Όταν το μακρινό 2004 ψηφιζόταν ο ν. 3230 μια χούφτα διοικητικών επιστημόνων και στελεχών πανηγύριζε, αφού θα υπήρχε, πλέον, το νομοθετικό ένδυμα για μια αξιολόγηση που δεν θα περιοριζόταν στα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα του αξιολογούμενου (εάν, δηλαδή, είναι συνεργάσιμος, ευγενικός, πρόθυμος, κλπ) αλλά θα αξιολογούσε, βάσει στόχων και δεικτών μέτρησης, το αποτέλεσμα της εργασίας τους.
Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρότατες. Κι όταν η επιθετικότητα εκείνων που αμφισβητούσαν τη ratio της αξιολόγησης συνάντησαν την αβελτηρία των πολιτικών- συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων- τόσο ο νόμος όσο και το Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης- το κοινοτικό «Common Assessment Framework»-έμειναν «ωραία ερείπια» μιας ακόμη προσπάθειας αντιμετώπισης του θηρίου του πελατειασμού.
Τα επόμενα δύσκολα χρόνια η «επανίδρυση του κράτους», α λα ελληνικά, που έμεινε στη διοικητική μας ιστορία ως ανέκδοτο- κάτι σαν το σημερινό «επιτελικό κράτος»- δεν κατάφερε να περάσει στην εφαρμογή της αξιολόγησης ούτε των υπαλλήλων ούτε των οργανώσεών τους. Ούτε και τα διοικητικά κουφάρια που αποκαλύφθηκαν, κατά την περίοδο των μνημονίων, κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση των πελατοκρατών. Μια δειλή απόπειρα, το 2016, που δεν άλλαξε την ουσία της ρύθμιση του 2004 αλλά εμπλούτισε τη μεθοδολογία της αξιολόγησης είχε την ίδια τύχη με την προγονή της.
Η αξιολόγηση έμεινε να αιωρείται ως παραδοξότητα: Να είναι παρούσα, μάλιστα να έχει και ιστορία, αλλά να αποτελεί, ταυτόχρονα ένα desidertum πολλών. Πολλοί εξ αυτών αποδίδουν μεταφυσικές ιδιότητες στην αξιολόγηση– όπως, για παράδειγμα, ότι μόνη αυτή μπορεί να διαρρήξει τον φαύλο δεσμό της αναποτελεσματικότητας, της διαφθοράς και του πελατειασμού. Άλλοι από άγνοια κι άλλοι από σκοπιμότητα συνδέουν την αξιολόγηση με τη μονιμότητα- υπό την έννοια, ότι αυτή θα μπορούσε να εκπορθήσει τη μονιμότητα, ένα από τα θεμέλια του σύγχρονου ελληνικού διοικητικού κράτους. Έλκονται, προδήλως, από τις οιμωγές των ταλαίπωρων εκείνων Ελλήνων που, στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια της εθνικής παλιγγενεσίας, ζητούσαν μια αξιοπρεπή μεταχείριση ως υπηρέτες του δημοσίου συμφέροντος που δεν τους διασφάλιζε το σύστημα των λαφύρων («ο νικητής τα παίρνει όλα»).
Είκοσι χρόνια, μετά το 2004, η αξιολόγηση επανέρχεται: Από άλλους ως αναγκαιότητα εφαρμογής των ψηφισμένων και από άλλους ως ένα πολιτικό πρόταγμα που θα αποτρέψει την εμφάνιση μοιραίων σταθμαρχών. Αλλά ακόμη κι εκείνοι που υπερακοντίζουν ζητώντας τη συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης δεν δεσμεύονται για κάτι πολύ απλούστερο: Η κυβέρνηση να εφαρμόσει, χωρίς παλινωδίες, το θεσμικό πλαίσιο που ξεκινώντας από τον 3230/04 έφθασε στον 4940/2022 και στο ενιαίο πλαίσιο δεξιοτήτων. Και οι αντιπολιτευόμενοι, αντί να μαξιμαλίζουν, να δεσμευτούν κι αυτοί με τη σειρά τους ότι θα συνεχίσουν την προσπάθεια.
Θέλει αρετή και τόλμη η μάχη με το πελατειακό κράτος- αυτή που αναζητούμε, σήμερα, στην κοινωνία αφού οι πολιτικοί ταγοί μας δεν την επέδειξαν, στα χρόνια που πέρασαν.
Π. Καρκατσούλης
Εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, Σύμβουλος ΑΣΕΠ, π. βουλευτής