Ας ξεκινήσουμε από μια βασική παραδοχή: η «υπόθεση Τριαντόπουλου», εντασσόμενη στην ευρύτερη τραγωδία των Τεμπών, έχει πρωτίστως κοινωνική και πολιτική σημασία. Η νομική/συνταγματική διάσταση (θα όφειλε να) δείχνει απλώς το δρόμο για τη διερεύνηση και την αποκάλυψη της αλήθειας και όχι να αποτελεί επίκεντρο αντιπαραθέσεων, που, τελικά, οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αυτή η παραδοχή δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι νομικές/συνταγματικές ρυθμίσεις επιτρέπεται, ακόμα και στο όνομα της αποκάλυψης της αλήθειας, να διαστρεβλώνονται ή να παρακάμπτονται.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος είναι σύνθετο, πολλάκις χρησιμοποιημένο και τρις αναθεωρημένο[1], αλλά, όσο υφίσταται στην παρούσα μορφή του και μέχρι ενδεχομένως να (ξανα)αναθεωρηθεί[2], είναι σαφές και υποχρεωτικά εφαρμοστέο[3] σε περίπτωση δίωξης «κατά όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» (παρ. 1). Η «περίπτωση Τριαντόπουλου», πρώην Υφυπουργού που ζητείται να διωχθεί για πράξεις και παραλείψεις στην υπόθεση Τεμπών, η οποία συνέβη κατά την άσκηση των καθηκόντων του και συνέχεται με αυτά, υπάγεται χωρίς αμφιβολία στο άρθρο 86 και οφείλει να ακολουθήσει και να σεβαστεί την σε αυτό προβλεπόμενη διαδικασία.
Η διαδικασία δίωξης Υπουργών κατ’ άρθρο 86 του Συντάγματος αποτελείται από 5 στάδια, καθένα από τα οποία είναι απαραίτητο, καθώς το ένα «στηρίζει» το άλλο:
Α) πρόταση άσκησης της δίωξης με πρωτοβουλία/υπογραφές τουλάχιστον τριάντα βουλευτών (παρ. 3, πρώτο εδάφιο),
Β) βάσει της παραπάνω πρότασης, απόφαση της Βουλής, με πλειοψηφία 151 βουλευτών, για συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (παρ. 3, δεύτερο εδάφιο). Είτε η Βουλή αποφασίζει τη συγκρότηση της Επιτροπής, και αυτή αναλαμβάνει και προχωρά αναγκαστικά στο έργο της, είτε -η Βουλή πάντα, όχι η ίδια η Επιτροπή- απορρίπτει ως «προδήλως αβάσιμη» την πρόταση δίωξης – tertium non datur,
Γ) βάσει του (υποχρεωτικού) πορίσματος της παραπάνω Επιτροπής, απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την άσκηση ή μη δίωξης, με πλειοψηφία 151 βουλευτών (παρ. 3, τρίτο και τέταρτο εδάφιο),
Δ) εφόσον ληφθεί, κατά τα παραπάνω, απόφαση για τη δίωξη, εκκινεί, και πάλι υποχρεωτικά[4], η διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου (παρ. 4, πρώτο εδάφιο). «Προδικασία» -όπως ρητά αναφέρεται στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4)- «στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου» -όπως επίσης ρητά αναφέρεται στην αρχή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4- αποτελεί η συγκρότηση και η έκδοση πορίσματος από Δικαστικό Συμβούλιο. Στο «πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου» σημαίνει: εφόσον η διαδικασία εισέλθει σε αυτή τη φάση -στην οποία δεν είναι δυνατόν να εισέλθει άνευ λειτουργίας και πορίσματος της ειδικής κοινοβουλευτικής Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 86. «Κόψιμο δρόμου», με απάλειψη ενός σταδίου της συνολικής και συνεκτικής διαδικασίας, δεν χωρεί ούτε από τη Βουλή, ούτε, πολλώ μάλλον, με «αίτημα» του διωκομένου,
Ε) βάσει του πορίσματος του Δικαστικού Συμβουλίου, κρίση, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, του Ειδικού Δικαστηρίου για την ποινική ευθύνη -αν υπάρχει, σε ποια έκταση και τι ποινή επιφέρει- του διωκόμενου προσώπου (παρ. 4, πρώτο εδάφιο).
Επανερχόμαστε από εκεί που ξεκινήσαμε: ανεξαρτήτως του ποια είναι η πολιτική ή άλλη εξωνομική επιδίωξη της «αλλαγής πορείας» στον τρόπο εκδίκασης της δίωξης κατά του κ. Τριαντόπουλου -δίωξη την οποία, εξάλλου, και ο ίδιος ο διωκόμενος και το κυβερνών κόμμα όχι μόνο αποδέχονται, αλλά ισχυρίζονται ότι αποζητούν- και ανεξαρτήτως του αν η «αλήθεια» θα μπορούσε να βρεθεί και η «δικαιοσύνη» να αποδοθεί και με άλλη, ενδεχομένως συντομότερη ή ακόμα και θεωρητικά αποτελεσματικότερη, μέθοδο, το άρθρο 86 του Συντάγματος επιβάλλει να ακολουθηθεί, πιστά και πλήρως, η σε αυτό προβλεπόμενη διαδικασία[5]. Η μορφή και η δομή της δίωξης Υπουργών κατ’ άρθρο 86 του Συντάγματος είναι αυστηρή και μη υποκείμενη σε διαστρεβλωτική «ερμηνεία»[6]. Που σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό, εφόσον κινηθεί η διαδικασία, να περάσει από όλα τα στάδια, χωρίς αμφισβητήσεις και διαδικαστικές παρεμβάσεις ή δολιχοδρομήσεις, οι οποίες όχι απλώς δεν επιτρέπονται αλλά αποκαλύπτουν προθέσεις.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
[1] Βλ. αναλυτικά τη συμβολή μου στο συλλογικό τόμο «Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο», επιμ. Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος, εκδ Νομική Βιβλιοθήκη, 2024, σελ. 1094-1102
[2] Ήδη η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός, με ιδιαίτερη έμφαση λόγω της υπόθεσης Τεμπών, έχουν αναγγείλει σχετική πρόθεση
[3] Ανεξαρτήτως του αν έχει εκδοθεί ή είναι εντελής ο προβλεπόμενος στην παρ. 1 εκτελεστικός νόμος
[4] Μόνη περίπτωση να μην εκκινήσει είναι να έχει προηγουμένως ανασταλεί -η δίωξη συνολικώς- με ειδική απόφαση της Βουλής ληφθείσα με πλειοψηφία 151 βουλευτών (παρ. 3, τελευταία πρόταση)
[5] Ετσι και οι Καθηγητες Ν. Παπασπύρου (18 Μαρτίου), Χ. Ανθόπουλος (20 Μαρτιου), Αλ. Δερβιτσιώτης (21 Μαρτιου), Β. Χρηστου (22 Μαρτίου), σε παρεμβάσεις τους στα ΝΕΑ, ο Ε. Βενιζέλος σε συνέντευξη στο Βήμα (23 Μαρτίου, καθώς και ο Χ. Τσιλιώτης στο κείμενο του στο Syntagma Watch
[6] Δυστυχώς φαίνεται ότι δεν σταμάτησε στο ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων και της υπονόμευσης του άρθρου 16 του Συντάγματος αυτός ο όψιμα εμφανισθείς τρόπος «ερμηνείας»