυμίσουμε ότι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κατέδειξε ότι οι εποπτικοί μηχανισμοί δεν ήταν πρόσφοροι για την προστασία των μελών ΙΕΣΠ. Για την ενδυνάμωση του πλέγματος εγγυήσεων, προτάθηκε στις 27.3.2014 η αναθεώρηση της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ. Η πρόταση, γνωστή ως «IORP ΙΙ», ήταν κάτι περισσότερο από αναθεώρηση της Οδηγίας, αφού ενδυνάμωνε το ισχύον καθεστώς με νέες απαιτήσεις. Ενδεικτικά, ο αριθμός των άρθρων αύξησε από 24 σε 81. Η πρόταση αυτή τελικά κατέληξε στην Οδηγία ΕΕ 2016/2341 (αναδιατύπωση) που αρχικά με το ν. 4680/20 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη [Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (ΙΕΣΠ) και άλλες διατάξεις].
Άλλωστε, η Λευκή Βίβλος (Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις, COM/2012/055 final) είχε πολύ ορθά επισημάνει ότι η κρίση – εννοεί την κρίση του 2008 – έχει καταδείξει την ευπάθεια των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις και σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Επομένως, η επόμενη οικονομική κρίση θα πρέπει να βρει την επαγγελματική ασφάλιση προετοιμασμένη. Οι ανεπάρκειες του ν. 4680/2020 (ουσιαστικά επαναλάμβανε απλά τις προβλέψεις της Οδηγίας) έδωσαν την ευκαιρία όχι μόνο για μια πληρέστερη ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/2341, αλλά γι’ ένα συνολικότερο εκσυγχρονισμό του θεσμού της επαγγελματικής ασφάλισης. Όμως, εκτός από τα πεδία συμμόρφωσης, ο Έλληνας νομοθέτης ανέλαβε πρωτοβουλίες που, όπως είπαμε και θα δούμε παρακάτω, λειτουργούν ενάντια στη φύση και την αποστολή του δεύτερου πυλώνα. Πράγματι, οι επεμβάσεις του Έλληνα νομοθέτη σε καίρια σημεία του θεσμικού πλαισίου των ΤΕΑ, για τα οποία δεν υπήρχε ενωσιακή πρόβλεψη, εμφανίζονται αντίθετες στο σκοπό της επαγγελματικής ασφάλισης, οδηγώντας την σε μελλοντική αποθάρρυνση (μαρασμό).
Στο χώρο της επαγγελματικής ασφάλισης, ο ρόλος του κράτους οφείλει να είναι πρωτευόντως εποπτικός. Το κράτος έχει υποχρέωση να εγγυηθεί την ορθή και ασφαλή λειτουργία των Ταμείων. «Ο εποπτικός έλεγχος, ο οποίος αποβλέπει προεχόντως στην εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, αντανακλαστικά δε, μέσω αυτού (του ελέγχου), καταλήγει να προστατεύει εμμέσως τους ασφαλισμένους των εταιρειών αυτών» (κατ’ αναλογία[8] ΣτΕ 3783/2014). Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να σεβαστούν τα ΤΕΑ είναι η κεφαλαιοποίηση και η βιωσιμότητα. Η πρώτη μέθοδος χρηματοδότησης εμφανίζεται, σε κάποιο βαθμό, πιο ασφαλής απέναντι στο δημογραφικό παράγοντα, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη προβλεψιμότητα σε σχέση με το διανεμητικό σύστημα. Από την άλλη, οι αυστηροί κανόνες οικονομικής λειτουργίας των Ταμείων θωρακίζουν τη βιωσιμότητά τους. Εν συντομία, ο ρόλος του θεσμικού πλαισίου δεν είναι να υπαγορεύσει το «τι», αλλά το «πως». Δεν διαγράφει τους όρους, αλλά εγγυάται την τήρηση των όρων που έθεσε το Καταστατικό του Ταμείου.
Τα ΤΕΑ πρέπει να λειτουργούν στο φως (το δικό τους φως) της ημέρας υπό το άγρυπνο μάτι του κράτους. Από μόνα τους προσδιορίζουν το εύρος της προστασίας που θα παράσχουν στα μέλη τους. Ο ρόλος του κράτους περιορίζεται στη δημιουργία ενός πρόσφορου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των εν λόγω Ταμείων που στοχεύει στην προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων τους[9]. Αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι η επαγρύπνηση του κράτους για την ασφαλή λειτουργία των ΤΕΑ. Αν δεν θεσμοθετηθεί ένα κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, τότε τα επαγγελματικά Ταμεία θα είναι εκτεθειμένα στην κακοδιαχείριση και περαιτέρω στην απαξίωσή τους από τους εργαζομένους[10]. Μόνο όταν είναι σε θέση να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, μπορούν να αναπτυχθούν. Κι από αυτή την άποψη ο νέος νόμος εμφανίζει θετικά σημεία.
Χωρίς να έχει προηγηθεί ένας σοβαρός κοινωνικός διάλογος με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, η επιχειρούμενη αναμόρφωση, όπως προαναφέραμε, θα καταλήξει σε περαιτέρω αποθάρρυνση των ΤΕΑ. Ο παντοδύναμος νομοθέτης μεταχειρίστηκε τα εν λόγω Ταμεία κυριαρχικά σαν να επρόκειτο για δημόσιους φορείς ασφάλισης. Λησμόνησε ότι τα Ταμεία αυτά είναι ένα aliud σε σχέση με τη δημόσια ασφάλιση. Δεν υποκαθιστούν κανένα δημόσιο (υποχρεωτικό) φορέα. Οργανώνουν την επαγγελματική αλληλεγγύη, όποτε και όπως αυτά θέλουν να λάβει χώρα. Εντάσσονται ευρύτερα στο ασφαλιστικό σύστημα, επειδή καλύπτουν ασφαλιστικούς –κατά το νόμο, βιομετρικούς- κινδύνους. Ο νομοθέτης δεν μπορεί να επέμβει στη φυσιογνωμία τους παρά στο μέτρο που το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά τους. Ειδάλλως, καταλήγει στο να νοθεύσει το διακριτό τους ρόλο. Το καθήκον του νόμου είναι να εγκαθιδρύσει έναν έλεγχο, ώστε τα Ταμεία αυτά να είναι σε θέση να εκπληρώσουν όλα όσα υπόσχονται[11].
Πριν και μετά απ’ όλα, η αναμόρφωση της επαγγελματικής ασφάλισης θέτει ένα ζήτημα συνέπειας με το όλο συνταξιοδοτικό οικοδόμημα. Ο Έλληνας νομοθέτης, συμμορφούμενος προς τις ενωσιακές υποδείξεις – που απορρέουν από το soft law της ανοικτής μεθόδου συντονισμού, ακολουθεί την αντίληψη των πολλαπλών πυλώνων, όπου ο δεύτερος, ο επαγγελματικός και μη κερδοσκοπικός διαδραματίζει συμπληρωματικό ρόλο. Όλοι οι πυλώνες λειτουργούν στην πράξη ως συγκοινωνούντα δοχεία. Σύμφωνα με παραινέσεις συγγραφέων που τάσσονται σαφώς υπέρ των τριών πυλώνων, θα πρέπει να δημιουργείται ικανός «χώρος» για τις μη κρατικές συντάξεις. «Συνηγορία σε σύστημα πολλαπλών πυλώνων χωρίς περιορισμό του σημερινού κρατικού πυλώνα είναι η έκφραση μιας ευχής κενής περιεχομένου»[12]. Έτσι, η «κατάληψη» του χώρου της επαγγελματικής ασφάλισης από το ΤΕΚΑ σε συνδυασμό με την αιφνιδιαστική ανατροπή (ως προς τα φορολογικά κίνητρα και την αυτονομία) των κανόνων της επαγγελματικής ασφάλισης θα καταλήξουν στην πράξη στη μείωση του ρόλου των επαγγελματικών συντάξεων. Αν ο δεύτερος πυλώνας (μη κερδοσκοπικά ΤΕΑ) δεν μπορέσει να έχει το δικό του «μερίδιο» στο όλο σύστημα, τότε θα καταληφθεί από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Μέχρι πρόσφατα, το αγκάθι του συστήματος ήταν ο ρόλος της επικουρικής ασφάλισης. Είχε αναπτυχθεί ανορθόδοξα με χαρακτηριστικά κύριας ασφάλισης. Ήταν συμπληρωματική με χαρακτηριστικά κύριας. Από το ΕΤΕΑΕΠ (ΕΤΕΑ) και ένθεν μεταβλήθηκε σ’ ένα πιο ανταποδοτικό τμήμα του πρώτου πυλώνα. Η αλλαγή φυσιογνωμίας έλαβε χώρα αρχικά με την υιοθέτηση του διανεμητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης καθορισμένων εισφορών. Στη συνέχεια, για τους νέους – γι’ όλους όσους αναλαμβάνουν εργασία για πρώτη φορά από 1.1.2022, με τη δημιουργία του ΤΕΚΑ (ν. 4826/2021), η επικουρική ασφάλιση μεταλλάχθηκε σε κεφαλαιοποιητική, προκαλώντας μια διαφορετική σύγχυση, αυτή τη φορά με τα ΤΕΑ που λειτουργούν υποχρεωτικά με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα[13]. Πλέον, η επικουρική ασφάλιση κατέλαβε ζωτικό «χώρο» των ΤΕΑ. Από την άλλη πλευρά, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αισθανόντουσαν ότι απειλούνται από την επαγγελματική ασφάλιση, κατόρθωσαν με το νέο νόμο να την ανταγωνίζονται όχι μόνο με τους ίδιους, αλλά με ακόμη καλύτερους όρους. Από την όλη εξέλιξη, φαίνεται ότι τα ΤΕΑ δεν τα θέλουν κατά βάση ούτε το κράτος ούτε η αγορά.
Μετά τον σφιχτό εναγκαλισμό τους από το κράτος, τα ΤΕΑ έχουν περιορισμένη αυτονομία τόσο διαδικαστικά όσο και ουσιαστικά. Έτσι, φθάνουμε στο εξής συνονθύλευμα: ΤΕΑ με όρους συνταξιοδότησης από την κύρια, διαχείριση παρόμοια με το ΤΕΚΑ, φορολογική μεταχείριση όπως εκείνη των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών (ΟΑΣΣ). Για ποια ταυτότητα, επομένως, ομιλούμε; Και γιατί να εμπλακούν στη δημιουργία τους οι κοινωνικοί εταίροι; Μια με τα Ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης (ν. 4052/12), μια με την τελευταία μεταρρύθμιση που στερεί από τα ΤΕΑ κάποια πλεονεκτήματα, ο δεύτερος πυλώνας έχει απωλέσει την καθαρότητά του και περαιτέρω την ελκυστικότητά του. Μήπως, όλα μας οδηγούν σε μια αντίληψη δύο πυλώνων, δημόσιου και ιδιωτικού/ κερδοσκοπικού τομέα. Κράτος ή αγορά. Η πλήρης κατάργηση των ενδιάμεσων σωμάτων (του κοινωνικού μη κερδοσκοπικού).
Κατά το άρθρο 5 της Οδηγίας (ορισμοί), «ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών», ή «ΙΕΣΠ»: το ίδρυμα το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται, ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας με βάση συμφωνία ή σύμβαση η οποία έχει συναφθεί… Δηλαδή, οι παροχές χορηγούνται με βάση την αυτόνομη βούληση όσων έχουν δημιουργήσει το Ταμείο. Οτιδήποτε επιθυμείτε, είναι επιτρεπτό, αρκεί να είναι βιώσιμο και να προστατεύονται τα δικαιώματα των μελών. Δεν γίνεται λόγος για ταύτιση του τρόπου λειτουργίας των ΤΕΑ με τους φορείς κύριας ασφάλισης. Τα ΤΕΑ προσφέρουν κλαδική/ επαγγελματική διαφοροποίηση σε προαιρετική βάση.
Η Οδηγία δεν εμπεριέχει κάποιες αντίστοιχες διατάξεις, ούτε αντιλαμβάνεται τα Ταμεία αυτά αυστηρώς – από ουσιαστική άποψη – πλαισιωμένα από το κράτος. Η προστασία των ασφαλισμένων δεν αναφέρεται στις παροχές αυτές καθαυτές (ύψος – προϋποθέσεις), αλλά στο «πως» θα διασφαλίζεται η χορήγησή τους. Αν οι καταστατικές ρυθμίσεις είναι ευνοϊκές, δεν πειράζει, αρκεί το Ταμείο να είναι βιώσιμο. Ειδάλλως, η εποπτική αρχή έχει πάντα τη δυνατότητα επιβολής μέτρων, κυρώσεων και εν τέλει ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του Ταμείου, για διασφαλίσει τη σταθερότητα, καθώς και την αξιοπιστία του (άρθρα 52 επ. του ν. 5078/2023).
Ο νομοθέτης μπορεί να επέμβει στον τρόπο οργάνωσης των ΤΕΑ αφενός για να επιβάλλει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα – εφόσον αυτά χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές, αφετέρου για να προβλέψει το απολύτως αναγκαίο περιεχόμενο του Καταστατικού τους[14]. Ο ορισμός ενός ελάχιστου περιεχομένου (αναφορά θεμάτων προς καταστατική ρύθμιση) (άρθρο 9 ν. 5078/2023) είναι κατανοητός και δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση, γιατί αφορά τη λειτουργικότητα των ίδιων των ΤΕΑ. Ο κάθε ενδιαφερόμενος θα πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων τους όρους ασφάλισής του (δικαιώματα και υποχρεώσεις). Αντίθετα, η επιβολή ελάχιστων όρων για τη λήψη των παροχών, όπως κι η πρόβλεψη ανώτατου ορίου στις εισφορές, θέτει ζήτημα συμβατότητας της νομοθετικής παρέμβασης με το Σύνταγμα και ειδικότερα προσβολής του άρθρου 12, παρ. 1 Συντ/τος (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι)[15]. Ας σημειώσουμε ότι το προηγούμενο καθεστώς (ν. 3029/2002) δεν επενέβαινε καθόλου στους όρους χορήγησης των παροχών κι από αυτή την άποψη ήταν πιο συμβατό με τις προβλέψεις του Συντ/τος.
Το ανωτέρω ζήτημα (των ορίων της νομοθετικής παρέμβασης στον τρόπο οργάνωσης) τίθεται για πρώτη φορά όσον αφορά τα ΤΕΑ. Δεν είχε απασχολήσει στο παρελθόν τα δικαστήρια με άλλη ευκαιρία. Έχει επιλυθεί για τα αλληλοβοηθητικά που ωστόσο έπαιξαν ένα διαφορετικό ρόλο στο συνταξιοδοτικό μας σύστημα. Τα τελευταία συστήνονται κι αυτά με βάση το άρθρο 12, παρ. 1 του Συντ/τος, για να παρέχουν αλληλοβοήθεια στα μέλη τους που είναι εργαζόμενοι ορισμένου κλάδου, επαγγέλματος ή επιχείρησης. Ιδρύθηκαν και λειτούργησαν, κατ’ αρχήν, ως ΝΠΙΔ με σωματειακή δομή (μη κερδοσκοπικού σκοπού), μην ασκώντας δημόσια εξουσία. Στο όλο ασφαλιστικό οικοδόμημα εντάχθηκαν ως ιδιωτικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί[16] στο δεύτερο πυλώνα ή στον πρώτο αν λειτουργούσαν καθ’ υποκατάσταση της δημόσιας (συνήθως, επικουρικής) ασφάλισης. Το ΣτΕ έχει κατατάξει τα αλληλοβοηθητικά Ταμεία σε μια ενδιάμεση κατηγορία φορέων, στους ιδιωτικούς φορείς που λειτουργούν ως υποκατάστατο της υποχρεωτικής (επικουρικής) ασφάλισης.
Ειδικότερα, με τους δημόσιους φορείς εξομοιώθηκαν νομολογιακά οι ιδιωτικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί, τους οποίους ο νομοθέτης αντιμετώπισε ως ομολόγους προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής (επικουρικής) κοινωνικής ασφάλισης. Η νομολογία έκρινε ότι οι ιδιωτικοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης (αλληλοβοηθητικά ταμεία), όπως λ.χ. ήταν οι φορείς επικουρικής ασφάλισης τραπεζοϋπαλλήλων, υποκαθιστούσαν αντίστοιχους δημόσιους φορείς στο χώρο της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης[17]. Κι αυτό συνέβαινε γιατί ο νομοθέτης επέτρεπε στα πρόσωπα που υπαγόντουσαν στα ταμεία αυτά, να εξαιρεθούν από την αντίστοιχη υποχρεωτική, δημόσια ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ (πρώην ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, ΕΤΕΑ και νυν ΕΤΕΑΕΠ) (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 997/79, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18, παρ. 3 ν. 1902/90). Δηλαδή, η εξαίρεση από ένα δημόσιο κι η υποχρεωτική υπαγωγή σ’ έναν ιδιωτικό φορέα επιδρούσαν στη φύση του.
Λόγω της θέσης αυτής των εν λόγω Ταμείων, η νομολογία παρέκαμψε όλα τα ζητήματα συνταγματικότητας που προέκυψαν από τις νομοθετικές παρεμβάσεις στην καταστατική τους ελευθερία (καθιέρωση από το νόμο ορίων συνταξιοδότησης, κ.α.). Γενικά, ο περιορισμός της αυτονομίας των ιδιωτικών φορέων κρίθηκε από τη νομολογία ως συνταγματικός[18], στο βαθμό που υποκαθιστούσαν αντίστοιχους δημόσιους φορείς στον χώρο της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης. Η παροχή επικουρικής σύνταξης στα μέλη του αλληλοβοηθητικού Ταμείου διέπεται από τις καταστατικές του διατάξεις[19], μόνο στο μέτρο που αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις ισχύουσες νομοθετικής προέλευσης κανονιστικές προβλέψεις. Οι παροχές δεν έχουν αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν ασφαλιστικές παροχές ρυθμιζόμενες από το νόμο[20]. Πάντως, οι περιορισμοί που επιβάλλει ο νομοθέτης, δεν επιτρέπεται να θίξουν τον πυρήνα του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Δεν μπορούν να καταλήξουν σε ουσιώδη αποδυνάμωση ή κατάργηση του δικαιώματος.
Ομοίως, τα ταμεία επαγγελματικής υποχρεωτικής ασφάλισης, που ιδρύονται με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4052/2012, δεν ταυτίζονται με τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 (ν. 5078/2023), δεδομένου ότι τα τελευταία αποτελούν φορείς προαιρετικής ασφάλισης, η δε ίδρυσή τους εναπόκειται στην ιδιωτική βούληση. Αντιθέτως, τα ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης του ν. 4052/2012 αποτελούν φορείς που ιδρύονται από το νόμο κι όχι με βάση την ιδιωτική βούληση, κατόπιν αυτοδίκαιης μετατροπής δημόσιου φορέα επικουρικής ασφάλισης και κατ΄ επέκταση, κατόπιν διάθεσης στον νέο φορέα περιουσιακών στοιχείων με δημόσιο χαρακτήρα.
Όπως κρίθηκε από το ΣτΕ[21], και τα Ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης λειτουργούν καθ’ υποκατάσταση των δημόσιων φορέων, δεν είναι τα γνωστά ΝΠΙΔ. Οι φορείς αυτοί διατηρούν, σε κάποιο βαθμό, την ιδιωτική τους φυσιογνωμία, ενώ παράλληλα χάνουν μέρος της αυτονομίας τους. Η ανάθεση δημόσιας επικουρικής ασφάλισης σε ΝΠΙΔ είναι επιτρεπτή, με τον όρο της «μετάλλαξης» του καθαρά ιδιωτικού του χαρακτήρα. Άρα, ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει σε ανάθεση τέτοιων λειτουργιών σε ΝΠΙΔ με αντάλλαγμα την ανάλογη μεταχείρισή του ως ΝΠΔΔ. Πρόκειται για μορφή «δημοσιοποίησης» νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου στα οποία ανατίθεται, κατά παρέκκλιση, έργο δημόσιας επικουρικής ασφάλισης[22]. Δεν αναιρείται δε ο δημόσιός τους χαρακτήρας, εκ του λόγου ότι ο νομοθέτης καθορίζει διαφορετικό τρόπο διαχείρισης και επένδυσης των αποθεματικών τους, καθώς και διαφορετικό τρόπο επιλογής των διοικούντων αυτά.
Και στις δύο προηγούμενες κατηγορίες φορέων, παρατηρούμε ότι καθοριστικός παράγοντας για τη νομιμότητα της δραστικής επέμβασης του νομοθέτη στο εσωτερικό τους ήταν ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ασφάλισής τους. Η υποχρεωτικότητα είναι εκείνη που οδηγεί σε αδυναμία (ή περιορισμό) επίδρασης της ιδιωτικής βούλησης στη διαμόρφωση της έννομης σχέσης[23]. Άρα, στην προαιρετική ασφάλιση, όπως εκείνη των ΤΕΑ, η βούληση των μερών ανακτά τη σημασία της. Κατά την εμβληματική και πρωτοπόρα απόφαση Ολομ. ΣτΕ 5024/1987, «Η σύσταση βέβαια αλληλοβοηθητικών ταμείων είναι ελεύθερη βάσει του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, οι υποχρεώσεις δε των μελών του σωματείου έναντι αυτού καθορίζονται καταρχήν δικαιοπρακτικώς, δηλ. από το καταστατικό του σωματείου. Η ελευθερία αυτή δεν περιορίζεται από το άρθρο 22 παρ. 4 Συντάγματος που αναφέρεται μόνο στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, την οποία και εξαιρεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν απαγορεύει δε, η διάταξη αυτή, τη συμμετοχή σε αλληλοβοηθητικά ταμεία και γενικώς την προαιρετική ασφάλιση, την οποία αφήνει στη διάθεση των ενδιαφερομένων».
Στην προαιρετική (επαγγελματική) ασφάλιση πολύ σημαντική είναι η αρχή της εμπιστοσύνης και του «pacta sunt servanda» (συμβατική ελευθερία). Δεν μπορούν να επιβάλλονται οι όροι ασφάλισης παρά τη θέληση των μελών. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι χορηγούμενες από τα ανωτέρω Ταμεία συντάξεις δεν καταλήφθηκαν από τις μειώσεις των συντάξεων ν. 4093/12 και 3986/11[24]. Οι συντάξεις των ΤΕΑ, λόγω της απουσίας του κράτους από τη χρηματοδότησή τους, δεν επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το έλλειμμα ή το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης. Μπορούν να μειωθούν μόνο κατά το ποσοστό που προέκυψε με βάση αναλογιστική μελέτη βιωσιμότητάς τους.
Μπορεί τα ΤΕΑ να χορηγούν παροχές για βιομετρικούς κινδύνους (θάνατο, ανικανότητα και μακροζωϊα), ωστόσο, δεν υπάρχει υποχρέωση εναρμόνισής τους με το δημόσιο σύστημα[25]. Δεν εξαρτώνται ούτε ακολουθούν τις προβλέψεις για τις δημόσιες συντάξεις. Οι βιομετρικοί κίνδυνοι αποτιμώνται και προσδιορίζονται από τα ίδια τα ΤΕΑ με βάση τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες ανάγκες των μελών τους. Φυσικά, ο συμβατικός χαρακτήρας των εν λόγω καθεστώτων τα επιτρέπει, αν το επιθυμούν, να προσδεθούν στις ρυθμίσεις της υποχρεωτικής ασφάλισης. Όταν ομιλούμε για συμπληρωματική ασφάλιση, όπως το όριζε ο ν. 3029/2002, πρόκειται για προστασία πέραν της κύριας (άρθρο 7, παρ. 3). Δεν εννοούμε μια ασφάλιση που έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια. Τέτοιο χαρακτήρα έχει μόνο η (υποχρεωτική, δημόσια) επικουρική. Όπως επισημαίνεται, «η ανάδειξη της αξίας του δεύτερου πυλώνα προκύπτει από την ανάδειξη της ιδιαιτερότητάς του έναντι του αντίστοιχου πρώτου και τρίτου. Αυτή συνίσταται στο μη κερδοσκοπικό του χαρακτήρα, και καθώς και στην εγγενή ελευθερία του κάθε ταμείου να αποφασίζει για τον τρόπο υλοποίησης των σκοπών του» [26]. Επομένως, το κάθε ΤΕΑ θα προσδιορίσει κατά το δοκούν την «εγγύτητα στη συνταξιοδότηση» για τη λήψη της προβλεπόμενης από το Καταστατικό παροχής κι όχι καθ’ υπαγόρευση του δημόσιου συστήματος.
Κατά δεύτερο λόγο, η σημασία της φορολογικής νομοθεσίας είναι πολύ μεγάλη για την ανάπτυξη της επαγγελματικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, ο πιο διαδεδομένος τρόπος ενίσχυσης της επαγγελματικής ασφάλισης είναι η θέσπιση φορολογικών κινήτρων[27]. Αυτό είχε επισημάνει κι η Λευκή Βίβλος (Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις, COM/2012/055 final) : «Η επικουρική συνταξιοδοτική αποταμίευση πρέπει να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στη διασφάλιση της μελλοντικής επάρκειας των συντάξεων και, κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους για τη βελτίωση της οικονομικής αποδοτικότητας, της ασφάλειας και της ισότιμης πρόσβασης σε επικουρικά συστήματα συνταξιοδότησης. Σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό διαδραματίζουν τα φορολογικά και άλλα οικονομικά κίνητρα, καθώς και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτά τα εργαλεία χρησιμοποιούνται κατά πολύ διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες χώρες της ΕΕ, και για το λόγο αυτό υπάρχει ευρύ πεδίο για αμοιβαία μάθηση».
Υποκίνηση (κίνητρα) και εμπιστοσύνη (μη αιφνίδια ανατροπή) θα πρέπει να είναι οι δύο άξονες φορολογικής μεταχείρισης των παροχών της επαγγελματικής ασφάλισης. Κατ’ αρχήν, η φορολόγηση πρέπει να είναι ευνοϊκή. Ο νομοθέτης του 2023 κάνει λόγο στην αιτιολογική έκθεση για «λελογισμένα» κίνητρα που δεν αποβαίνουν σε βάρος των λοιπών φορολογουμένων. Αναζήτησε μια προσεκτική στάθμιση των ωφελειών και των αντοχών του κρατικού προϋπολογισμού. Πέτυχε το στόχο της εξισορρόπησης αυτής ; Δεν το νομίζουμε. Με τον τρόπο και το ύψος φορολόγησης που ακολούθησε, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μια κάμψη της διστακτικότητας των Ελλήνων εργαζομένων και των επιχειρήσεων απέναντι στην επαγγελματική ασφάλιση. Κατά τη γνώμη μας, για να λειτουργήσει η φορολόγηση ως κίνητρο, θα πρέπει να λάβει κυρίως τη μορφή ανώτατου ορίου φοροαπαλλαγής των παροχών. Η κοινωνική σκοπιμότητα των επαγγελματικών παροχών επιβάλλει να μη φορολογούνται από το πρώτο ευρώ[28].
Ειδικότερα, μετά το ν. 5078/2023, οι συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης φορολογούνται αυτοτελώς μέχρι 20%, με μια κλιμάκωση ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης και το αν καταβάλλονται εφάπαξ ή περιοδικά[29]. Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης ρευστοποίησης του ατομικού του λογαριασμού. Ειδικά για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης ή σε ταμείο της παρ. 20 του άρθρου 6 ν. 3029/2002 μετά τα πενήντα πέντε (55) έτη, οι συντελεστές της περ. (i) προσαυξάνονται κατά πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε έτος που υπολείπεται των πέντε (5) ετών ασφάλισης. Εξάλλου, ο νομοθέτης έκρινε ότι οι περιοδικές παροχές πρέπει να έχουν μια ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση το εφάπαξ. Από την τελευταία αυτή άποψη, νομίζουμε ότι ο νομοθέτης αγνόησε ανάγκες των εργαζομένων που μπορεί να καλύψει μια εφάπαξ παροχή.
Επειδή οι παροχές των ΤΕΑ στηρίζονται σε σχέσεις μεγάλης διάρκειας, μεγάλη σημασία έχει θεσμική σταθερότητα[30]. Κατά συνέπεια, η φορολογική μεταχείρισή τους δεν μπορεί να ανατρέπεται αιφνιδίως. Η επιταγή αυτή έχει αποτυπωθεί στη νομολογία του ΣτΕ (Ολομ. 691/2019). Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος [ΣτΕ Ολομ. 2649, 1738/2017, άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης» στο οποίο προβλέπεται, μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης, και η αρχή της ασφάλειας δικαίου], και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (ΣτΕ Ολομ. 2649/2017, 2034/2011), επιτάσσει ο φορολογούμενος να γνωρίζει έγκαιρα το φορολογικό καθεστώς που διέπει την οικονομική συμπεριφορά του και να μπορεί να προγραμματίζει και να λαμβάνει τις οικονομικού χαρακτήρα αποφάσεις του επί τη βάσει δεδομένων, σαφών και προβλέψιμων κανόνων, όσον αφορά τη φορολογική τους αντιμετώπιση, ώστε να εμπεδώνεται κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του Κράτους που συμβάλλει στην ορθολογική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η οποία στηρίζεται στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, υπό τον εγγυητικό και ρυθμιστικό ρόλο του κράτους (άρθρο 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, και, περαιτέρω, να μην αφήνεται έκθετος σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί σε συνδυασμό και με τις συνεχείς μεταβολές της φορολογικής νομοθεσίας-παράγοντα κλονισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων του, γεγονός που μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες και ως προς το ύψος των φορολογικών εσόδων.
Ειδικά, όταν καθιερώνονται κίνητρα, δεν μπορούν να ανακαλούνται αιφνιδιαστικά. Το κίνητρο διαμορφώνει συμπεριφορές που δεν θα λάμβαναν χώρα αν αυτό απουσίαζε. Ιδιαίτερα στην προαιρετική ασφάλιση, όπως είναι η επαγγελματική, η καθιέρωση ή η αύξηση φορολογίας των παροχών θα πρέπει να ισχύσει για τους νεοεισερχόμενους στην ασφάλιση[31]. Τότε μαθαίνουν τους όρους κι εφόσον τους αποδέχονται, προσχωρούν στο Ταμείο. Διαφορετικά, κανείς δεν θα πιστεύει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει νέα φορολόγηση των παροχών με ακόμη πιο υψηλούς συντελεστές. Δεν είναι νόμιμο να «παγιδεύονται» οι ασφαλισμένοι σ’ ένα καθεστώς που μπορεί να αλλάξει αιφνιδίως επί το δυσμενέστερον.
Ένα τελευταίο σημείο είναι εκείνο της εξομοίωσης που ο ν. 5078/2023 λαμβάνει ως δεδομένη, ενώ για μας δεν είναι. Η φορολογική μεταχείριση των επαγγελματικών παροχών εξομοιώνεται μ’ εκείνη των ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων (ΟΑΣΣ) (άρθρο 107), αν και στην αιτιολογική έκθεση γίνεται λόγος για σεβασμό των «ιδιαιτεροτήτων του κάθε προϊόντος». Από πού όμως ορμώμενος ο νομοθέτης αντιμετωπίζει ομοιόμορφα τις εν λόγω δύο κατηγορίες. Παραβλέπει τον κοινωνικό χαρακτήρα των ΤΕΑ. Όπως το επισημαίνει –κι εδώ- η αιτιολογική έκθεση, ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των ΤΕΑ συναρτάται με τον κοινωνικό τους σκοπό[32]. Η παράβλεψη του χαρακτηριστικού αυτού στη φορολόγηση θα αποτελέσει, κατά την άποψη μας, μοιραίο για το μέλλον της επαγγελματικής ασφάλισης στην Ελλάδα.
Άγγελος Στεργίου
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
[1] Οι συγκρίσεις είναι συντριπτικές : στην Ευρώπη, η συμμετοχή των εργαζομένων είναι μαζική στα επαγγελματικά ταμεία με την αξία των περιουσιακών στοιχείων τους να υπερβαίνει τα τρία τρισ. Αυτό που χαρακτηρίζει την επαγγελματική ασφάλιση είναι η μεγάλη ποικιλομορφία της.
[2] Τα στοιχεία είναι από κάθε άποψη πενιχρά : στη χώρα μας λειτουργούν 28 ΤΕΑ και Ιδρύματα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (ΙΕΣΠ) που έχουν συσταθεί κατά κύριο λόγο από εργοδότες, με τριακόσια εκατομμύρια ευρώ κεφάλαια διαχείρισης και 50.000 ασφαλισμένους (ήτοι το 2,2% του συνόλου των ενεργών ασφαλισμένων).
[3] Εγκαταλείπεται η τριμερής εποπτεία που κρίθηκε δυσκίνητη και υιοθετείται ένα συγκεντρωτικό μοντέλο. Ο νόμος παραβλέπει τα σοβαρά μειονεκτήματα που έχει ο τρόπος αυτός εποπτείας. Νομίζουμε ότι η λύση αυτή εντάσσεται στην προσπάθεια του νομοθέτη να εξισώσει την επαγγελματική ασφάλιση με την ιδιωτική. Βλ. Ο. Μαυροκώστα, Ζητήματα εποπτείας των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης, ΘΠΔΔ 4/2022, σελ. 371
[4] Κατά το άρθρο 105, οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν ο εργαζόμενος και ο εργοδότης υπέρ των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν ετησίως και σωρευτικά: α) Για τους μισθωτούς και όσους αποκτούν εισόδημα από μισθωτή εργασία, το είκοσι τοις εκατό (20%) του ακαθάριστου εισοδήματός τους από τη μισθωτή εργασία. β) Για τους μη μισθωτούς, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κάθε έτος σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή όπως διαμορφώνεται την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
[5] Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών – μελών, με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης» (L 128/1 της 30.4.2014) και άλλες διατάξεις.
[6] «Πρόωρη λήψη συνταξιοδοτικής παροχής δύναται να προβλέπεται από το καταστατικό του Τ.Ε.Α. και τους όρους του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, εφόσον έχουν διανυθεί τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α. και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήψης προκαταβολής της παρ. 2. Η ως άνω πρόβλεψη δεν είναι ασύμβατη με τη διατήρηση της ιδιότητας του μέλους. Σε περίπτωση προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών των οποίων τα μέλη φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο, η πρόωρη λήψη του πρώτου εδαφίου καταβάλλεται άπαξ και δεν δύναται να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας του λογαριασμού του μέλους κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης».
[7] Βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου, Το καθεστώς των ΤΕΑ υπό το φως της Οδηγίας 2341/16/ΕΕ που αναμένεται να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, ΔΕΝ 2019, σελ. 402.
[8] Αφορούσε την ασφάλεια ζωής από ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
[9] Βλ. Α. Στεργίου, Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης ως ιδιωτικοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ΕΔΕΚΑ, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 15.
[10] Πρβλ. Π. Ζαμπέλη, Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης στην Ελλάδα – Η προοπτική της ανάπτυξης, στο Το ελληνικό σύστημα ασφαλιστικής προστασίας, 2010, σελ. 164.
[11] Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των παροχών απαιτεί ένα διηνεκή έλεγχο της βιωσιμότητάς τους.
[12] Βλ. Μ. Νεκτάριος – Π. Τήνιος – Γ. Συμεωνίδης, Συντάξεις για νέους, Αθήνα, 2018, σελ. 96.
[13] Άλλωστε, η μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε επαγγελματική υπήρχε ως πρόταση, αλλά προσέκρουε στη νομολογία του ΣτΕ που εντάσσει την επικουρική στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22, παρ. 5 Συντ/τος).
[14] Βλ. Μ. Μπάκαβου, Κοινωνική ασφάλιση μισθωτών. Συμπληρωματικές μορφές, 2015, σελ. 232.
[15] Βλ. ενδεικτικά Γ. Καραβοκύρη, στο Syntagmawatch.
[16] Βλ. Α.Π. 1590/99, ΝοΒ 2000, σελ. 1273, Α.Π. 1466/99, ΕΔΚΑ 2000, σελ. 32.
[17] Βλ. ΣτΕ 2199/10 Ολομ., ΕΔΚΑ 2010, σελ. 1114, ΣτΕ 240/2006 Πρακτικό Συνεδρίασης και Γνωμοδότηση Ολομ., ΕΔΚΑ 2006, σελ. 599.
[18] Βλ. Γ. Λεβέντη – Γ. Ψηλού, Τα ταμεία αλληλοβοηθείας μετά την πρόσφατη αναμόρφωση της νομοθεσίας των κοινωνικών ασφαλίσεων, ΔΕΝ 1994, σελ. 833 επ.
[19] Δεν συνιστούν κανόνες δικαίου, αφού το καταστατικό αποτελεί δικαιοπραξία (ΑΠ 1373/2017).
[20] Βλ. ΕιρΑθ 1201/15, ΔΕΝ 2016, σελ. 745.
[21] Βλ. ΣτΕ 960/17, αρ. 22.
[22] Βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, Ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης. Κάποιες σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΔΠρΑθ 2561/2021, ΔτΚΑ 3/2021, σελ. 484.
[23] Βλ. Ο. Αγγελοπούλου, Η υποχρεωτικότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα ης κοινωνικής ασφάλισης, 2003, σελ. 136.
[24] Βλ. Εγγρ. ΓΓΚΑ Φ.51020/8925/171/13.5.2013, ΕΔΚΑ 2013, σελ. 496.
[25] Βλ. J. Sarmento Barra, Les fonds de pension au Brésil : l’influence du droit communautaire, RDSS 2016, 860.
[26] Βλ. Χ. Φύτρος, Ο δεύτερος πυλώνας ασφαλιστικής προστασίας σε περιόδους κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συλλογικό έργο, Το ελληνικό σύστημα ασφαλιστικής προστασίας, 2010, σελ. 23.
[27] Βλ. Α. Στεργίου, Η κοινωνική προστασία στον Καναδά, 2003, σελ. 109.
[28] Βλ. καναδική εμπειρία, Α. Στεργίου, ό.π., σελ. 109.
[29] (i) Για παροχές που αντιστοιχούν σε έως πέντε (5) έτη ασφάλισης, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ. (ii) Για παροχές που αντιστοιχούν σε περισσότερα από πέντε (5) και έως δέκα (10) έτη ασφάλισης, με συντελεστή επτάμιση τοις εκατό (7,5%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ. (iii) Για παροχές που αντιστοιχούν σε περισσότερα από δέκα (10) και έως είκοσι (20) έτη ασφάλισης, με συντελεστή πέντε εκατό (5%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ. (iv) Για παροχές που αντιστοιχούν σε περισσότερα από είκοσι (20) έτη ασφάλισης, με συντελεστή δυόμιση τοις εκατό (2,5%) εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ
[30] Βλ. Ο. Αγγελοπούλου, ό.π., σελ. 294 επ.
[31] Δεν είναι δυνατόν να ζητάει ο νόμος αναδρομικά από ομογενείς από την Τουρκία να κατοικούν μονίμως και συνεχώς εκεί, αφού ήδη εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (ΣτΕ 3777/08).
[32] Βλ. Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 4η εκδ., 2022, σελ. 192 επ.