Τα ζητήματα τα οποία θέτει η πρόσφατη «προσφυγή» της εταιρίας Beat στην Επιτροπή Ανταγωνισμού συνδέονται, από άποψη δημοσίου δικαίου –άρα πέραν των ζητημάτων εκ του δικαίου του ανταγωνισμού και των σχετικών με την αρμοδιότητα της οικείας Επιτροπής-, κυρίως με τα όρια του δικαστικού ελέγχου: πώς και με ποια κριτήρια κρίνονται, ενόψει του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία οικονομικής, άρα και επιχειρηματικής, δραστηριότητας, οι όροι μιας τέτοιας δραστηριότητας και ως πού μπορεί να φτάσει ο κρατικός έλεγχος.
Η ιστορία είναι γνωστή: η επιτυχημένη ελληνική startup (βασισμένη στις νέες τεχνολογίες) εταιρία Beat αντιμετωπίστηκε εχθρικά τόσο σε φραστικό, πρώτα, επίπεδο από την προηγούμενη κυβέρνηση και τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους του κλάδου των ταξί, όσο και νομοθετικά, με το εν πολλοίς φωτογραφικό άρθρο 13 του ν. 4530/2018, σύμφωνα με το οποίο:
α) θεωρήθηκε κατά πλάσμα δικαίου («λογίζεται») ότι πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσία διαμεσολάβησης για την ενοικίαση ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων έχουν ως κύρια οικονομική δραστηριότητα αυτήν της μεταφοράς επιβατών, εφόσον «ασκούν αποφασιστική επιρροή επί των όρων παροχής της υπηρεσίας από τους οδηγούς»,
β) θεσμοθετήθηκε για την άσκηση αυτής της κατά πλάσμα δικαίου «μεταφορικής» δραστηριότητας ότι οι εταιρίες πρέπει να αδειοδοτούνται από το Υπουργείο Μεταφορών,
γ) δεν τέθηκαν όρια στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργείου για την παροχή ή όχι της παραπάνω άδειας (πέραν του χρονικού ορίου των 30 ημερών και της «άσχετης» προϋπόθεσης της παροχής πρόσθετης ειδικής άδειας από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα –που δεν εκδίδει καμία τέτοια άδεια). Αντίθετα, οι ποινές που προβλέπονται για παραβάσεις της αδειοδότησης είναι από αυστηρές έως εξοντωτικές (αφαίρεση άδειας οδήγησης για δύο χρόνια, 50.000 ευρώ πρόστιμο).
Η ratio των συγκεκριμένων ρυθμίσεων είναι καθαρή: καχυποψία έναντι «νέων μορφών» παροχής υπηρεσιών, διοικητική αφαίρεση ζωτικών περιθωρίων επιχειρηματικότητας για να μην πληγεί ένας πιο «παραδοσιακός» κλάδος (στη συγκεκριμένη περίπτωση: των ταξί), εμμέσως αλλά σαφώς άρνηση ότι, ιδίως στο χώρο της επιχειρηματικότητας, «τα πράγματα αλλάζουν» δια των τεχνολογικών εξελίξεων (όσο κι αν κι αυτές δημιουργούν άλλα ζητήματα και ενδεχομένως στρεβλώσεις).
Κάποια δεδομένα έχουν ιδιαίτερη σημασία:
α) το φαινόμενο εταιριών διαμεσολάβησης, μέσω εφαρμογών, στο χώρο των μεταφορών με ταξί (τύπου Beat) ή εν είδει ταξί» (τύπου Uber) είναι διεθνές, γνωστό, εκτεταμένο και, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, οι τέτοιου είδους εταιρίες υπάγονται στην Οδηγία 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο και άρα δεν απαιτείται αδειοδότηση,
β) το δικαίωμα στην επιχειρηματικότητα και στο κέρδος, μέσω χρήσης της τεχνολογίας, αποτελεί μέρος της συνταγματικά, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προστατευόμενης και εναρμονισμένης (βλ. Ενιαία Ψηφιακή Αγορά) οικονομικής ελευθερίας,
β) τίθενται ασφαλώς ζητήματα «ρύθμισης», όχι όμως μέσω νομενκλατούρας –να αποκαλούμε τη διαμεσολάβηση, μεταφορά και μια τεχνολογική εταιρία, ταξιτζή- αλλά μέσω όρων παιχνιδιού, δίκαιου ανταγωνισμού, περιφρούρησης του καταναλωτή,
γ) η «επιδότηση κομίστρου» από τέτοιες εταιρίες, προκειμένου ο πελάτης να έχει ένα παραπάνω –οικονομικό- κίνητρο, καθώς και η παροχή της δυνατότητας στον πελάτη να εκφράζει γνώμη για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, ώστε να έχει ένα ακόμα – ποιοτικό- κίνητρο, ούτε δικαιολογούν τη μετάπτωση τέτοιων εταιριών σε «μεταφορικές», ούτε συνιστούν λόγους αποδοκιμασίας από το Κράτος.
Σε τελική ανάλυση, το «μαχαίρι», στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κρατά λιγότερο ο δικαστής/διαιτητής και περισσότερο ο νομοθέτης: μια «αδικία», αν θεωρηθεί τέτοια, αλλάζει πιο εύκολα και πιο ευθέως με νόμο, παρά με δικαστική απόφαση. Από αυτή την άποψη, είναι αρκετά περίεργο που η νέα κυβέρνηση δεν έχει διόλου συγκινηθεί, πόσο μάλλον κινηθεί, στην «υπόθεση Beat».
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος