Μια από τις ειδήσεις που κυριαρχούν τις τελευταίες ημέρες στα ΜΜΕ είναι η καταδίωξη Ρομά από αστυνομικούς στο Πέραμα, που κατέληξε στη θανάτωση ενός από αυτούς και τον τραυματισμό ενός άλλου. Για την εν λόγω υπόθεση, θα αποφανθούν τα αρμόδια Δικαστήρια, τα οποία και θα λάβουν υπόψη όλα τα στοιχεία της υπόθεσης. Ήδη όμως, πρώτα στοιχεία τα οποία δημοσιοποιούνται δίνουν λαβή για μερικές πρώτες σκέψεις σχετικά με τη βία που ασκήθηκε από τους αστυνομικούς και τις συνθήκες της αστυνομικής επιχείρησης. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ότι 7 αστυνομικοί συμμετείχαν στην επιχείρηση και έριξαν 36 σφαίρες σε ένα αυτοκίνητο που υπήρχαν 3 άοπλοι Ρομά. Και τούτο, μάλιστα, σε κατοικημένη περιοχή.
Το περιστατικό αυτό της καταδίωξης φέρνει στον νου μερικές υποθέσεις αστυνομικής βίας που οδήγησαν στην καταδίκη της χώρας μας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου:
Η πρώτη από αυτές είναι η υπόθεση Μακαρατζής κατά Ελλάδας (20.12.2004), λόγω του παρεμφερούς χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών (καταδίωξη αυτοκινήτου από αστυνομικούς και ακινητοποίησή του μετά από πολλούς πυροβολισμούς ύστερα από αρκετή ώρα). Στην εν λόγω απόφαση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε πως η Ελλάδα παραβίασε το δικαίωμα στη ζωή του προσφεύγοντος (άρθρο 2). Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον εμβληματικές, διότι το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή, αν και ο προσφεύγων επιβίωσε ύστερα από την αστυνομική επιχείρηση. Εν προκειμένω, λόγω του τραυματισμού του από τις σφαίρες αστυνομικών, ο προσφεύγων κατέστη 70% ανάπηρος και ανίκανος για οποιοδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα. Το Δικαστήριο δέχτηκε πως, «δεδομένης της υπερβολικής και ασυντόνιστης χρήσης όπλων από τους αστυνομικούς», είναι εντελώς συμπτωματικό που ο “ύποπτος” δεν έχασε την ζωή του. Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2, εξαιτίας της αδυναμίας της Ελλάδας να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα αναφορικά με τις περιστάσεις που έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του προσφεύγοντος.
Η υπόθεση της καταδίωξης μας θυμίζει, επίσης, άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, στις οποίες η Ελλάδα καταδικάστηκε για αστυνομική βία κατά Ρομά. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδας (21.6.2007), το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή του 17χρονου Ρομά Γιάννη Καραγιαννόπουλου, ο οποίος έμεινε παράλυτος ύστερα από επεισόδιο που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της μεταγωγής του στο αστυνομικό τμήμα (απόπειρα δραπέτευσης). Όπως υπογραμμίστηκε στην απόφαση, επρόκειτο για μια αστυνομική επιχείρηση, η οποία προφανώς δεν διακρινόταν για τον επαγγελματισμό της. Επίσης, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για την ελλιπέστατη και αναποτελεσματική πειθαρχική έρευνα που διεξήγαγε. Επίσης, στην υπόθεση Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδας (13.12.2005), η Ελλάδα καταδικάστηκε από το ΕΔΔΑ για τη συμπεριφορά που επέδειξαν αστυνομικά όργανα στους Ρομά Λ. Μπέκο και Λ. Κουτρόπουλο, κατά τη σύλληψη και κράτησή τους σε αστυνομικό τμήμα. Ειδικότερα έκρινε ότι η απουσία ουσιαστικής έρευνας για τη διαλεύκανση της υπόθεσης παραβίασε τις υποχρεώσεις της Ελλάδας που απορρέουν από τα άρθρα 3 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στις ανωτέρω αποφάσεις, αλλά και σε όλες τις άλλες ελληνικές υποθέσεις αστυνομικής βίας που έφτασαν ως το Στρασβούργο (Alsayed Allaham κατά Ελλάδας 18.1.2007, Zelilof κατά Ελλάδας 24.5.2007, Πετροπούλου κατά Ελλάδας 6.12.2007, Galotskin κατά Ελλάδας 14.1.2010, Στεφάνου κατά Ελλάδας 22.4.2010, Zontul κατά Ελλάδας 17.1.2012, Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας 25.1.2018, Andersen κατά Ελλάδας 26.4.2018), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε καταρχήν ότι Έλληνες και αλλοδαποί πολίτες υπέστησαν κακομεταχείριση από την Ελληνική αστυνομία, με συνέπεια να διαπιστώσει παραβίαση είτε του δικαιώματός τους στη ζωή (άρθρο 2) είτε της απαγόρευσης βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3). Πράγματι, τα εν λόγω δικαιώματα υποχρεώνουν τους αστυνομικούς να περιφρουρούν τον νόμο, με σεβασμό την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα όσων βρίσκονται στη σφαίρα της ευθύνης τους. Η χρήση βίας δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και πάντοτε σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Με άλλα λόγια, η βία που ασκείται από την αστυνομία θα πρέπει πάντοτε να είναι η απολύτως αναγκαία.
Περαιτέρω, στις παραπάνω περιπτώσεις, το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι ήταν ελλιπές και προβληματικό και το ίδιο το πλαίσιο λειτουργίας της αστυνομίας. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε κυρίως τα εξής εγγενή προβλήματα: το πρώτο αφορά την ελλιπή επαγγελματική κατάρτιση των αστυνομικών. Δεύτερον, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις της αστυνομίας δεν ήταν επαγγελματικά οργανωμένες, ιδίως μέσω ενός συστήματος σοβαρής οργάνωσης, συντονισμού, επαρκών και αποτελεσματικών εγγυήσεων ενάντια στην αυθαιρεσία και την κατάχρηση βίας.
Τέλος, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την πραγματική απουσία ενός αποτελεσματικού συστήματος διερεύνησης για την τιμωρία των καταγγελιών αστυνομικής κακομεταχείρισης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει επισημάνει, σε πολλές περιπτώσεις ότι η υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) και η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3) δεν απαιτούν μόνο σεβασμό και προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων και αποχή από πράξεις που τις θέτουν σε κίνδυνο. Τα εν λόγω άρθρα συνεπάγονται καιμια διαδικαστική εγγύηση και υποχρέωση για τα Κράτη-Μέλη: ειδικότερα, όταν υπάρχει κατηγορία ενός πολίτη για αφαίρεση ζωής, ή για κακοποίηση από αστυνομικό όργανο, το Κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει ένα πλαίσιο, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα διεξαγωγής μια επίσημης, ανεξάρτητης, αντικειμενικής, εξονυχιστικής έρευνας σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μέσα από μια τέτοια έρευνα πρέπει, κατά κύριο λόγο, να εξασφαλίζεται η ουσιαστική εφαρμογή των εθνικών νόμων και να διασφαλίζεται ότι οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι θα λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. Ελπίζουμε ότι, στην συγκεκριμένη υπόθεση στο Πέραμα, δεν θα ακολουθηθεί μια διερεύνηση των καταγγελιών σε βάρος αστυνομικών υπαλλήλων με επιλεκτική αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων και ανεπιφύλακτη αποδοχή της εκδοχής των αστυνομικών, αλλά μια εις βάθος και αξιόπιστη διερεύνηση της υπόθεσης.
Καταλήγοντας:
Λογική προϋπόθεση για να υπάρξει εις βάθος διερεύνηση σε περίπτωση καταγγελίας για αστυνομική βία είναι να υπάρξει δυνατότητα να δει ο δικαστής (ποινικός, αστικός και πειθαρχικός) αυτό που πραγματικά συνέβη και εν συνεχεία, εφόσον διαπιστώσει ότι υπήρξε όντως παραβίαση του νόμου να αναγνωρίσει τους αστυνομικούς που άσκησαν την παράνομη βία. Τούτο (το οποίο κατέστη δυνατό στην υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, λόγω των καμερών ασφαλείας που υπήρχαν στην περιοχή) θα μπορούσε να συμβεί και στην συγκεκριμένη περίπτωση εάν υπήρχαν κάμερες στα αστυνομικά οχήματα και στις μηχανές. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν καθίσταται δυνατό, λόγω της αβελτηρίας ή και της ρητής άρνησης της Πολιτείας να τοποθετηθούν κάμερες που θα φωτίζουν την δράση της αστυνομίας και, όταν υπάρχει καταγγελία για αστυνομική αυθαιρεσία, θα ταυτοποιούν τον δράστη της αστυνομικής βίας.
Βαγγέλης Μάλλιος
Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος