Στη δραματική ψηφοφορία που έλαβε χώρα εντός του βρετανικού Κοινοβουλίου στις 4 Σεπτεμβρίου 2019, το αίτημα του Πρωθυπουργού Boris Johnson για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών (snap election), μετά την κοινοβουλευτική ήττα που είχε μόλις πριν υποστεί στο θέμα της διαχείρισης της (άτακτης) εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, απορρίφθηκε πανηγυρικά, καθώς δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία. Η πρόταση έλαβε συγκεκριμένα 298 ψήφους υπέρ αντί για 434.
Ο λόγος που η αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 ήταν αναγκαία είναι η Fixed-term Parliaments Act. H Fixed-term Parliaments Act είναι ένας νόμος που τέθηκε σε ισχύ στις 15 Σεπτεμβρίου του 2011. Περιλαμβάνει (γραπτούς) κανόνες που ρυθμίζουν την πρόωρη διάλυση της Βουλής καθιερώνοντας ως αρχή την πενταετή θητεία του Κοινοβουλίου και ορίζοντας συγκεκριμένη ημέρα διεξαγωγής των εθνικών εκλογών.[1] Η πιο ενδιαφέρουσα διάταξη του νόμου είναι αυτή της ενότητας 2, υποενότητα 1 (b), σύμφωνα με την οποία απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον των δύο τρίτων των βουλευτών, προκειμένου η Βουλή των Κοινοτήτων να (αυτο)διαλυθεί.[2]
Οι λόγοι που οδήγησαν στην ψήφιση της Fixed-term Parliaments Act
Η ψήφιση του νόμου είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλίας που πήρε η συμμαχική κυβέρνηση Συντηρητικών και Φιλελεύθερων-Δημοκρατών στην Αγγλία αμέσως σχεδόν μετά τον σχηματισμό της το 2010. Εκφράζει την ξεκάθαρη πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει την εξουσία του Πρωθυπουργού ως προς τη δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, κατά τρόπο μάλιστα που να ενισχύει το ρόλο του Κοινοβουλίου και της αντιπολίτευσης ειδικότερα.
Το πιο σημαντικό είναι ότι το φαινόμενο της καταχρηστικής διάλυσης της Βουλής αντιμετωπίζεται ως μερικότερη εκδήλωση ή σύμπτωμα ενός ευρύτερου φαινομένου: της ενίσχυσης των εξουσιών του Πρωθυπουργού σε βαθμό που αυτές καθίστανται σχεδόν ανέλεγκτες, μια τάση που ενισχύεται συνεχώς κατά τη διάρκεια του 20ού και 21ου αιώνα.
Οι συγκεκριμένοι λόγοι που συνηγορούσαν εδώ και καιρό στον περιορισμό αυτής της εξουσίας ήταν κατά κύριο λόγο η εξάλειψη του αθέμιτου πλεονεκτήματος, το οποίο αποκτά η κυβέρνηση απέναντι στην αντιπολίτευση λόγω της επιλογής της ημερομηνίας διεξαγωγής των εκλογών, όπως επίσης και η αποφυγή των ισχυρότατων πιέσεων που μπορεί να ασκήσει η κυβέρνηση στο σύνολο των βουλευτών που τη στηρίζουν χάρη στη διαρκή απειλή προσφυγής σε πρόωρες εκλογές.
Προκύπτει, επομένως, ότι βασικός στόχος της διάταξης δεν είναι ευθέως ούτε ο περιορισμός των εκλογικών αναμετρήσεων ούτε η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, αλλά κατά πρώτο λόγο ο περιορισμός των εξουσιών του Πρωθυπουργού και της δυνατότητας καταχρηστικής διάλυσης της βουλής. Η διάταξη πέτυχε ακριβώς αυτόν τον στόχο στην πρόσφατη ψηφοφορία. Χάρη σε αυτήν περιορίστηκε δραστικά η εξουσία του Πρωθυπουργού να λαμβάνει μόνος του και χωρίς οποιουδήποτε είδους συναίνεση μία τόσο σημαντική πολιτική απόφαση. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκε και αναβαθμίστηκε ο ρόλος του Κοινοβουλίου έναντι της Κυβέρνησης, καθώς και της αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβερνητική πλειοψηφία.
Η πρόταση υιοθέτησης μιας αντίστοιχης διάταξης στην Ελλάδα
Όσον αφορά στην Ελλάδα, η πρακτική της διάλυσης της Βουλής από το 1975 έως σήμερα καταδεικνύει τη «λειτουργική παραμόρφωση» που έχει υποστεί ο θεσμός από την αρχική μάλιστα περίοδο εφαρμογής του, σε σημείο μάλιστα που η εξαίρεση (πρόωρη διάλυση) να έχει γίνει πλέον αναμφίβολα ο κανόνας.
Έχουμε κατά καιρούς γίνει μάρτυρες διαδοχικών πρόωρων διαλύσεων με την (προσχηματική) επίκληση του άρθρου 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος, που έχουν οδηγήσει σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Η αντιμετώπιση «εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας» δεν συνιστά συνήθως παρά μόνο μια πρόφαση για την εξυπηρέτηση του στενού πολιτικού, δηλαδή κομματικού, συμφέροντος.
Συνέπεια αυτού είναι το κυβερνών κόμμα να διαθέτει πάντα ένα στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του. Επίσης, η διάλυση, ή ακόμα και η απειλή διάλυσης, είναι ένα ανεκτίμητο όπλο στα χέρια της Κυβέρνησης, που συμβάλλει αποφασιστικά στην εμπέδωση της κομματικής πειθαρχίας και την ενίσχυση του ρόλου του Πρωθυπουργού, καθώς οι βουλευτές βλέπουν να κρέμεται διαρκώς πάνω τους η δαμόκλειος σπάθη των εκλογών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Πρωθυπουργός κατορθώνει να ασκεί ασφυκτικό έλεγχο πάνω στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, αλλά ενδεχομένως και στους κυβερνητικούς του εταίρους, σε περίπτωση που το κόμμα του δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του σώματος.
Με βάση τα παραπάνω, η (κατά)χρηση της εξουσίας διάλυσης της Βουλής δεν είναι μόνο σύμπτωμα του πρωθυπουργοκεντρισμού, με τη μορφή που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986, αλλά και μία από τις βασικές αιτίες του. Χρειάζεται, επομένως, αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 41 παρ. 2 του Συντάγματος, ώστε να εισαχθεί ο θεσμός της αυτοδιάλυσης (κατόπιν ενδεχομένως πρότασης του Πρωθυπουργού). Άποψή μου είναι ότι ο νόμος που ψηφίσθηκε στην Αγγλία κινείται στη σωστή κατεύθυνση και φαίνεται να αντιμετωπίζει στη ρίζα του το πρόβλημα της δυνατότητας καταχρηστικής διάλυσης του Κοινοβουλίου από τον Πρωθυπουργό.
Ο βρετανικός Κοινοβουλευτισμός ως πηγή έμπνευσης
Η υιοθέτηση μιας διάταξης αντίστοιχης με αυτήν της Fixed-term Parliaments Act θα ήταν το πρώτο βήμα για μια καινούρια οριοθέτηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, που θα ενίσχυε την νομοθετική εξουσία έναντι της εκτελεστικής λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και την καθοριστική στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα διάκριση μεταξύ κοινοβουλευτικής (κυβερνητικής) πλειοψηφίας και μειοψηφίας.
Ο βρετανικός κοινοβουλευτισμός, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχεται λόγω της διαδικασίας του Brexit και της πολιτικής αστάθειας που έχει προκληθεί εξ αυτού, έδειξε ότι αντιστέκεται σθεναρά και αποτελεί αναμφίβολα, ακόμα και σε τόσο δύσκολες πολιτικά συνθήκες, πρότυπο λειτουργίας και πηγή έμπνευσης.
Υποσημειώσεις:
[1] Section 1, subsection 3: “The polling day for each subsequent parliamentary general election is to be the first Thursday in May in the fifth calendar year following that in which the polling day for the previous parliamentary general election fell”.
[2] “2 Early parliamentary general elections
(1) An early parliamentary general election is to take place if —
(a) the House of Commons passes a motion in the form set out in subsection (2), and
(b) if the motion is passed on a division, the number of members who vote in favour of the motion is a number equal to or greater than two thirds of the number of seats in the House (including vacant seats).
(2) The form of motion for the purposes of subsection (1) (a) is —
“That there shall be an early parliamentary general election.”
Απόστολος Βλαχογιάννης
Δρ. Νομικής, Université Panthéon-Assas Paris II
Μέλος ΣΕΠ στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο