«Η εκπαίδευση και η μόρφωση είναι το πιο
Νέλσον Μαντέλα
ισχυρό όπλο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
για να αλλάξουμε τον κόσμο»
Γενικές επισημάνσεις για τον αριθμό εισακτέων στα Πανεπιστήμια
Η εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί την κύρια επιδίωξη των μαθητών και των γονέων τους και αποτελεί μια καθοριστική στιγμή για τη ζωή τους. Όσον αφορά τις εξετάσεις, είναι μια διαδικασία που απαιτεί κοπιώδη προετοιμασία και επιφορτίζει με άγχος και αγωνία τους μαθητές και τις μαθήτριες, ιδίως όταν ενδιαφέρονται για σχολές υψηλής ζήτησης. Πρόκειται για ένα πολυσυζητημένο θέμα, καθώς η τεράστια ζήτηση για σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου ως μέσο εύρεσης εργασίας και κοινωνικής ανέλιξης δημιουργεί έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον. Παράλληλα, παρατηρείται η ιδιαίτερη και συνεχής ενασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με το θέμα αυτό, της κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων. Η κοινωνική πίεση συμβάλλει και στις συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου διεξαγωγής των εισαγωγικών εξετάσεων. Οι αλλαγές αυτές εντείνουν την αβεβαιότητα και το άγχος των μαθητών. Από άλλη άποψη, η προετοιμασία για τις εξετάσεις και όλη η προπαρασκευαστική περίοδος είναι μια πολυδάπανη διαδικασία, αρκεί μόνο να υπολογιστεί το κόστος στα φροντιστήρια για τις οικογένειες των μαθητών.
Οι εισαγωγικές εξετάσεις, που ακολουθούν το συγκεντρωτικό σύστημα και εφαρμόζονται υπό την ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας επί δεκαετίες, θεωρούνται και είναι αδιάβλητες και αντικειμενικές. Γι’ αυτό ο έλεγχος εξακολουθεί να παραμένει στο Υπουργείο και είναι αυστηρός. Πέρα από το αδιάβλητο όμως της διαδικασίας, είναι αναγκαία η καλύτερη κατανομή των υποψηφίων στα Τμήματα των ΑΕΙ που επιθυμούν, χωρίς να προκαλείται έλλειψη υποψηφίων σε κάποιο αντικείμενο και υπερπροσφορά σε άλλα.
Το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστημιακά ιδρύματα που εφαρμόζεται είναι αυτό των γραπτών εξετάσεων με διάφορες κατά καιρούς ονομασίες και παραλλαγές. Ανάλογα με το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, δηλαδή, οι εξετάσεις πραγματοποιούνται σε περισσότερα ή λιγότερα εξεταζόμενα μαθήματα, με τον βαθμό του απολυτηρίου του λυκείου να υπολογίζεται ή όχι, με βάση εισαγωγής ή όχι, με διεξαγωγή μόνο στη Γ΄ τάξη Λυκείου ή και στη Β΄[1] ή έχοντας αντί για Δέσμες, Επιστημονικά Πεδία. Άλλες κρίσιμες παράμετροι για τη διενέργεια των εξετάσεων είναι η εξεταστέα ύλη, το αδιάβλητο της διαδικασίας, το δίκαιο της επιλογής, ο τρόπος βαθμολόγησης, η επιλογή και η μορφή των θεμάτων. Επίσης, υπάρχουν ρυθμίσεις αναφορικά με τον χρόνο σύνταξης του μηχανογραφικού δελτίου και τον χρόνο διεξαγωγής των εισαγωγικών στα ΑΕΙ εξετάσεων και μάλιστα πριν ή μετά τις απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου.
Ένα άλλο θέμα που έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων τα τελευταία χρόνια είναι αυτό της αποδέσμευσης της εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Μια άλλη επισήμανση αφορά το γεγονός ότι παρά τον τεράστιο αριθμό των εισαχθέντων στα ΑΕΙ, ένα ποσοστό υποψηφίων, προκειμένου να αποκτήσει τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης στρέφεται σε ιδρύματα της αλλοδαπής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο συσχετισμός του αριθμού εισακτέων με τον αριθμό αποφοίτων. Αν και υπάρχει έντονο ενδιαφέρον αλλά και μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά των υποψηφίων, παρατηρείται ότι ένα μεγάλο ποσοστό των φοιτητών/τριών δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει τις σπουδές του με την απόκτηση πτυχίου ή διπλώματος[2]. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΘΑΑΕ του έτους 2021, το 2020, στο ποσοστό αποφοίτων επί των φοιτητών, η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, με ποσοστό μόλις 8,6%, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 23,2%[3]. Η σημαντική στρέβλωση οφείλεται στο γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των εγγεγραμμένων φοιτητών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι μη ενεργοί φοιτητές.
Πάντως η Ελλάδα διαθέτει ένα υψηλό ποσοστό φοιτητικού πληθυσμού σε σχέση με τον πληθυσμό της. Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι το ποσοστό της χώρας βρίσκεται πολύ πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27, δηλαδή το 4,03%. Μετά την Τουρκία, η Ελλάδα φέρεται να έχει το υψηλότερο συγκριτικά πλήθος εγγεγραμμένων φοιτητών (7,51%), λόγω κυρίως της συμπερίληψης των ανενεργών φοιτητών. Η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι διαθέτει αριθμητικά τους περισσότερους φοιτητές στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, κατατάσσεται μόλις στην 17η θέση ως προς το ποσοστό των φοιτητών επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας (3,94%) σε σύνολο 34 χωρών της Ευρώπης. Το ίδιο ισχύει για τη Γαλλία και την Ισπανία, οι οποίες, από τη 2η και 3η θέση στο σύνολο του αριθμού των φοιτητών των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατατάσσονται στην 15η και 11η θέση αντιστοίχως στο ποσοστό των φοιτητών επί του συνολικού πληθυσμού. Από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, υψηλά ποσοστά εμφανίζουν η Κύπρος (5,94%), η Νορβηγία (5,45%), η Ολλανδία (5,36%), η Φινλανδία (5,35%), η Δανία (5,27%) και η Ισλανδία (5,21%). Τέλος, οι χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό των φοιτητών επί του συνολικού πληθυσμού είναι η Ουγγαρία (2,93%), η Ρουμανία (2,83%), η Βόρεια Μακεδονία (2,71%), η Σλοβακία (2,54%), το Λιχτενστάιν (2,35%) και το Λουξεμβούργο (1,17%)[4].
Ο καθορισμός του αριθμού των εισακτέων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα από το ίδιο το κράτος παρέχει σε αυτό τη δυνατότητα να επηρεάζει την ανακατανομή της αγοράς εργασίας[5].
Έναρξη και εξέλιξη του καθορισμού του αριθμού εισακτέων
Από το έτος 1837, όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, η είσοδος σε αυτό ήταν ελεύθερη σε κατόχους απολυτηρίου Γυμνασίου. Από το 1887 άρχισαν κάποιες Σχολές να διενεργούν εξετάσεις. Με τον ν. 2905/2022 θεσπίστηκαν εισαγωγικές εξετάσεις, αφού προβλέφθηκε η επιτυχία σε μια δοκιμασία. Στη συνέχεια, μετά από τους διαγωνισμούς σε κάθε σχολή, η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων για την εισαγωγή των υποψηφίων στα πανεπιστήμια ξεκίνησε το 1964. Για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκαν κοινές εισιτήριες εξετάσεις σε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κεντρικά από το Υπουργείο Παιδείας και με θέματα κοινά για όλους τους υποψήφιους[6]. Αποτέλεσε μια σημαντική μεταρρύθμιση που συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και στην προώθηση του αιτήματος των ίσων ευκαιριών.
Καθώς τηρούνταν το εισαγωγικό σύστημα των εξετάσεων προέκυψε ένα ακόμη στοιχείο κατά τη διαδικασία επιλογής των εισακτέων στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, που έχει άμεσο αντίκτυπο σε αυτήν, ο αριθμός εισακτέων. Από τη δεκαετία του 1970 ο αριθμός εισακτέων οριζόταν από το Υπουργείο Παιδείας. Συνεχίστηκε και στα μετέπειτα χρόνια η εφαρμογή του συγκεντρωτικού συστήματος και του περιορισμένου αριθμού εισακτέων. Το ποσοστό 27% έως 35% των εισακτέων τη δεκαετία του 80 και του 90 έφτασε στο 62% έως 79% από το 2000 και μετά[7].
Το 2005 το σύνολο των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις ήταν 129.380, ενώ το 2023 ήταν 97.205. Ο λόγος της διαφοράς αυτής μάλλον οφειλόταν στο γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση οι εξετάσεις ήταν και απολυτήριες, ενώ στη δεύτερη μόνο εισαγωγικές[8].
Το σύστημα με τον περιορισμένο αριθμό εισακτέων εξακολουθεί να υφίσταται και στο παρόν πλαίσιο. Ο αριθμός παραμένει σταθερός και κλειστός (numerus clausus) και καθορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας. Κάθε χρόνο, παρότι ζητούνται οι εισηγητικές προτάσεις των ιδρυμάτων για τον αριθμό των υποψηφίων τους οποίους θα δεχτούν, δεν λαμβάνονται όμως υπόψη ουσιαστικά. Καθώς είναι έντονη η ζήτηση για τμήματα που θεωρείται ότι έχουν αυξημένο κύρος (τμήματα ιατρικής, νομικής κ.ά.), ο αριθμός των εισακτέων παραμένει ελεγχόμενος.
Το ισχύον Σύνταγμα, ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 16, ανάγει την παιδεία σε αποστολή του Κράτους. Αφενός συνιστά θεσμική εγγύηση η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από τα ΑΕΙ, τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, και αφετέρου δικαίωμα όλων των πολιτών για την προσωπική μόρφωση, καλλιέργεια, ανάπτυξη και επαγγελματική αποκατάσταση. Στο δικαίωμα αυτό εντάσσεται και το δικαίωμα της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση αυτών, οι οποίοι πληρούν τους όρους και συγκεντρώνουν εκείνα τα προσόντα καθώς και τις δεξιότητες που καθορίζονται από την κείμενη νομοθεσία σύμφωνα με γενικά, απρόσωπα και αντικειμενικά κριτήρια.
Το Σύνταγμα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, η οποία κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών, του άρθρου 5 παρ. 1, που διασφαλίζει την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, και των προστατευτικών της παιδείας διατάξεων του άρθρου 16 επιβάλλουν ένα εισαγωγικό σύστημα που εναρμονίζεται με αυτές. Απαραίτητες προϋποθέσεις κατά την άποψη του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 1251/2015 Ολομ.), για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο εισαγωγικό σύστημα εναρμονισμένο με τις παραπάνω διατάξεις, είναι η αξιολόγηση με ακαδημαϊκά κριτήρια και ο καθορισμός αριθμού εισακτέων σύμφωνα με τις εκπαιδευτικές δυνατότητες των σχολών και τμημάτων των ΑΕΙ.
Για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού προχώρησε στην έκδοση υπουργικής απόφασης που αφορούσε στον καθορισμό του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ. Σύμφωνα με το από 15-05-2022 δελτίο τύπου που εξέδωσε ανέφερε ότι τα κριτήρια που έλαβε υπόψη ήταν τα εξής:
- Οι εισηγήσεις των ΑΕΙ για τον αριθμό των εισακτέων, υπό το πρίσμα και του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου των μετεγγραφών.
- Ο εξορθολογισμός του συστήματος κατανομής εισακτέων μετά την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής.
- Η στήριξη σπουδών σε Τμήματα ΑΕΙ εκεί όπου υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, αλλά και με μέριμνα για τις ακριτικές περιοχές (π.χ. το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας).
- Η σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας σε συνδυασμό με γεωγραφικούς αναπτυξιακούς στόχους για τμήματα με σημαντικές δυνατότητες απορρόφησης των αποφοίτων τους.
Ο αριθμός εισακτέων αποτελεί συνήθως τη βάση για τον υπολογισμό του ποσοστού των κατατάξεων των αποφοίτων στα Τμήματα, των μετεγγραφόμενων κ.λπ., όπως ορίζεται κάθε φορά με υπουργικές αποφάσεις.
Στοιχεία για τον αριθμό εισακτέων στα Πανεπιστήμια
Παρακολουθώντας τα στοιχεία του αριθμού των εισακτέων από το έτος 1980 και εφεξής διαπιστώνονται τα εξής: Το έτος 1980 ο αριθμός εισακτέων ήταν 25.149. Στη συνέχεια αυξάνεται και το 1984 έχει διπλασιαστεί (51.867). Στα επόμενα έτη συμβαίνει μείωση του αριθμού και ενδεικτικά το 1988 είναι 42.819. Ακολούθως άρχισε σταδιακή αύξηση του αριθμού, ενδεικτικά το 1997 54.788 εισακτέοι και το 1999 71.266[9]. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε την περίοδο 1997-2005. Ο αριθμός των νεοεισερχόμενων φοιτητών στα ΑΕΙ συνέχισε να αυξάνεται και μετά την έναρξη της κρίσης (αύξηση κατά 19% μεταξύ 2008-2015)[10]. Τα στοιχεία αυτά των τελευταίων ετών δείχνουν ότι η Ελλάδα διαθέτει πλέον ένα από τα πιο ανοικτά και προσβάσιμα συστήματα ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Με τη θέσπιση της ελάχιστης βάσης με τον ν. 4777/2021 εισαγωγής μειώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, ο αριθμός των εισακτέων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά 22% από το 2020 το 2021[11]. Άλλη σημαντική επίπτωση ήταν η μη κάλυψη όλων των προσφερόμενων θέσεων σε αρκετά τμήματα ΑΕΙ[12]. Το 2022 έμειναν κενές 10.839 θέσεις υποψηφίων από Γενικό Λύκειο και 128 υποψηφίων από τα ΕΠΑΛ[13]. Επιπλέον, το 2022 η κυβέρνηση μείωσε τον αριθμό εισακτέων σε μια προσπάθεια ανακατανομής θέσεων μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών πανεπιστημίων[14].
Πρόσφατα στην ειδησεογραφία παρουσιάστηκε η βούληση της κυβέρνησης ακόμη και για διπλασιασμό του αριθμού εισακτέων στον πεδίο της πληροφορικής, καθώς υπάρχει μεγάλη ζήτηση εξειδικευμένων στο αντικείμενο αυτό[15].
Στους επόμενους πίνακες παρατηρείται η εξέλιξη του συνολικού αριθμού εισακτέων κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2010 έως το τρέχον ακαδημαϊκό έτος, 2023-2024.
Αριθμός Εισακτέων ετών 2010-2024 | |
2010-2011 | 84.690 |
2011-2012 | 74.440 |
2012-2013 | 76.094 |
2013-2014 | 69.288 |
2014-2015 | 70.305 |
2015-2016 | 68.330 |
2016-2017 | 69.985 |
2017-2018 | 70.726 |
2018-2019 | 74.692 |
2019-2020 | 78.335 |
2020-2021 | 77.970 |
2021-2022 | 77.415 |
2022-2023 | 68.394 |
2023-2024 | 68.574 |
Αρμοδιότητα καθορισμού του αριθμού εισακτέων
Σχετικά με τον καθορισμό του αριθμού εισακτέων φοιτητών το Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει κάποια δέσμευση του κοινού νομοθέτη για ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας στα ίδια τα ΑΕΙ. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει το αρμόδιο όργανο και τη διαδικασία για τον καθορισμό του αριθμού εισακτέων, με την παροχή γνώμης όμως από τα ιδρύματα, τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τις κτηριακές και εκπαιδευτικές δυνατότητες που διαθέτουν.
Η νομολογία έχει αποφανθεί επανειλημμένα με διάφορες δικαστικές αποφάσεις για θέματα που άπτονται του αριθμού εισακτέων. Σχετικά η απόφαση ΣτΕ 341/1963 έκρινε ότι στην αναφερόμενη στο άρθρο 16 του Συντάγματος αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ δεν εμπίπτει ο καθορισμός του αριθμού των εισακτέων, αλλά αυτός ανήκει στην κρατική πρωτοβουλία και ευθύνη. Αποτελεί μέρος της εκάστοτε ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Με αυτό το σκεπτικό το Συμβούλιο της Επικρατείας θεώρησε ότι το ν.δ. 4263/1962, που επέτρεπε στον αρμόδιο Υπουργό την αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ έχοντας τη γνώμη αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Μια ακόμη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ΣτΕ 1145/1979, είχε δεχθεί ότι ο καθορισμός των εισακτέων στη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του ν. 590/1977 ανήκει στην κρατική ευθύνη, ως τμήμα της ακολουθούμενης γενικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Όσον αφορά την περίπτωση ισοβαθμησάντων υποψηφίων είχε εκδοθεί η σχετική απόφαση ΣτΕ 4429/1995 του ΣΤ΄ Τμήματος του ανώτατου δικαστηρίου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση υπήρξαν 203 ισοβαθμήσαντες απόφοιτοι των Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων που είχαν εισαχθεί χωρίς εξετάσεις κατά το ακαδημαϊκό έτος 1994-1995 στο Τμήμα Φυσικοθεραπείας του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, για το οποίο είχε οριστεί με υπουργική απόφαση αριθμός εισακτέων 24 θέσεων. Κάποιοι από αυτούς κατέθεσαν αίτηση ακυρώσεως κατά της κατανομής τους με συγκεκριμένα κριτήρια σε άλλα Τμήματα, επειδή εγγράφηκαν στο εαρινό εξάμηνο άλλων Τμημάτων ΤΕΙ της δεύτερης δέσμης, ενώ στο εν λόγω Τμήμα παρέμειναν τελικά 70 σπουδαστές. Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου όρισε ότι η επίδικη ρύθμιση δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 και 16 του Συντάγματος, γιατί η θέσπιση της ρύθμισης στηρίχθηκε σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η εύρυθμη λειτουργία ενός Τμήματος, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα είχε διαταραχθεί εξαιτίας του τεράστιου αριθμού των ισοβαθμησάντων για τις λίγες προς διάθεση θέσεις[16].
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 4872/2012 απόφασή του δέχθηκε ότι η Υπουργική Απόφαση που καθορίζει μηδενικό αριθμό εισακτέων σε κάποιο Τμήμα ΑΕΙ είναι μη νόμιμη και πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεώς της. Το Υπουργείο Παιδείας είχε ζητήσει, επειδή είχαν διαπιστωθεί ακραία φαινόμενα νεποτισμού και σωρεία παρανομιών, την κατάργηση του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του ΕΚΠΑ. Η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ αντιτάχθηκε πλήρως στην κατάργηση. Με σχετικό Δελτίο Τύπου το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε τον αριθμό εισακτέων στα ΑΕΙ, αλλά ειδικά για το εν λόγω Τμήμα ανέφερε ότι, «… δεν θα εισαχθούν φοιτητές … επειδή, εξετάζεται αν θα συνεχιστεί ή όχι η λειτουργία του». Στη συνέχεια εκδόθηκε η σχετική Υπουργική Απόφαση με μηδενικό αριθμό εισακτέων για το εν λόγω Τμήμα. Οπότε η δικαστική απόφαση έκρινε μη νόμιμη την Υπουργική Απόφαση και μη νόμιμο τον καθορισμό μηδενικού αριθμού εισακτέων, καθότι είχε μεν κινηθεί η διαδικασία κατάργησης του Τμήματος, ωστόσο κατά τον χρόνο έκδοσης της Υπουργικής Απόφασης δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία κατάργησης. Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η εξουσιοδότηση, με βάση νομοθετική διάταξη, προς τον Υπουργό Παιδείας καθορισμού ακόμη και μηδενικού αριθμού εισακτέων σε Τμήμα, το οποίο πρόκειται να καταργηθεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και πάντως εντός του ακαδημαϊκού έτους, μπορεί να παρασχεθεί, εφόσον συντρέχει σοβαρός λόγος για τη μη εισαγωγή φοιτητών, όπως είναι η κατάργηση τμήματος. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αρκεί η απλή πρόθεση κατάργησης του τμήματος ή η έναρξη απλά της διαδικασίας. Προβλήθηκε όμως και αντίθετη άποψη[17].
Η ίδια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχθηκε ότι ο καθορισμός του αριθμού εισακτέων στα Τμήματα και τις Σχολές των ΑΕΙ κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 περ. β΄ Συντ. μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ειδικότερο θέμα», οπότε έγκυρα παρέχεται εξουσιοδότηση να ρυθμιστεί το θέμα αυτό με υπουργική απόφαση.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 686/2018 έκρινε δεκτό τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο είχε υποστηρίξει ο αιτών ότι η βάσει του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών στις σχολές της προτίμησής τους, καθ΄ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και τον κανόνα της εισαγωγής κάθε υποψηφίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά το μέτρο της προσωπικής του αξίας και μόνον. Επίσης, ακύρωσε ως μη νόμιμη την παράλειψη εισαγωγής του αιτούντος σε ιατρική σχολή, ενώ η συνολική βαθμολογία του υπερέβαινε τη βαθμολογία του εισαχθέντα αθλητή πριν από την αντισυνταγματική προσαύξηση της βαθμολογίας του τελευταίου.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφορικά με την αρμοδιότητα καθορισμού του αριθμού των εισακτέων φοιτητών έχει εκδώσει και άλλες αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται ότι ο καθορισμός του αριθμού εισακτέων δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση ΣτΕ 341/1963 αναφέρεται στο θέμα αυτό και δέχτηκε ότι το ζήτημα αυτό ανήκει στην ευθύνη του κράτους στο πλαίσιο της ακολουθούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι το Ν.Δ. 4263/1962 (άρθρο 2 παρ. 2), βάσει του οποίου ο Υπουργός Παιδείας προέβη σε αύξηση μέχρι του ημίσεος του αριθμού εισακτέων στις ανώτατες σχολές, για το ακαδημαϊκό έτος 1962-1963, μετά από γνώμη αυτών, ώστε να υπάρξει αναλογία αριθμού εισακτέων και εκπαιδευτικών μέσων αλλά και διαφύλαξη του επιστημονικού κύρους των Σχολών, δεν ήταν αντίθετη στο Σύνταγμα και στην αρχή της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Ομοίως, η απόφαση ΣτΕ 1145/1979 έκρινε ότι η αρμοδιότητα καθορισμού των κατ΄ έτος εισακτέων ανήκει στην πρωτοβουλία του κράτους[18].
Η αριθ. ΣτΕ 2817/2002 Ολομ. αναγνώρισε ότι ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος έχει την ευθύνη για τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών εισόδου των ενδιαφερομένων στα ΑΕΙ, «μπορεί να θεσπίζει, να τροποποιεί και να μεταρρυθμίζει το σύστημα επιλογής των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Πρέπει δε να μεριμνά για τη διασφάλιση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, οπότε έχει τη δυνατότητα να θέσει και αυστηρότερες προϋποθέσεις. Επίσης, έκρινε ως σύμφωνη με το Σύνταγμα την πρόνοια του κοινού νομοθέτη για τη διατήρηση και λειτουργία για ορισμένο αναγκαίο χρονικό διάστημα θεσμών του καταργούμενου συστήματος επιλογής, ώστε οι τότε αποφοιτήσαντες/σες υποψήφιοι/ες να έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την είσοδό τους στα ΑΕΙ με την εφαρμογή διαδικασιών επιλογής που ίσχυαν κατά τον χρόνο της προετοιμασίας τους.
Με μια άλλη απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, την ΣτΕ 4137/1990, αναγνώρισε ότι ο τυπικός νομοθέτης βάσει του Συντάγματος έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει εξ αντικειμένου όρους και περιορισμούς που αφορούν τις προϋποθέσεις εγγραφής στα ΑΕΙ και να οργανώνει σύστημα εισαγωγής των υποψηφίων φοιτητών στα ιδρύματα αυτά με επιλογή. Αυτό σημαίνει ότι η άποψη των τμημάτων και των σχολών δεν είναι δεσμευτική.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος εύλογα να ισχυρισθεί, πώς είναι δυνατόν να μην αποφασίζουν τα ίδια τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία έχουν την άμεση γνώση των δυνατοτήτων τους για την εκπαίδευση συγκεκριμένου αριθμού φοιτητών. Εναλλακτικά, θα έπρεπε να έχει βαρύνουσα σημασία η γνώμη των πανεπιστημίων. Σε σχέση με την εκφρασμένη και σταθερή άποψη της νομολογίας από τη θεωρία πολλοί επιστήμονες έχουν εκφράσει αντίθετη άποψη. Οι Β. Σκουρής – Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου[19] δεν συμφωνούν με την άποψη της νομολογίας και υποστηρίζουν ότι, επειδή ορίζει το Υπουργείο Παιδείας τον αριθμό εισακτέων, εάν τα ΑΕΙ δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε μεγαλύτερο αριθμό, αυτό δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργία τους αλλά θίγει συγχρόνως και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πλήρη αυτοδιοίκησή τους. Ο Π. Μαντζούφας συμφωνεί με την άποψη αυτή και θεωρεί δικαιολογημένες τις αντιρρήσεις[20]. Ο Κ. Χρυσόγονος[21] επίσης εκφράζει αντίθετη άποψη από αυτήν της νομολογίας. Ο ίδιος θεωρεί ότι τα ίδια τα ΑΕΙ έχουν τη δυνατότητα για καλύτερη στάθμιση των λόγων αναγωγής στην εύρυθμη λειτουργία τους, καθώς έχουν άμεση γνώση και άποψη και πιστεύει ότι η απόφαση του Υπουργού Παιδείας για καθορισμό μεγαλύτερου αριθμού εισακτέων από αυτόν που ανταποκρίνεται στις δυνατότητές τους υποβιβάζει το έργο τους και καταστρατηγεί την αυτοδιοίκησή τους.
Η άποψη της νομολογίας όμως ως προς το ζήτημα αυτό είναι σαφής, δηλαδή ότι ο κατ’ έτος καθορισμός του αριθμού εισακτέων ανήκει στο Υπουργείο Παιδείας, οπότε εκδίδεται σχετική απόφαση. Προϋπόθεση αποτελεί η στάθμιση ανάμεσα σε άλλα και των λόγων που αφορούν την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής μονάδας[22].
Ήδη στον πρόσφατο νόμο 4957/2022 σχετικά με θέμα του καθορισμού των εισακτέων στα πανεπιστημιακά ιδρύματα το άρθρο 74 παρ. 7 ορίζει τα εξής: «7. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται το αργότερο έως τη 15η Μαΐου εκάστου έτους, κατόπιν εισήγησης της Συγκλήτου κάθε ΑΕΙ, καθορίζεται ο αριθμός των εισακτέων ανά Τμήμα για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Με τον εσωτερικό κανονισμό του Τμήματος καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία σχετικά με την επιμέρους κατανομή των εισακτέων στα προγράμματα σπουδών του Τμήματος, εφόσον το Τμήμα οργανώνει περισσότερα από ένα προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου ή συνεργάζεται με άλλα Τμήματα για την από κοινού οργάνωση προγράμματος σπουδών πρώτου κύκλου».
Ο ν. 4777/ 2022 είχε θεσπίσει διατάξεις που αφορούν τη θεσμοθέτηση Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ)[23] ανά σχολή, τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση και τον καθορισμό του αριθμού εισακτέων από τα ΑΕΙ. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου με την καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής τα ΑΕΙ συμμετέχουν στη θέσπιση κριτηρίων για την επιλογή των υποψηφίων τους «ενισχύοντας την αυτονομία και αυξάνοντας το κύρος τους». Η ελάχιστη και η μέγιστη τιμή της ΕΒΕ θα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας. Προβλέπεται εξουσιοδότηση στα ΑΕΙ για καθορισμό με απόφαση της Συγκλήτου των συντελεστών της ΕΒΕ και των συντελεστών βαρύτητας για κάθε σχολή, τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων, όπως και των ειδικών μαθημάτων ή πρακτικών δοκιμασιών αντίστοιχα[24].
Ο αριθμός των εισακτέων είναι μόνο μία παράμετρος στο εισαγωγικό σύστημα εξετάσεων στα ελληνικά πανεπιστήμια, το οποίο εντάσσεται στην εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική. Έχει όμως τη σημασία του, ακριβώς επειδή ένας μεγαλύτερος αριθμός παράλληλα με την πλήρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων παρέχει το δικαίωμα της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση σε περισσότερους υποψήφιους. Αναγκαίος όρος γι’ αυτό είναι η στήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου, ώστε να έχει τις υλικές και εκπαιδευτικές δυνατότητες να ανταπεξέλθει στην αποστολή του και σε έναν αυξημένο αριθμό εισακτέων. Η πολιτεία οφείλει να αφουγκράζεται και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των νέων και ιδίως στο δικαίωμά τους για εκπαίδευση και απόκτηση παιδείας και δεξιοτήτων. Και όπως είπε ο ποιητής και συγγραφέας Ουίσταν Χιου Ώντεν: «Αν ένα άτομο δεν παίρνει την εκπαίδευση που επιθυμεί απ’ την κοινωνία, το άτομο αυτό αδικείται από την κοινωνία».
Ελένη Δ. Τζελέπη
Υποψήφια Διδάκτορας Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας του ΔΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Η υποχρεωτική διπλή εξέταση στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου είχε ως συνέπεια τη μείωση του αριθμού των εισακτέων, βλ. Χ. Κάτσικας και Ν. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους μέχρι το 2004, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 2004. Ειδικότερα το 1979 ήταν 91.580 εισακτέοι, το 1980 84.911, το 1981 75.206 και το 1982 78.708, πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ), αντίστοιχα έτη.
[2] Στρ. Στρατηγάκης, Πόσοι φοιτητές ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, Ναυτεμπορική, 05-11-2022, https://www.naftemporiki.gr/society/1397657/posoi-foitites-oloklironoyn-tis-spoydes-toys/, Γιατί εγκαταλείπουν ή καθυστερούν τις σπουδές τους πάνω από το 40% των φοιτητών, ανακτήθηκε από https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/367151_giati-egkataleipoyn-i-kathysteroyn-tis-spoydes-toys-pa no-apo-40-ton-foititon
[3] Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2021, ΕΘΑΑΕ, 2022, σελ. 43-44. Στη δεύτερη χειρότερη θέση εμφανίζεται η Τουρκία (13,95%), ενώ σε χαμηλές θέσεις βρίσκονται η Ολλανδία (17,43%), η Γερμανία (18,36%) και η Σουηδία (18,64%), ό.π. σελ. 43-44.
[4] Στοιχεία της Eurostat, Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2021, ΕΘΑΑΕ, 2022, σελ. 41-42.
[5] Βλ. Δ. Σαραφιανός, Θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ (Συγκέντρωση εξουσίας-Διάχυση κοινωνικού ελέγχου), Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα, 1994, σελ. 152.
[6]Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων-Ανεξάρτητη Αρχή, Συστήματα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα 1964-2016, Αθήνα, 2016, σελ. 6.
[7]Στρ. Στρατηγάκης, Ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ και το σύστημα εισαγωγής, Ναυτεμπορική, 28-10-2023, ανακτήθηκε από Ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ και το σύστημα εισαγωγής (naftemporiki.gr)
[8] Ό.π.
[9] Βλ. Χρ. Κάτσικας, Υποψήφιοι και εισακτέοι, Τα Νέα, 27-04-2000.
[10] Στα ΤΕΙ ο αριθμός παρουσίαζε διάφορες μεταβολές, καθώς παρουσιάστηκαν και διάφοροι λόγοι που οδηγούσαν στην αύξηση ή μείωση, ανάλογα, του αριθμού των εισακτέων, όπως η κατάργηση της βάσης εισαγωγής ή η εφαρμογή του σχεδίου «ΑΘΗΝΑ» το 2013.
[11]Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2021, ΕΘΑΑΕ, 2022, σελ. 63. Η ΕΘΑΑΕ διαπίστωσε, ό.π., ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης καταγράφηκαν στην ΑΣΠΑΙΤΕ (-64,59%), στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (-48,72%), στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (-48,51%) και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (-40,25%). Επίσης, βλ. σχετ. Αριθμός εισακτέων σε ΑΕΙ: Πόσο μειώθηκε κατά την πρώτη εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, 07-12-2023, ανακτήθηκε από https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/434201_arithmos-eisakteon-se-aei-poso-meiothike-kata-tin-proti-efarmogi-tis-elahistis
[12] Πανεπιστήμια 2022: Ποια Τμήματα Πανεπιστημίων έμειναν χωρίς εισακτέους το 2021, 28-12-2021, ανακτήθηκε από https://www.alfavita.gr/panellinies/366682_panellinies-2022-poia-tmimata-panepi stimion-emeinan-horis-eisakteoys-2021
[13] Πανελλήνιες 2023, Εισακτέοι στα ΑΕΙ και προσφερόμενες θέσεις – Τα παράδοξα και τα προβληματικά, 16-04-2023, ανακτήθηκε από https://www.alfavita.gr/panellinies/413886_panellinies-2023-eisakteoi-sta-aei-kai-oi-prosferomenes-theseis-ta-paradoxa-kai
[14] Πανελλαδικές εξετάσεις 2022: Δραματική μείωση (-9.021) θέσεων εισακτέων – Στα τάρταρα η ψυχολογία των υποψηφίων, 16-05-2022, ανακτήθηκε από https://www.alfavita.gr/panellinies/ 381017_panelladikes-2022-dramatiki-meiosi-9021-theseon-eisakteon-sta-tartara-i
[15] Πιερρακάκης: Προς διπλασιασμό εισακτέων στην Πληροφορική και εμπλουτισμό ψηφιακών δεξιοτήτων για 100.000 εργαζόμενους, 13-10-2023, ανακτήθηκε από https://www.alfavita.gr/ ekpaideysi/429376_pierrakakis-pros-diplasiasmo-eisakteon-stin-pliroforiki-kai-employtismo-psifiakon
[16] Βλ. όμοιες αποφάσεις οι ΣτΕ 4430/1995 και 4433/1995.
[17] Πρβλ. αποφάσεις ΣτΕ 4718/2013 και 3151/2011. Η τελευταία απόφαση όρισε ότι τα αριθμητικά δεδομένα που αφορούν τις εν γένει συνθήκες λειτουργίας του Τμήματος δεν αρκούν από μόνα τους να δικαιολογήσουν τον καθορισμό μηδενικού αριθμού εισακτέων, εφόσον δεν προέκυψε ότι κινήθηκε η διαδικασία κατάργησης του Τμήματος με την απαιτούμενη νόμιμη διαδικασία, δηλαδή την έκδοση Π.Δ. κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4009/2011.
[18] Βλ. Ι. Δ. Σαρμάς, Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1994, σελ. 352-353 επ.
[19] Βλ. Β. Σκουρής – Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο της Παιδείας, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 50-51.
[20] Π. Γ. Μαντζούφας, Ακαδημαϊκή ελευθερία. Οργανωτική και διαδικαστική θεώρηση. Το Συνταγματικό πλαίσιο της εξέλιξης των Πανεπιστημιακών, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 257.
[21] Βλ. Κ. Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006, σελ. 347.
[22] Βλ. σχετ. Απόφαση ΣτΕ 2888/1997.
[23] Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 545/2023 του Γ΄ Τμήματος, η θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τις αρχές της ισότητας και της αμεροληψίας.
[24] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου νόμου με θέμα «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (στη συνέχεια ν. 4777/2021).