Οι επιλογές της Κυβέρνησης για τις προαγωγές δικαστικών λειτουργών στην ηγεσία της Δικαιοσύνης θα πρέπει να υπαγορεύονται από δύο κριτήρια, την αξιοκρατία και τον σεβασμό στην ιεραρχία, όπως δεσμεύτηκε ο Πρωθυπουργός. Το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή η αρχαιότητα, δεν θέτει πρόβλημα στην κατανόησή του. Η ιεραρχία ταυτίζεται με τη σειρά του κρινόμενου στην επετηρίδα των δικαστικών λειτουργών, τη λεγόμενη δικαστική ιεραρχία, και καθώς αυτή είναι δεδομένη για τον καθένα τους αναδεικνύει αμέσως αυτόν ή αυτήν που πρέπει να προτιμηθεί.
Το κριτήριο της αξιοκρατίας
Το ζήτημα τίθεται αναφορικά με το πρώτο κριτήριο, την αξιοκρατία. Και τίθεται διπλά. Πρώτον, επειδή το κριτήριο της αξιοκρατίας προορίζεται να λειτουργήσει ώστε μέσω αυτού να παρακαμφθεί η ιεραρχία, άρα χρειάζεται να βρεθεί ο τρόπος της ορθής συνάρθρωσης των δύο κριτηρίων. Και δεύτερον, επειδή όταν γίνεται λόγος για την «αξία» ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού, αυτή πρέπει να ορισθεί έτσι ώστε να μην υπόκειται σε αντιλήψεις τόσο προσωπικές που να μην είναι διαφανείς και κατανοητές.
Οι προαγωγές στην ηγεσία της Δικαιοσύνης δεν αιτιολογούνται ούτε ελέγχονται δικαστικά. Εξ ορισμού φέρουν το στίγμα της αδιαφάνειας. Η ακρόαση των υποψήφιων από τη Βουλή δεν αλλάζει ουσιωδώς το καθεστώς αυτό.
Το αναιτιολόγητο και ανέλεγκτο της κρίσης παραμένει. Είναι λοιπόν λόγος κενός περιεχομένου η υπόσχεση αξιοκρατίας στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης; Και ίσως, ακόμη χειρότερα, βρίσκεται εκτός του πλαισίου του κράτους δικαίου η επιλογή αυτή, μια επιλογή όπου η μόνη εγγύηση, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι, είναι η ακρόαση των υποψηφίων στη Βουλή; Η απάντηση, με γνώμονα τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αξιοκρατίας, δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Ακριβώς επειδή η διακριτική ευχέρεια της Κυβέρνησης σε αυτό το πεδίο είναι τόσο ευρεία, η δημοκρατική και δικαιοκρατική της ευθύνη επιβάλλει τα πιο στενά περιθώρια χειρισμών.
Ο χαρακτήρας των επιλογών της κυβέρνησης
Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση κατά την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, αν θέλει να κινηθεί εντός της δημοκρατικής μας τάξης, είναι οι επιλογές της να μην κινδυνεύσουν να χαρακτηρισθούν ως αυθαίρετες. Άρα, οι επιλογές της πρέπει να είναι κατανοητές στον ευρύ νομικό κόσμο, που παρακολουθεί με ενδιαφέρον το θέμα και έχει τη δυνατότητα να τις κρίνει.
Πρέπει οι επιλογές να είναι «αναγνώσιμες», δικαιολογημένες με βάση ένα ευρύτερο consensus για την αξιοσύνη των κρινομένων, με γνώμονα τόσο την αρχαιότητα όσο επίσης το δικαστικό και επιστημονικό έργο που παρήγαγαν και την απήχησή τους στον νομικό κόσμο. Αν οι επιλογές δεν είναι αναγνώσιμες υπό την ανωτέρω έννοια, αν εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητα της επιλογής, αν αφήνουν περιθώρια για ερμηνείες παρέμβασης κομματικών, συντεχνιακών ή εξωθεσμικών εν γένει παραγόντων, η Κυβέρνηση έχει αποτύχει.
Η επιλογή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου ολοκληρώθηκε ύστερα από μια μάλλον επώδυνη διαδικασία. Η επιλογή της ηγεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έπεται. Τα πράγματα εδώ θα είναι ευκολότερα αν η Κυβέρνηση θελήσει να πάρει μια «αναγνώσιμη» από την κοινή γνώμη απόφαση στη βάση των δύο κριτηρίων που έθεσε ο Πρωθυπουργός.
Ξενοφών Κοντιάδης,
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου