Στο κείμενο που ακολουθεί θα σχολιάσουμε κάποιες μόνο από τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό με τίτλο «Ενίσχυση δημοσιότητας και διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο – Σύσταση Ηλεκτρονικών Μητρώων Έντυπου και Ηλεκτρονικού Τύπου και λοιπές ρυθμίσεις αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης», το οποίο βρίσκεται σε στάδιο διαβούλευσης (εδώ).
Σκοπός του νομοσχεδίου, όπως δηλώνεται στο πρώτο άρθρο του, είναι «η ενίσχυση της διαφάνειας και της δημοσιότητας στον χώρο του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου μέσω ενός σύγχρονου και λειτουργικού Μητρώου, η διασύνδεσή του με τις αναπτυξιακές ανάγκες των επιχειρήσεων των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, την καταχώριση και προβολή στις επιχειρήσεις αυτές διαφήμισης από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και την ένταξή τους σε προγράμματα κρατικής ενίσχυσης». Το σχέδιο νόμου (α) θέτει σειρά απαιτητικών προϋποθέσεων για την εγγραφή των έντυπων και των ηλεκτρονικών Μέσων ενημέρωσης στο Μητρώο Έντυπου Τύπου και στο Μητρώο Ηλεκτρονικού Τύπου αντίστοιχα· (β) καθορίζει τη διαδικασία εγγραφής και διαδικασίες ελέγχου τήρησης των προϋποθέσεων μετά από αυτήν, (γ) θεσπίζει απαγόρευση διαφήμισης φορέων Γενικής Κυβέρνησης σε έντυπα ή ιστοσελίδες που δεν έχουν εγγραφεί στα αντίστοιχα Μητρώα, και (δ) θεσπίζει απαγόρευση συμμετοχής τέτοιων εντύπων ή ιστοσελίδων σε κρατικά προγράμματα ενίσχυσης. «Εμβληματική» είναι η πρόβλεψη του άρθρου 22 που συστήνει «Ειδική Επιτροπή για την κρίση περί τήρησης ή μη των αρχών της δημοσιογραφικής ηθικής και δεοντολογίας κατά την εφαρμογή του Μέρους Β’», δηλαδή των ρυθμίσεων για την εγγραφή στα Μητρώα και τους ελέγχους τήρησης των προϋποθέσεων αυτής της εγγραφής. «Για την κρίση αυτή, λαμβάνονται υπόψη οι ισχύοντες Κώδικες Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας των δημοσιογράφων, ιδίως ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (Ε.Σ.Η.Ε.Α.) και ο Κώδικας Δεοντολογίας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.Σ.Υ.)».
Η βασική ρύθμιση, ήτοι η υποχρέωση των έντυπων και των ηλεκτρονικών Μέσων ενημέρωσης να εγγραφούν στο αντίστοιχο Μητρώο ώστε να μπορεί να τους καταχωρηθεί κρατική διαφήμιση ή να τους δοθεί κρατική ενίσχυση, δεν συνιστά, από τυπική σκοπιά, προληπτικό μέτρο, δηλαδή μέτρο που θέτει όρους για την ίδρυση και λειτουργία Μέσου ενημέρωσης. Έτσι, δεν έχουμε ευθεία αντίθεση της ρύθμισης τούτης προς το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος που καθιερώνει γενική απαγόρευση προληπτικών μέτρων επί του Τύπου. Θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη η σπουδαιότητα της κρατικής διαφήμισης, αν όχι και των κρατικών ενισχύσεων (βλ. «λίστα Πέτσα»), για την οικονομική βιωσιμότητα τόσο των έντυπων όσο και των διαδικτυακών Μέσων ενημέρωσης. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τυχόν αποκλεισμός κάποιου Μέσου από τα Μητρώα για λόγους μη τήρησης αρχών διαφάνειας και αρχών δημοσιογραφικής δεοντολογίας (βλ. παρακάτω) σίγουρα το στιγματίζει αρνητικά, απειλώντας έτσι σοβαρά την απήχηση και κατ’ επέκταση την επιβίωσή του. Υπ’ αυτά τα δεδομένα, η υποχρέωση εγγραφής στα Μητρώα θα μπορούσε να λογιστεί ως έμμεσο προληπτικό μέτρο, του οποίου η συμβατότητα με το Σύνταγμα και με την ΕΣΔΑ εξαρτάται από πολύ πιο απαιτητικές προϋποθέσεις συγκριτικά με αυτές που ισχύουν για μέτρα τα οποία δεν λογίζονται ως προληπτικά. Δεν μπορούμε να αναλύσουμε περαιτέρω το θέμα εδώ, ούτε το ειδικότερο ζήτημα, αν το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος τυγχάνει εφαρμογής στον ηλεκτρονικό Τύπο, δεδομένης της (απαρχαιωμένης, πλην όμως ισχύουσας) διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 15 του Συντάγματος η οποία εξαιρεί τα παρεμφερή προς τη ραδιοτηλεόραση Μέσα από την προστασία που παρέχει το άρθρο 14 στα έντυπα Μέσα.
Σε κάθε περίπτωση, οι ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου συνιστούν επεμβάσεις (με την έννοια που δίδει στον όρο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) στην ελευθερία του Τύπου, στη δημοσιογραφική ελευθερία και ευρύτερα στο δικαίωμα του πληροφορείν και στην ελευθερία έκφρασης (άρθρο 14 παρ. 1 Συντάγματος, άρθρο 10 ΕΣΔΑ), αλλά και στο δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει πληροφόρηση, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 5Α παρ. 1 του Συντάγματος και (ιδίως σε ό,τι αφορά τις ενημερωτικές ιστοσελίδες) στο δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 5Α παρ. 2 Συντ. Για να κριθούν θεμιτές οι επεμβάσεις αυτές θα πρέπει να στηρίζονται σε νομοθετικούς όρους σαφείς, σε βαθμό τέτοιο ώστε η επέλευση συγκεκριμένων εννόμων συνέπειων εξαιτίας της τάδε ή της δείνα συμπεριφοράς να καθίσταται σχετικώς προβλέψιμη, έστω με τη συνδρομή νομικού ή άλλου τεχνικού συμβούλου. Αυτή η γενική απαίτηση συνιστά εγγύηση για την αποφυγή της αυθαιρεσίας κατά την εφαρμογή ρυθμίσεων που συνιστούν επέμβαση σε οποιοδήποτε θεμελιώδες δικαίωμα. Περαιτέρω, τέτοιες ρυθμίσεις θα πρέπει να επιδιώκουν συγκεκριμένο σκοπό, ή συγκεκριμένους σκοπούς, δημοσίου συμφέροντος· θα πρέπει να είναι κατάλληλες και αναγκαίες για την επιδίωξη του σκοπού τους· και θα πρέπει να είναι αναλογικές με τη στενή έννοια, δηλαδή θα πρέπει να στηρίζονται σε λόγους με βαρύτητα μεγαλύτερη, στη συγκεκριμένη περίσταση, από τη βαρύτητα που προσδίδουμε στην ανεμπόδιστη εκπλήρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θίγονται. Τούτες οι απαιτήσεις απορρέουν από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η οποία οριοθετεί τις επεμβάσεις σε θεμελιώδη δικαιώματα.
Δύο τουλάχιστον ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου είναι καταδήλως άσχετες με τον σκοπό που εξαγγέλλεται στο άρθρο 1 αυτού. Πρόκειται για την υποχρέωση απασχόλησης ελάχιστου ανά περίπτωση δημοσιογραφικού και λοιπού προσωπικού (άρθρα 4 και 11 σχεδίου νόμου) και για την υποχρέωση τήρησης των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας ώστε να εκφέρει θετική κρίση η Επιτροπή του άρθρου 22, προκειμένου να επιτραπεί στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό Μέσο ενημέρωσης να εγγραφεί το πρώτον στο αντίστοιχο Μητρώο και να διατηρήσει στη συνέχεια τούτη την πιστοποίηση-εγγραφή. Καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν υπηρετεί τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα, τις οποίες κατονομάζει ως σκοπούς του το σχέδιο νόμου.
1. Θα μπορούσε βέβαια να κριθεί ότι η πρώτη ως άνω ρύθμιση υπηρετεί άλλο, μη κατονομαζόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος: την ενίσχυση του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση, υπό την έννοια ότι οι μεν δημοσιογράφοι εγγυώνται ίσως πιο αξιόπιστη, ολόπλευρη, πλήρη και ακριβή πληροφόρηση, η οποία επιπροσθέτως δεν θίγει άλλα συνταγματικά αγαθά (προσωπικότητα, ιδιωτικός βίος, προσωπικά δεδομένα κ.λπ.), το λοιπό δε προσωπικό ενισχύει παντοιοτρόπως τις επιχειρήσεις Τύπου ώστε αυτές να εκπληρώσουν την αποστολή τους, που είναι και πάλι η ποιοτική πληροφόρηση του κοινού. Η σύνδεση της απασχόλησης του λοιπού προσωπικού με τον εικαζόμενο σκοπό της είναι τόσο ασθενής ώστε δεν μπορεί να λεχθεί ότι η ρύθμιση υπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Εν πάση περιπτώσει, η όποια συνεισφορά της ρύθμισης αυτής στην ποιότητα της πληροφόρησης δεν μπορεί να ισοσταθμίσει το ενδεχόμενο (λίαν πιθανό κατά τα λεγόμενα των ιδιοκτητών μικρών εντύπων) αποτέλεσμά της, που δεν είναι άλλο από το κλείσιμο μικρής εμβέλειας εντύπων, άρα στέρηση του δικαιώματος στην ελευθερία του Τύπου και συρρίκνωση των πηγών πληροφόρησης του κοινού. Η υποχρέωση απασχόλησης ελάχιστου αριθμού δημοσιογράφων θα μπορούσε να συνδεθεί με την αναβάθμιση της ποιότητας της πληροφόρησης, αλλά τούτο μόνον θεωρητικά, σε διαφορετική κοινωνία. Η εν λόγω σύνδεση τίθεται εν αμφιβόλω εάν κανείς λάβει υπόψη (όπως οφείλει) τα παγκοίνως γνωστά δεδομένα της Ελληνικής δημόσιας σφαίρας και ιδίως το γεγονός ότι οι παραβιάσεις της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, καθημερινώς παρούσες σε όλα τα έντυπα και ιδίως σε όλα τα ηλεκτρονικά Μέσα ενημέρωσης, προέρχονται ιδίως από δημοσιογράφους και λιγότερα από πρόσωπα που ενδεχομένως δεν φέρουν την ιδιότητα αυτή (λ.χ. πανεπιστημιακούς, εκπροσώπους ΜΚΟ). Άλλως, οφείλει κανείς να λάβει υπόψη ότι υπερβολικά πολλοί δημοσιογράφοι δεν παραβιάζουν απλώς αλλά καταπατούν καθημερινά, πολλές φορές προς τέρψη της παρούσας κυβέρνησης, τις δεοντολογικές υποχρεώσεις τους αναφορικά προς την αλήθεια, την ακρίβεια και την αξιοπιστία (ούτε λόγος για την πληρότητα ή την πολυμέρεια) της πληροφόρησης που παρέχουν.
Ας σημειωθεί επίσης ότι κριτήρια ελάχιστου απασχολούμενου προσωπικού περιλαμβάνει παλαιόθεν η νομοθεσία για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, υπό διαφορετικό όμως συνταγματικό καθεστώς. Αυτό επιτρέπει τέτοιου είδους ρυθμίσεις προς διασφάλιση της ποιότητας των ρ/τ προγραμμάτων, καθώς η ποιότητα συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος ο οποίος κατονομάζεται ρητά στο άρθρο 15 παρ. 2 Σ., από κοινού με την απαίτηση για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων. Η εφευρετική μεταφορά τέτοιας ρύθμισης στο πεδίο των έντυπων και των ηλεκτρονικών Μέσων ενημέρωσης, για το οποίο το Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει όμοια ρύθμιση, είναι, πέραν από υποκριτική (καθόσον το ίδιο το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει διάταξη που μειώνει τις σχετικές απαιτήσεις από τα τηλεοπτικά κανάλια), και αντισυνταγματική. Τούτο διότι η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να κριθεί αναγκαία για την επίτευξη του (υποθετικού και μη κατονομαζόμενου) ως άνω στόχου της, της πιο ποιοτικής πληροφόρησης του κοινού. Σίγουρα υπάρχουν άλλοι, πιο αποτελεσματικοί τρόποι για την επίτευξη τέτοιου σκοπού και μάλιστα δεν συνίστανται σε κάτι περισσότερο από την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας. Ένα καλό και σίγουρα πιο αποτελεσματικό πρώτο βήμα θα ήταν η εφαρμογή των ανενεργών επί εικοσαετία διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και Άλλων Δημοσιογραφικών και Πολιτικών Εκπομπών (π.δ. 77/2003) που σχετίζονται με την αλήθεια, την αξιοπιστία και την πολυμέρεια των ειδήσεων που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί εκ μέρους του ΕΣΡ (για την ανυπαρξία τέτοιου ελέγχου διαχρονικά βλ. εδώ). Άλλο τέτοιο μέτρο θα ήταν η υποβοήθηση της πιο αποτελεσματικής εφαρμογής του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ εκ μέρους των πειθαρχικών οργάνων της ίδιας της ΕΣΗΕΑ. Τρίτο εναλλακτικό μέτρο θα ήταν η ενίσχυση της ικανότητας των Δικαστηρίων να απονέμουν προστασία όχι μόνο σε πρόσωπα των οποίων η προσωπικότητα ή η ιδιωτικότητα θίγεται από τα ΜΜΕ, αλλά και σε κάθε πολίτη όταν θίγεται το δικαίωμα αυτού να λαμβάνει αξιόπιστη, αληθή, ακριβή, πολύπλευρη και πλήρη πληροφόρηση. Το να υποχρεώνεις τις επιχειρήσεις ΜΜΕ να απασχολούν ελάχιστο αριθμό δημοσιογράφων ελάχιστη συνεισφορά μπορεί να έχει σε αυτή την κατεύθυνση. Πολύ πιο πιθανό είναι το κλείσιμο μικρής εμβέλειας εντύπων αλλά και ηλεκτρονικών ίσως ΜΜΕ. Σε τελική ανάλυση, η ρύθμιση περί ελάχιστου απασχολούμενου προσωπικού δεν μπορεί να σταθεί σε οποιοδήποτε στάθμιση μεταξύ της οριακής συνεισφοράς της στην ενίσχυση της πληροφόρησης προς το βέβαιο αρνητικό αντίκτυπό της στην πολυφωνία των ΜΜΕ (άρθρο 14 παρ. 9 Σ) και σε αυτή την ίδια την ελευθερία του Τύπου.
2. Πολύ πιο προβληματική, ενόψει του ευρύτερου αντίκτυπού της, είναι η ρύθμιση του άρθρου 22 περί σύστασης Επιτροπής η οποία θα ελέγχει την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ηθικής από τα έντυπα και από τα ηλεκτρονικά Μέσα ενημέρωσης που επιθυμούν να εγγραφούν στα Μητρώα, προκειμένου να τους καταχωρείται κρατική διαφήμιση ή και να λαμβάνουν μέρος σε προγράμματα κρατικής ενίσχυσης. Η ρύθμιση αυτή είναι καταδήλως αντισυνταγματική, καθώς προσκρούει ήδη στην πρώτη προϋπόθεση που τίθεται για να κριθεί συνταγματική κάποια επέμβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα: την απαίτηση για σαφήνεια που θα εγγυάται αποφυγή της αυθαιρεσίας. Πρόκειται για τον όρο της νομιμότητας, όπως ονομάζεται τεχνικά και όπως συνδέεται άμεσα με την αρχή-πλαίσιο του κράτους δικαίου. Πόσες και ποιες ακριβώς παραβάσεις της δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι ικανές να στερήσουν από μία επιχείρηση Τύπου το δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο; Άγνωστο. Ποιας έντασης παραβάσεις; Άγνωστο. Ποιας διάρκειας παραβάσεις; Άγνωστο. Με βάση ποιο μέτρο θα προσμετράται η ένταση και η διάρκεια της παραβατικότητας; Άγνωστο. Άγνωστο, ασύγγνωστο και πάντως καταδήλως αντισυνταγματικό.
Εξ άλλου, είναι προφανές ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν έκαναν καν τον κόπο να αναγνώσουν τον Κώδικα δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ (εδώ). Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι ο Κώδικας δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, στο άρθρο 5, κατονομάζει τη διαφάνεια (δηλαδή τον σκοπό που υποτίθεται ότι υπηρετεί και το επίμαχο νομοσχέδιο) ως θεμελιώδες στοιχείο της αξιοπιστίας του δημοσιογράφου και εν συνεχεία, προς εκπλήρωση του σκοπού της διαφάνειας, καθιερώνει την υποχρέωση κάθε δημοσιογράφου «α. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αμοιβή για δημοσιογραφική εργασία από απόρρητα κονδύλια κρατικών υπηρεσιών και δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών. β. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή επ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του». Εάν διάβαζαν τούτες τις ρυθμίσεις, οι συντάκτες του νομοσχεδίου θα απέφευγαν (ίσως) να θέσουν στο ίδιο αυτό νομοσχέδιο διάταξη (άρθρο 30), η οποία προβλέπει ότι: «Οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι υπηρετούν στη Γ.Γ.Ε.Ε., καθώς και οι δημοσιογράφοι και οι καλλιτεχνικές ειδικότητες της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. και του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων Α.Ε. με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δύνανται να απασχολούνται παράλληλα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή παροχής υπηρεσιών ή έργου αποκλειστικά σε μη ομοειδή έντυπα, ηλεκτρονικά ή διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης του ιδιωτικού τομέα». Κάθε περαιτέρω σχόλιο είναι εδώ περιττό.
Από τούτη την κραυγαλέα αντινομία προκύπτει ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν διάβασαν καν τους κώδικες δεοντολογίας που θέτουν ως βάση αξιολόγησης για την αναγνώριση ή μη δικαιώματος στην κρατική χρηματοδότηση. Όμως, η παράλειψη αυτή είναι τόσο βαριά που μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν ενδιαφέρονται για τη διαφάνεια, ούτε βέβαια για την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Ενδιαφέρονται όμως, κατά πάσα πιθανότητα (λαμβάνοντας υπόψη τις γενικότερες τάσεις της κυβέρνησης προς τον αυταρχισμό), για τη δημιουργία ενός μηχανισμού αυθαιρεσίας –συγκεκριμένα, για τη δημιουργία μίας Επιτροπής η οποία θα μπορεί κατά το δοκούν, ενδεχομένως και κατά τις κυβερνητικές υποδείξεις, να στερεί από τα αντιπολιτευόμενα ασφαλώς Μέσα κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, περιλαμβανομένου του ενδεχόμενου κλεισίματος πολλών εξ αυτών των Μέσων, στο όνομα μάλιστα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας! Αντί η κυβέρνηση να αρκεστεί στην τρομακτική (επιπέδου 80% και 90%) μηντιακή κυριαρχία της (η οποία βεβαίως έρχεται σε καταφανή αντίθεση και με το Σύνταγμα και με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), αντί να απολαύσει απλώς την πολιτική επικράτηση που της διασφαλίζει αυτή η κυριαρχία, αποπειράται να φιμώσει και τις λίγες αντιπολιτευτικές φωνές που της έμειναν ώστε να τηρεί τα προσχήματα και ώστε να μπορεί ο Πρωθυπουργός να επαίρεται εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι επιτρέπει να υπάρχουν έντυπα που του ασκούν κριτική (άρα, κατά τη γνώμη του ιδίου, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, όπως κακώς υπολαμβάνουν διεθνείς παρατηρητές). Ενδεικτική της πρόθεσης της κυβέρνησης να φιμώσει τα αντιπολιτευόμενα Μέσα διά του αποκλεισμού τους (πλήρους ή μερικού) από την κρατική χρηματοδότηση ήταν ήδη η διαβόητη «λίστα Πέτσα». Και ενδεικτικό των διαθέσεων της κυβέρνησης έναντι της διαφάνειας είναι το γεγονός ότι ουδέποτε δημοσιοποίησε τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η κατανομή της χρηματοδότησης από τη «λίστα Πέτσα». Η απονομή της θέσης του Προέδρου της Επιτροπής σε εκπρόσωπο του Ιδρύματος «Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασιλείου Μπότση» δεν μας καθησυχάζει ενόψει των παραπάνω ορατών ενδεχομένων – πρόσφατη δε επιλογή του Ιδρύματος τούτου για βράβευση συγκεκριμένου δημοσιογράφου προκαλεί μάλλον θυμηδία παρά αίσθημα εμπιστοσύνης.
Προς περαιτέρω υποστήριξη του ισχυρισμού ότι το άρθρο 22 του σχεδίου νόμου είναι ασαφές σε βαθμό τέτοιο ώστε η αυθαιρεσία να καθίσταται βέβαιη (ακόμη και σε περίπτωση που τα μέλη της Επιτροπής θα ήταν αγγελικά πλάσματα), αρκεί κανείς να διαβάσει τις λοιπές ρυθμίσεις του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ και αρκεί να λάβει εν συνεχεία υπόψη του την πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας εν Ελλάδι. Η απόσταση αυτών των ρυθμίσεων από αυτή την πραγματικότητα (βλ. π.χ. άρθρο 1 του Κώδικα: «Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας. β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών. γ. Να σέβεται και να τηρεί το διακριτό της είδησης, του σχολίου και του διαφημιστικού μηνύματος, την αναγκαία αντιστοιχία τίτλου και κειμένου και την ακριβή χρησιμοποίηση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή άλλων παραστάσεων. δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του. ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει. στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου») είναι υπερβολικά μεγάλη. Τόσο μεγάλη ώστε το άρθρο 22, έτσι όπως έχει, να προκαλεί ενδεχομένως γέλωτα και πάντως τη βεβαιότητα ότι ο μηχανισμός που εγκαθιδρύει, με όλη την ασάφεια σχετικά με το είδος και την ένταση των παραβάσεων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας οι οποίες θα μπορούν να προκαλούν άρνηση εγγραφής στα Μητρώα ή διαγραφή από αυτά, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από θεσμικό περίβλημα της αυθαιρεσίας, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα μέλη της, τα οποία πρόκειται να διορίζονται μονομερώς από τον Υπουργό που ασκεί τις αρμοδιότητες της ΓΓΕΕ, θα έχουν καλές προθέσεις. Όταν πρόκειται για το Σύνταγμα, το ζήτημα δεν έχει να κάνει με τις καλές προθέσεις, αλλά με τις εγγυήσεις που παρέχονται ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο της αυθαιρεσίας. Κι εδώ τέτοιες εγγυήσεις ούτε υπάρχουν, ούτε θα μπορούσαν να δοθούν μέσα από τροποποιήσεις της διαδικασίας ελέγχου τήρησης των αρχών της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, καθώς η βασική ρύθμιση του άρθρου 22 πάσχει εξ αρχής, και μάλιστα κατά τρόπο πρόδηλο και βαρύ.
Θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι η ζημία που θα υποστούν τα Μέσα εκείνα που δεν θα κατορθώσουν να εγγραφούν στα Μητρώα, και ακόμη περισσότερα τα Μέσα εκείνα που θα διαγραφούν από τα Μητρώα κάποια στιγμή, δεν θα είναι μόνο οικονομική, με τη στενή έννοια ότι θα στερηθούν έναν πολύτιμο πόρο για την οικονομική επιβίωσή τους. Τέτοια Μέσα πρόκειται να στιγματιστούν αρνητικά και τέτοιος στιγματισμός, εφόσον πρόκειται για αντιπολιτευόμενα Μέσα, πρόκειται μετά πάσης βεβαιότητας να επιτείνεται από δηλώσεις μελών της κυβέρνησης, η οποία συνηθίζει να επιτίθεται σε δημοσιογράφους που της ασκούν κριτική (τα επεισόδια είναι τόσο πολλά που δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας). Δεν είναι τελείως υπερβολικός, λοιπόν, ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για Επιτροπή λογοκρισίας.
Ενόψει τούτων των προβλημάτων, κρίνεται αλυσιτελής η διερεύνηση λόγων αντισυνταγματικότητας άλλων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου, όπως και άλλων λόγων αντισυνταγματικότητας που εντοπίζονται στο άρθρο 22 ειδικά. Συνολικά το σχέδιο νόμου δημιουργεί έναν βαρύ και ως επί το πλείστον άσκοπο μηχανισμό για την επίτευξη αγαθών σκοπών, τους οποίους θα μπορούσε να υπηρετεί και ένα λιγότερο επαχθές νομοσχέδιο. Εν όψει της σημασίας του θέματος για τη δημοκρατία και για το κράτος δικαίου, τέτοιο νομοσχέδιο δεν μπορεί να προετοιμαστεί παρά μόνο με συμμετοχή και εκπροσώπων της αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα, επείγει η ανάγκη για διακομματικό διάλογο προς διασφάλιση της πολυφωνίας και των άλλων συνταγματικών αγαθών στο χώρο της πληροφόρησης συνολικά. Η κατάρρευση της οικονομίας, λόγω της κατάρρευσης των θεσμικών αντιβάρων εξαιτίας της ασφυκτικής μονοφωνίας, είναι προ των πυλών.
Κώστας Στρατηλάτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας