Εισαγωγή
Στο βιβλίο του ο Καθηγητής Αντώνης Μεταξάς στοιχειοθετεί την ακόλουθη θέση:
(παραθέτω)
«… σήμερα τόσο η προστασία της ίδιας της υπόστασης του μοντέλου αυξημένης προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και διακυβέρνησης που συγκροτείται στη βάση της ύπαρξης και αποτελεσματικής λειτουργίας ανεξάρτητων αρχών όσο και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δράσης τους ανάγεται, ανεξαρτήτως τυχόν παράλληλης συντρέχουσας κανονιστικής τους θεμελίωσης και στο εθνικό δίκαιο, απευθείας στο ενωσιακό δίκαιο. Η ίδρυση και η λειτουργία τους, ούσα αρρήκτως συνδεδεμένη με την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία αποτελεί δομική αρχή της ενωσιακής έννομης τάξης, όπως ρητά κατοχυρώνεται στη θεμελιακή διάταξη του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), κατατείνει σε μία δικαιοκρατικού προσανατολισμού εναρμόνιση στα κράτη μέλη της Ένωσης. Η κανονιστική διασύνδεση των ανεξάρτητων αρχών με το ενωσιακό δίκαιο συνιστά γεγονός παραπέμπον σε παράδειγμα, με την επιστημολογική έννοια του όρου, ποιοτικής αναδιάρθρωσης της κρατικής εξουσίας μέσω της δημιουργίας θεσμικών αντιβάρων … και μηχανισμών ελέγχου της εκτελεστικής λειτουργίας αλλά και των ιδιωτικών δρώντων».
Η θέση αυτή του συγγραφέα στηρίζεται στη σημασία που αποδίδει στη διάταξη του άρθρου 2 της ΣΕΕ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:
(παραθέτω)
«… αν κανείς ήθελε να εντοπίσει την κανονιστική διάταξη στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο στην οποία συμπυκνώνεται σήμερα ο νομικά δεσμευτικός για τα κράτη μέλη ταυτοτικός προσανατολισμός του ενωσιακού εγχειρήματος, θα έλεγε κανείς ο συνταγματικός πυρήνας του, αυτή είναι η διάταξη του άρθρου 2 της ΣΕΕ».
Η διάταξη λοιπόν αυτή, κεφαλαιώδους σημασίας για την κατανόηση του επιχειρήματος του συγγραφέα, έχει ως εξής:
(παραθέτω)
«Η ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».
Το βασικό αυτό επιχείρημα του συγγραφέα, ο Πρόεδρος Χρήστος Ράμμος, που έγραψε τον πρόλογο στο βιβλίο, διατυπώνει συνοπτικά ως εξής:
(παραθέτω)
«… από το άρθρο 2 της ΣΕΕ, από τα επιμέρους άρθρα της Συνθήκης που κατοχυρώνουν τις ενωσιακές ελευθερίες και τέλος από τις αντίστοιχες διατάξεις του Χάρτη απορρέει ως δεσμευτική ενωσιακή γενική επιταγή η αρχή ότι πρέπει να κατοχυρώνεται στα κράτη μέλη η λειτουργία θεσμών που εγγυώνται αμερόληπτα την αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών του κράτους δικαίου και τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών σε αυτά, και τούτο ακόμη και όταν η ίδρυση τέτοιων θεσμών δεν προκύπτει ρητά ως υποχρέωση από συγκεκριμένη διάταξη του ενωσιακού δικαίου».
Αυτή τη θέση θα σχολιάσω στα επόμενα λεπτά.
Όπως ακούσατε ήδη, ο συγγραφέας θεωρεί τις ανεξάρτητες αρχές θεσμικά αντίβαρα αλλά και μηχανισμούς ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, ή, όπως διαφορετικά τις αποκαλεί, θεσμικές ανασχέσεις στην κυβερνητική εξουσία.
Αυτό με οδηγεί να ασχοληθώ κατά πρώτο λόγο με τη φύση των ανεξάρτητων αρχών εντός του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, δίνοντας έμφαση σε αυτές ως προς τις οποίες υφίσταται συνταγματική πρόβλεψη, που είναι άλλωστε και αυτές που συνδέονται άμεσα με τη θεραπεία των αρχών του κράτους δικαίου.
Κατόπιν, θα εξετάσω αν αυτές οι ανεξάρτητες αρχές υπάγονται απευθείας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, ή έστω δύνανται να υπαχθούν απευθείας στην κανονιστική δεσμευτική εμβέλεια του άρθρου 2 της ΣΕΕ και του εν γένει ενωσιακού δικαίου, ανεξάρτητα από ρητή πρόβλεψη περί αυτών στο δίκαιο αυτό.
Ι
Παρατηρήσεις για τις ανεξάρτητες αρχές ως θεσμών του εθνικού μας συνταγματικού δικαίου
Το πρώτο μέρος της ομιλίας μου συγκροτείται από έξι παρατηρήσεις.
Παρατήρηση πρώτη
Το Σύνταγμα, με την Αναθεώρηση του 2001, προέβλεψε την ύπαρξη πέντε ανεξάρτητων αρχών. Στις οικείες συνταγματικές προβλέψεις για το καθεστώς τους υπάγονται μόνον αυτές και δεν υπάγονται κατ’ αναλογία, όπως διακήρυξε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ. 911/2021 σκέψη 20), οι απλώς νομοθετικώς προβλεπόμενες αρχές, έστω και αν αυτές θα μπορούσαν, για ουσιαστικούς λόγους, να χαρακτηριστούν ως ανεξάρτητες.
Παρατήρηση δεύτερη
Οι ανεξάρτητες αρχές, όλες, και αυτές για τις οποίες υφίσταται συνταγματική πρόβλεψη, είναι διοικητικές αρχές, υπό την έννοια ότι, κατά τη βασική, μη υποκείμενη σε αναθεώρηση, τριμερή διάκριση των κρατικών λειτουργιών, αυτές ανήκουν στην εκτελεστική λειτουργία. Η παρέμβαση της Βουλής κατά τον ορισμό των μελών των συνταγματικώς προβλεπόμενων αρχών, αλλά και για την παρακολούθηση των εργασιών τους, που προβλέφθηκε ρητώς στο Σύνταγμα, δεν είναι επαρκής για να περιαχθούν οι αρχές αυτές εντός της νομοθετικής λειτουργίας ως όργανά της. Η αρμοδιότητα αυτή της Βουλής απλώς υποκαθιστά, στο κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα, το μέρος της εν γένει κοινοβουλευτικής λειτουργίας που θα ησκείτο άλλως στην πολιτικώς υπεύθυνη έναντι της Βουλής κυβέρνηση.
Παρατήρηση τρίτη
Καμία αλλοίωση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών των δικαστικών αρχών δεν προέκυψε, και δεν ήταν νομικώς εφικτό να προκύψει, από την πρόβλεψη στο Σύνταγμα, με την Αναθεώρηση του 2001, πέντε ανεξάρτητων αρχών. Ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης δεν είχε λάβει στο εν λόγω θέμα την εξουσιοδότηση να εισέλθει στο τείχος των διατάξεων των άρθρων 87 και επόμενων του Συντάγματος που προβλέπουν τα περί δικαστικής εξουσίας. Συνεπώς, ούτε οι ανεξάρτητες αρχές μπορεί να ασκήσουν αρμοδιότητες επέμβασης στο έργο των δικαστικών αρχών, ούτε οι αρμοδιότητες των δικαστικών αρχών μπορεί να περιοριστούν στο έργο τους χάριν της ελευθερίας δράσεως των ανεξάρτητων αρχών.
Παρατήρηση τέταρτη
Εντός του συστήματος διάκρισης των λειτουργιών που καθιδρύει το Σύνταγμα, τα θεσμικά αντίβαρα στην εκτελεστική εξουσία, και ιδίως οι θεσμικές ανασχέσεις στην κυβερνητική εξουσία, προβλέπονται, ως άλλωστε επιβάλλεται, στις θεμελιώδεις του οργανωτικές συνταγματικές διατάξεις. Και αυτά είναι, κατά πρώτο λόγο, η Βουλή, στον διαρκή πολιτικό έλεγχο της οποίας, ιδίως από τους βουλευτές της Αντιπολίτευσης, υπόκειται η κυβέρνηση, καθώς και η δικαστική εξουσία, κυρίως δε το Συμβούλιο της Επικρατείας, διά της αιτήσεως ακυρώσεως, αλλά και το Ελεγκτικό Συνέδριο, με τον έλεγχο των δημόσιων συμβάσεων μεγάλου οικονομικού αντικειμένου, διά των οποίων μπορεί να αναιρείται η ισχύς πράξεων της κυβέρνησης και συνεπώς να εμποδίζεται η πραγμάτωση της πολιτικής της.
Παρατήρηση πέμπτη
Η προέλευση στη χώρα μας των ανεξάρτητων αρχών για τις οποίες υφίσταται συνταγματική πρόβλεψη οφείλεται στην οικειοθελή υποχώρηση της πολιτικής εξουσίας προς διαφύλαξη ακριβώς του κύρους της από την υποψία μεροληψίας. Η απόδοση στις ανεξάρτητες αυτές αρχές της ιδιότητας πολιτικού αντιβάρου μπορεί μεν να ανταποκρίνεται στις συνθήκες μιας συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας, δεν δύναται όμως να αποτελέσει ίδιον θεσμικό χαρακτηριστικό τους και ιδίως εγγενές τους στοιχείο. Οι προβλεπόμενες στο Σύνταγμα ανεξάρτητες αρχές είναι αναντίρρητα σημαντικότατοι θεσμοί του κράτους δικαίου· οι δυνάμεις όμως ανάσχεσης που διαθέτουν δεν προορίζονται να διακωλύουν την κυβέρνηση στην εκτέλεση του πολιτικού της έργου. Αντικαθιστώντας με τη δέουσα αμεροληψία την πολιτικώς ελεγχόμενη διοίκηση στο εντοπισμένο και σαφώς οριοθετημένο πεδίο τους, προβαίνουν σε διαγνώσεις, ελέγχουν, εκδίδουν άδειες, επικυρώνουν, ακυρώνουν ή κυρώνουν. Δεν επεμβαίνουν όμως ανασχετικά στη δράση της πολιτικής εξουσίας. Η ανασχετική τους ισχύς αναπτύσσεται μόνον όταν τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας επιχειρούν να επέμβουν στο πεδίο των δικών τους αρμοδιοτήτων.
Παρατήρηση έκτη
Από τις πέντε ανεξάρτητες αρχές για τις οποίες υφίσταται συνταγματική πρόβλεψη, μόνο μία, ο «Συνήγορος του Πολίτη», προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα ως κατοχυρούμενος στην ιστορικά υφιστάμενη υπόστασή του. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως και η Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αν και προϋπήρχαν της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001, δεν μνημονεύτηκαν ρητώς στο Σύνταγμα ώστε να κατοχυρωθούν ως ιστορικώς υφιστάμενοι θεσμοί. Για το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού υφίσταται το άρθρο 118 παράγραφος 6 του Συντάγματος, όπου μνημονεύεται ρητώς ως ΑΣΕΠ. Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών δημιουργήθηκε μετά την Αναθεώρηση.
Τι συνέπειες μπορεί να έχουν τα ανωτέρω, θα δούμε στη δεύτερη ενότητα της ομιλίας μου, όπου θα εξετάσουμε τη χρησιμότητα της θέσης του Καθηγητή Αντώνη Μεταξά στην περαιτέρω προστασία των εθνικών ανεξάρτητων αρχών εντός της ενωσιακής δικαιοταξίας.
ΙΙ
Προστασία των ανεξάρτητων αρχών διά του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Το δεύτερο μέρος της εισηγήσεώς μου συγκροτείται από άλλες έξι παρατηρήσεις. Αφορούν, επαναλαμβάνω, την προστασία που μπορεί να παρασχεθεί στη χώρα μας στις ανεξάρτητες αρχές διά του άρθρου 2 της ΣΕΕ, σύμφωνα με το βασικό επιχείρημα που αναπτύσσεται στο εδώ παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίο.
Παρατήρηση πρώτη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μόνο δοτές αρμοδιότητες. Καθεμία πράξη της, κάθε ενέργειά της, πρέπει να βρίσκει ένα επαρκές έρεισμα σε διάταξη των Συνθηκών ή σε διάταξη του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, η οποία επίσης οφείλει να στηρίζεται σε διάταξη των Συνθηκών. Η διάταξη του άρθρου 2 της ΣΕΕ, όπως και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να αναπτύξουν ρυθμιστική ισχύ, πρέπει, όπως κρίνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υφίσταται υποκείμενη ενωσιακή σχέση είτε θεμελιώδους ελευθερίας της ενιαίας αγοράς, είτε διαχείρισης ενωσιακών κονδυλίων, είτε άλλης. Το άρθρο 2 δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αναπτύξει από μόνο του τέτοια κανονιστική ισχύ, ώστε απευθείας να προστατευτούν υπ’ αυτό οι ανεξάρτητες εθνικές αρχές καθ’ εαυτές ως θεσμοί του κράτους δικαίου, χωρίς δηλαδή να υφίσταται ενωσιακή σχέση που να τις συνδέει με τις δοτές αρμοδιότητες της Ένωσης. Αν ανέπτυσσε, τότε θα ήμασταν, χωρίς να το καταλάβουμε ούτε εμείς ούτε προδήλως τα κράτη μέλη που υιοθέτησαν τη Συνθήκη, γερά εγκατεστημένοι εντός ενός συμπαγέστατου ομοσπονδιακού κράτους.
Παρατήρηση δεύτερη
Ρητώς επιφυλάσσεται υπέρ των κρατών μελών της Ένωσης, βάσει του άρθρου 197 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμά τους να ρυθμίζουν αυτά την οργάνωση των υπηρεσιών τους που εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο. Η Ένωση δικαιούται απλώς να υποστηρίξει την ικανότητά τους να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κάτι που αναφέρει ρητώς και ο συγγραφέας. Η διάταξη αυτή δεν αποκλείει στους ενωσιακούς θεσμούς, στο πεδίο των δοτών τους αρμοδιοτήτων, να προβλέψουν δεσμευτικά τη σύσταση στα κράτη μέλη ανεξάρτητων αρχών που μέσω αυτών θα εφαρμόζεται ή θα επιβλέπεται η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Με την επιφύλαξη πάντως της ευχέρειας αυτής του ενωσιακού νομοθέτη, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι περιορίζεται η θεσμική αυτονομία των κρατών μελών και ότι, συνεπώς, τα κράτη μέλη, όταν ρυθμίζουν το νομικό καθεστώς των εθνικών ανεξάρτητων αρχών που συστάθηκαν και λειτουργούν βάσει του εθνικού δικαίου, υπέχουν κατά τα λοιπά δεσμεύσεις έναντι της Ένωσης.
Παρατήρηση τρίτη
Από τις πέντε συνταγματικώς προβλεφθείσες στη χώρα μας ανεξάρτητες αρχές, οι δύο, η Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, έχουν ρητό νομοθετικό έρεισμα σε διατάξεις του πρωτογενούς αλλά και του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, ως προς την υπόσταση και τις αρμοδιότητές τους, πλην των αρμοδιοτήτων τους που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Οι λοιπές τρεις μόνον εν μέρει ή εμμέσως, ήτοι όταν από τη δραστηριότητά τους επηρεάζονται ρυθμίσεις του πρωτογενούς ή του παράγωγου ενωσιακού δικαίου ή όταν οι αρχές αυτές ασχολούνται με υποθέσεις ή ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την εφαρμογή και τον σεβασμό του ενωσιακού δικαίου. Συνεπώς, η δεσμευτική κανονιστική εμβέλεια του άρθρου 2 της ΣΕΕ, αλλά και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Χάρτη, καταλαμβάνουν τις ελληνικές ανεξάρτητες αρχές κατά το μέρος που αυτές διέπονται οργανικώς ή λειτουργικώς από το ενωσιακό δίκαιο.
Παρατήρηση τέταρτη
Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, η Ένωση αποτελεί μία κοινή έννομη τάξη στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα κράτη μέλη της, αλλά και η ίδια η Ένωση ως νομική οντότητα με τους θεσμούς που τη συγκροτούν (απόφαση επί της υποθέσεως C-157/21, σκέψεις 145 και 264). Οι αξίες της Ένωσης, όπως καταγράφονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, δεσμεύουν όλους όσοι τελούν υπό την εν λόγω κοινή έννομη τάξη, δέχεται το Δικαστήριο (απόφαση επί της υποθέσεως C-156/21, σκέψη 232). Μεταξύ δε των αξιών αυτών, όπως αναφέρθηκε, συγκαταλέγεται και η αξία του κράτους δικαίου. Είναι αλήθεια ότι οι αρμοδιότητες της Ένωσης είναι δοτές και άρα περιορισμένες, και ότι η κανονιστική εμβέλεια του άρθρου 2 της Συνθήκης ακολουθεί αναγκαίως τον δοτό χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Όμως, ορισμένες αποκλίσεις σεβασμού των αρχών του κράτους δικαίου που μπορεί να παρατηρούνται σε κράτη μέλη, ακόμη και αν δεν εμφανίζονται στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, μπορεί να είναι τόσο χαρακτηριστικές ώστε να διεισδύουν μολύνοντας το σύνολο της έννομης τάξης του κράτους μέλους όπου παρατηρούνται, καθιστώντας τους θεσμούς του συνολικά επικίνδυνους για την ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Όταν μια τέτοια μολυσματική διεισδυτικότητα μπορεί να εντοπιστεί, η κοινή έννομη τάξη δεν μπορεί να μένει αδιάφορη. Αλλά μόνο τότε, θα πρόσθετα.
Παρατήρηση πέμπτη
Ο Έλληνας νομοθέτης, όσο σοφός και να είναι, δεν είναι τόσο ώστε να προβλέπει και να ρυθμίζει όλα τα προβλήματα που η εφαρμογή της νομοθεσίας περί των συνταγματικώς προβλεπόμενων αρχών μπορεί να αναδείξει. Δεν είχε, λόγου χάριν, αντιληφθεί επαρκώς τη ριζική διαφορά νομικού καθεστώτος που απαιτεί, ως προς την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, η διάκριση των λόγων άρσης μεταξύ αυτών που επιβάλλονται για λόγους εθνικής ασφάλειας και αυτών που επιβάλλονται για την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων. Δεν είχε προβλέψει, συναφώς, ότι όφειλε να κατοχυρώσει την σχετικώς προβλεπόμενη στο Σύνταγμα δικαστική αρχή ως όντως δικαστική, ενταγμένη καθαρά εντός της δικαστικής λειτουργίας, προβλέποντας, εντός προδήλως της δικαστικής λειτουργίας, εγγυήσεις κατά των αυθαιρεσιών της. Ούτε είχε προβλέψει εγκαίρως ειδικό καθεστώς προστασίας των πολιτικώς ευάλωτων προσώπων, κάτι που, σημειωτέον, δεν έχει προβλεφθεί επαρκώς ακόμη και τώρα, αφήνοντας απροστάτευτα πολιτικά πρόσωπα που υπέστησαν πλήγμα στην υπόληψή τους χωρίς δυνατότητα επαρκούς δικαστικής θεραπείας του πλήγματος αυτού (ΣτΕ Ολ. 465/2024 σκέψη 13). Η εθνική έννομη τάξη μπορεί και οφείλει εγκαίρως να θεραπεύει τις ελλείψεις στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου προλαμβάνοντας καταστάσεις που θα μπορούσαν να εξελιχθούν στη μολυσματική παθογένεια στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως.
Παρατήρηση έκτη και τελευταία
Είναι πρόδηλο ότι, ακόμη και αν οι συνταγματικώς προβλεφθείσες ανεξάρτητες αρχές δεν κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα ρητώς στην ιστορική τους θεσμική υπόσταση, τυχόν επέμβαση του νομοθέτη στην υπόστασή τους ή στον, κατά το Σύνταγμα, πυρήνα των αρμοδιοτήτων τους θα συνιστούσε, ελλείψει επαρκών δικαιοκρατικών λόγων που να εξηγούν την επέμβαση, πλήγμα στο κράτος δικαίου, πλήγμα ικανό, ανάλογα με την έντασή του, να αναχθεί απευθείας, όπως θα το εξηγούσε πειστικά ο συγγραφέας, σε παραβίαση υποχρέωσης του κράτους μέλους απορρέουσας ευθέως από το άρθρο 2 της ΣΕΕ.
Είμαι βέβαιος ότι δεν θα φτάσουμε, υπό τις παρούσες συνθήκες του πολιτικού μας τοπίου, σε αυτό το σημείο. Είναι όμως χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι υφίσταται το έσχατο αυτό σημείο υπερεθνικού ελέγχου.
Επίλογος
Εκκρεμεί όντως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόθεση με την οποία το Δικαστήριο έχει κληθεί να αποφασίσει κατ’ ουσία αν το άρθρο 2 της ΣΕΕ παρέχει απευθείας σε ιδιώτη το δικαίωμα να ζητήσει ακύρωση πράξης ή αποζημίωση λόγω παραβίασης του άρθρου αυτού.
Και μόνον αυτό δείχνει την διορατικότητα, την ευφυία θα έλεγα, του συγγραφέα ως νομικού, την οποία καλύπτει υπό το πρόσχημα της επιστημονικής του μεροληψίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, μεροληψία υπέρ του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Όπως πιθανόν αντιληφθήκατε από όσα εξέθεσα, η προσφορά του Αντώνη Μεταξά με το βιβλίο του είναι τεράστια, καθώς μας φωτίζει με την οξυδέρκειά του να συνειδητοποιήσουμε το εύρος και το βάθος της κανονιστικής χρησιμότητας μιας διάταξης, του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επιπόλαια θα μπορούσε κανείς να εκλάβει ως απλώς καλλωπιστική.
Το έργο του Καθηγητή Αντώνη Μεταξά προσφέρει πολύτιμα εργαλεία σκέψης και ανάλυσης. Δεν περιορίζεται μόνο στην επιστημονική διάγνωση, αλλά ανοίγει τον δρόμο για ουσιαστική συζήτηση. Να δούμε την κοινή ενωσιακή έννομη τάξη όχι ως έναν αφηρημένο νομικό μηχανισμό, αλλά ως έναν ζωντανό χώρο δημιουργικής συνύπαρξης θεσμών και αξιών. Να αναλογιστούμε πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι αρχές του κράτους δικαίου θα παραμείνουν ισχυρές και ανθεκτικές στην Ευρώπη που οραματιζόμαστε.
Ιωάννης Σαρμάς
Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός
Από την παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου του Καθηγητή Αντώνη Μεταξά, ΔΣΑ 5.12.2024