1. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει προ πολλού συνδέσει τις νομολογιακές του κρίσεις γύρω από τους συγκροτημένους ρυθμιστικούς όρους και τα στοιχειοθετημένα έννομα όρια της Βιώσιμης Ανάπτυξης με τον συνταγματικά επιβεβλημένο Χωροταξικό και τον Πολεοδομικό Σχεδιασμό του Κράτους. Ο τελευταίος, ειδικά ως προς την πολιτειακή επιδίωξη μίας ισορροπημένης οικιστικής ανάπτυξης, αλλά και για την ευνομούμενη συνοχή της αντίστοιχης διαμόρφωσης και σύνθεσης δικαιωμάτων όπως: η ποιότητα της ιδιωτικής διαβίωσης και της κατοικίας, η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, η ιδιοκτησία και η παραγωγική οικονομική δραστηριότητα προϋποθέτει για τη νομιμοποίησή του: α) την ενεργό συμμετοχή και τον ουσιαστικό γνωμοδοτικό και αποφασιστικό (κατά τα αντίστοιχα στάδια σχεδιασμού και εφαρμογής) «λόγο», «ρόλο» και «αρμοδιότητα» των οικείων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, β) την ευθεία παραγωγική και επαρκώς συνεκτιμούμενη διαβούλευση με την ίδια την Κοινωνία των Πολιτών, υπό το πρίσμα της αρχής της εγγύτητας και της επικουρικότητας, αλλά και γ) μία πολυεπίπεδα εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη εκτίμησης των (συνολικών) επιπτώσεων του εν λόγω σχεδιασμού, που θα αξιολογεί και θα εμπερικλείει in concreto, κατά τη Φέρουσα Ικανότητα του επίμαχου «χώρου», όλα τα παραπάνω με αιτιώδη γνώμονα την αποτελεσματική (και δη τη βέλτιστη) απόδοση όλων των συναρτώμενων έννομων συμφερόντων, αγαθών και επιδιωκόμενων σκοπών. Ως εκ τούτου, γίνεται αντιληπτό, πως οι έννομες απαιτήσεις και οι συνακόλουθες δικαιοδοτικές κρίσεις γύρω από την συνέπεια των πολεοδομικών και ευρύτερων χωροταξικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων του Κράτους, από το ίδιο το Σύνταγμα, προϋποθέτουν το «πάντρεμα» και την αναμφισβήτητα κοπιώδη σύζευξη τόσο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, όσο και της τεχνοκρατικής επιστημονικής τεκμηρίωσης.
2. Γι’ αυτό το λόγο, αποκρυσταλλώνοντας τις επιμέρους νομολογιακές πιέσεις του ΣτΕ μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων, ιδίως την τελευταία εικοσαετία, σε σχέση τόσο με τις εκάστοτε, ομολογουμένως άτακτες και ασυγχρόνιστες ρυθμίσεις της κοινής νομοθεσίας για την εκτός σχεδίου δόμηση (βλ. λ.χ. νομολογιακές εκτιμήσεις του ΣτΕ περί πρόσβασης του εκτός σχεδίου ακινήτου σε κοινόχρηστη οδό ελάχιστου μήκους 25 μέτρων, περί αρτιότητας/οικοδομησιμότητας -κατά παρέκκλιση- των εκτός σχεδίου ακινήτων και περί προορισμού – περιορισμού των χρήσεων γης των «εκτός σχεδίων πόλεως» γεωτεμαχίων), όσο και ως προς τις γενικές ρυθμίσεις του Ν.Ο.Κ. αναφορικά με το (bonus) ύψος των κτιρίων (κατ’ επίκληση ως αντιστάθμισμα-κίνητρο την ενεργειακή τους αναβάθμιση, καθώς και τη δημιουργία επιπλέον ελεύθερου χώρου οικοπεδικής επιφάνειας γης σε πυκνοδομημένες περιοχές) αυτές δεν σκιαγραφούν έναν παρωχημένο-κολλημένο «αρνητή» της παραγωγικής και ανταγωνιστικής «μεγέθυνσης» (growth) της Χώρας με προμετωπίδα το «ιδεατό» της βιώσιμης ανάπτυξης (ssustainability), αλλά τον κατεξοχήν κινητήριο-κατευθυντήριο μοχλό για τη ρεαλιστική ανάδειξη μείζονων Συνταγματικών απαιτήσεων και του αντίστοιχου πολιτειακού κανονιστικού διακυβεύματος. Ήτοι των ως άνω κρίσιμων πολιτειακών δεσμεύσεων και εγγυήσεων, που επιβάλλεται εντός ενός ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου να διεκδικούν τη συνέπεια και τη συνοχή τους, με κανονιστική πυκνότητα και διοικητική συνέπεια κατά την αντίστοιχη σύνθεση της ρυθμιστικής του παρέμβασης, χωρίς απλώς μέσα από την τελευταία να νομιμοποιoύνται συγκυριακές και a la carte επιδιώξεις εντελώς «προκρούστεια» και προσαρμοστικά στην (ως επί το πλείστον αόριστη) δικαιοπολιτική σκοπιμότητα της εκάστοτε ρυθμιστικής πρωτοβουλίας.
3. Από την άλλη ωστόσο, το πολύ-επικαλούμενο «περιβαλλοντικό κεκτημένο», που καθιερώθηκε και θεμελιώθηκε στην νομολογιακή ταυτότητα του ΣτΕ, ήδη από τη δεκαετία του 1980, άλλοτε αμυντικά, και άλλοτε θετικά, στη δικαιοπλαστική αξιολόγηση των εκάστοτε ρυθμιστικών και εφαρμοστικών παρεμβάσεων Νομοθέτη και Διοίκησης αντίστοιχα, δεν πρέπει να αντιπαραβάλλεται κοιτώντας προς τα «πίσω», φοβικά και επιφυλακτικά έναντι κάθε «εκ-συγχρονισμένης» μεταβολής υπέρ μίας εν τέλει στάσιμης συντήρησης ενός δυσλειτουργικού status quo και μίας «μηδενικής λύσης». Αντίθετα, επιβάλλεται να καθορίζει και να καθορίζεται στο ρυθμιστικό περιεχόμενο της δημόσιας παρέμβασης, όπως και να επαναπροσδιορίζεται στην οριοθετημένη δικανική κρίση, ακριβώς υπό τη ρεαλιστική δυναμική απόδοση των όρων και των παραμέτρων της βιωσιμότητας και προς το μέλλον με τη θετική και αποφασιστική της ανάδειξη, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις της ίδιας της κοινωνίας, της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και όλων των αντίστοιχα συναρτώμενων (και ήδη έννομα διαμορφωμένων) δικαιωμάτων και συμφερόντων. Η εν λόγω δε απαίτηση αποτελεί μία πρόκληση τόσο για το κοινό Νομοθέτη στον τρόπο σύνθεσης, σχεδιασμού και λήψης των σχετικών αποφάσεων-παρεμβάσεων, όπως και για τη Διοίκηση σχετικά με την ορθή και συνετή εφαρμογή τους, όσο και για το Δικαστή ειδικά και στοχευμένα ως προς το συγκροτημένο αιτιώδη έλεγχο της τήρησης των παραπάνω από τις άλλες δύο Λειτουργίες του Κράτους.
4. Σημαντική και κεντρική αναφορά για τη συνεπή και συνετή (ορθολογική) έννομη απόδοση των ως άνω περιστάσεων με το βλέμμα στραμμένο στις ισορροπίες και στη βιωσιμότητα του ίδιου του Συντάγματος, αλλά και στις «ασκήσεις» αποτελεσματικότητας της βιώσιμης απόδοσης των επιμέρους έννομων ρυθμίσεων επί της Πολεοδομικής και Χωροταξικής συγκρότησης της Χώρας με κριτήριο την ευνομούμενη διασφάλιση τόσο των μερικότερων δικαιωμάτων και ελευθεριών, όσο και του δημοσίου συμφέροντος εν γένει, αποτελεί η θεμελιώδης ανάδειξη της Ασφάλειας του Δικαίου στο εξής δίπολο: Αφενός μέσα από τις «νουθετήριες» κατευθύνσεις και επιβολές των ακυρωτικών εκτιμήσεων του ΣτΕ και αφετέρου διαπνέοντας τις αντίστοιχες ρυθμιστικές παρεμβάσεις Νομοθέτη-Κεντρικής Διοίκησης σ’ έναν ανοιχτό δικαιοπαραγωγικό διάλογο διασφάλισης της συνταγματικής εναρμόνισης. Εν προκειμένω, για τις τρέχουσες και επίκαιρες προκλήσεις διαμόρφωσης του Χωροταξικού και Πολεοδομικού Δικαίου στην Ελλάδα, η Ασφάλεια Δικαίου είναι το τελικό ζητούμενο και για την Ολομέλεια του ΣτΕ για την τυχόν περιορισμένη ισχύ των επίδικων (καταρχάς αντισυνταγματικών κατά την κρίση του Ε΄ Τμήματος) διατάξεων του Ν.Ο.Κ., αλλά και για την Κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία αναφορικά με τη (μεταβατική και ήδη… ανασφαλώς εκκρεμή) αναπροσαρμογή του κανονιστικού πλαισίου της εκτός σχεδίου δόμησης μέχρι τη συντεταγμένη ολοκλήρωση των Τ.Π.Σ., (αλλά και πέρα και μέσα από αυτά…).
5. Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως και στην τελική δικαιοδοτική κρίση των επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ., δεν μπορεί να παραμεριστεί και να απαξιωθεί, ακριβώς ως προς την Ασφάλεια του Δικαίου, ο διακριτός σεβασμός στην καλόπιστη αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας με την αντίστοιχη επ’ αυτής οικοδομική παραγωγική/αναπτυξιακή δραστηριότητα, ως πτυχή-προοπτική των επιμέρους ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και της σύγχρονης επενδυτικής ανταγωνιστικότητας με την υιοθέτηση ωστόσο στοιχείων, κριτηρίων και υποχρεώσεων ευρύτερης «πράσινης» βιωσιμότητας, κατά την πιστή εφαρμογή από τους διοικούμενους της εκάστοτε, είτε «καλής», είτε «κακής» ισχύουσας κοινής νομοθεσίας, που πέφτει στη «δαμόκλειο σπάθη» του ΣτΕ. Υπό αυτή την προοπτική ευθέως μπορεί να ενεργοποιηθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ η διάταξη περί μη αναδρομικότητας της ακυρότητας των τυχόν αντισυνταγματικών επίμαχων ρυθμίσεων κατ’ άρθρο 50 παρ. 3 περίπτ. β΄ του Π.Δ. 18/1989, καλύπτοντας εύλογα χρονικά όποιους πρέπει να καλυφθούν κατά ένα συγκεκριμένο αιτιώδες χρονικό πλαίσιο και στάδιο ως προς την οικοδομική τους αδειοδότηση. Προδιαγράφοντας συνάμα, βέβαια, αντίστροφα και το κρίσιμο διακύβευμα επί της οριζόντιας αναπροσαρμογής της ρύθμισης κατά ένα συνεπή συνταγματικό προσανατολισμό. Έτσι, ταυτόχρονα, δικαιοδοτικά, δεν μπορούν να μην καταδειχθούν δραστικά, ως προς την ασφάλεια ενός ολιστικού και ενοποιημένου δημοσίου-τοπικού συμφέροντος, οι συνταγματικές απαιτήσεις για τον περιορισμό οριζόντιων και μετέωρων εθνικών μέτρων, που παραβλέπουν στη διάπλαση και στη δομική διάρθρωση του πολεοδομικού και χωροταξικού δικαίου: α) τη δημοκρατική του νομιμοποίηση με το σεβασμό στη θέση (και στην εφαρμοστική κρίση) των οικείων Ο.Τ.Α. και στη γνώμη των ίδιων των Πολιτών, κατά τη συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων, των αναγκών, των επιδιώξεων και της γεωμορφολογίας μίας περιοχής και ενός τόπου και β) την τεκμηριωμένη επιστημονικά αξιολόγηση της αντίστοιχης οριζόντιας παρέμβασης με μετρήσιμους ποιοτικά και ποσοτικά όρους έννομης αποτελεσματικότητας σε σχέση, μάλιστα, με έναν προηγούμενα οριοθετημένο θεμιτά επιδιωκόμενο έννομο σκοπό, σε στενή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους και δη με καταλυτικό γνώμονα την ενδεδειγμένα βέλτιστη δυνατή παρέμβαση και όχι την ανεκτικότερη δυνατή προσαρμογή και επιβολή ενός μέτρου, κατ’ επίκληση μίας αόριστα προβαλλόμενης «επιτακτικής» δημόσιας επιδίωξης (όπως η γενικόλογη αναφορά της αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής ή της αναγκαιότητας της «πράσινης» ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων).
6. Αντίστροφα, κατά το ίδιο σκεπτικό περί της Ασφάλειας του Δικαίου, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως επιβάλλεται να προχωρήσει ο Χωροταξικός Σχεδιασμός της Χώρας και τα Τ.Π.Σ. που θα έχουν και ουσία και περιεχόμενο ως προς την ένταση και την έκταση της οικιστικής ανάπτυξης, και γιατί όχι με την επέκτασή της, όπου αυτή πραγματικά (και επιστημονικά ενδεδειγμένα) χρειάζεται. Αλλά και από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να απαξιωθεί εκ βάθρων η αναπτυξιακή, και εν πολλοίς ποιοτική και ελκυστική «οικιστική ικανότητα» της (ορθώς) πολεοδομικά έστω περιορισμένης εκτός σχεδίου, κατά παρέκκλιση, δόμησης. Με όρους και κανόνες, βέβαια, που θα αναγνωρίζουν μεν τα ιδιοκτησιακά κεκτημένα και την καλή πίστη των διοικούμενων/επενδυτών, κατά το χρόνο κτήσης τους και με βάση τις επιμέρους έννομες ενέργειές τους έναντι του κρατικού μηχανισμού, όπως υπέδειξε, άλλωστε, αυστηρά το Ε.Δ.Δ.Α. έναντι του ΣτΕ τη δεκαετία του 2000 σε συναφείς σηματοδοτικές αποφάσεις (βλ. Zante – Μαραθονήσι Α.Ε. κατά Ελλάδος Αριθμ. Προσφ. 14216/2003, και Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδας Αριθμ. Πρσφ. 35332/2005), αλλά και που θα εγγυώνται δε, κατά μία στρατηγική ρυθμιστική πρωτοβουλία, αντίστοιχες («πράσινες») υποδομές και την κρίσιμη «οικιστική ασφάλεια» εν γένει. Ενσωματώνοντας, ως εξισορροπιστικές παραμέτρους, όλα τα απαραίτητα περιβαλλοντικά και χωρικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιοχής, τόσο ως γενική ρήτρα της κοινής νομοθεσίας, όσο όμως και εντός των νέων κανονιστικών πλαισίων που πρέπει να υιοθετηθούν από τα επιμέρους Τ.Π.Σ. Ήτοι, εντός και των κατά τόπους Ειδικών και Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων στο σύνολο της έκτασης των επιμέρους Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταρτιστούν και να εκδοθούν ως τυποποιημένα Π.Δ. τυπικής διεκπεραίωσης επί των γενικότερων ενωσιακών μας δεσμεύσεων γύρω από την χωροταξική (αλλά και κτηματολογική) «(αναδι-)οργάνωση» της Χώρας, αφού αντίθετα πρέπει ν’ αποτελέσουν έναν σταθεροποιητικό παράγοντα-βάση ανάπτυξης και παραγωγικής προοπτικής, δίχως την περαιτέρω ρυθμιστική αταξία του Κράτους…
7. Επομένως, σε αυτό το δικαιοπαραγωγικό «διάλογο» του κοινού Νομοθέτη και της Διοίκησης με τους ακυρωτικούς Δικαστές του ΣτΕ, χρειάζεται αφενός η ειλικρινής και άμεση ανταπόκριση των πρώτων, χωρίς περαιτέρω αλυσιτελείς, βεβιασμένες και πλημμελείς έννομες παρεμβάσεις, αλλά και τα συνταγματικά αντανακλαστικά των δεύτερων υπέρ μίας ενιαίας θεώρησης των συνταγματικών δεσμεύσεων της Πολιτείας προς την «Κοινωνία των Πολιτών και της Αγοράς», που δεν έχει στεγανά και αδιέξοδα, αλλά που αποζητά τη συμπεριληπτική και μεθοδευμένη θεσμικά ανάδειξη της δίκαιης ισορροπίας δικαιωμάτων, ελευθεριών και εγγυήσεων προς ασφάλεια εν τέλει του ίδιου του Κράτους Δικαίου και δη της διαχρονικής αξιοπιστίας του έναντι όλων των έννομων συμφερόντων. Άλλωστε, η απόχρωση της Βιώσιμης Ανάπτυξης, δεν ήταν ποτέ το «άσπρο» ή το «μαύρο», αλλά το «πράσινο». Ήτοι το χρώμα της ελπίδας, της ισορροπίας και της… «τύχης» για ποιοτικότερες συνθήκες διαβίωσης των παρόντων και μελλοντικών γενεών σε μία οργανωμένη Πολιτεία.
Μιχαήλ Θ. Παπαγεωργίου
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω & ΣτΕ, Εκλ. Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού & Διοικητικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Διδάσκων/PostDoc στο ΠΜΣ «Δημόσιο Δίκαιο & Δημόσιες Πολιτικές» Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, V. Fellow School of Transnational Governance EUI Florence & University of Cambridge (Wolfson College/Faculty of Law)