Μετά τον «σεισμό» που προκάλεσαν τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ολλανδία στις 22 Νοεμβρίου 2023 και την ανάδειξη του ακροδεξιού λαϊκιστικού Κόμματος Ελευθερίας του Γκερτ Βίλντερς σε πρώτη δύναμη[1], η διαδικασία σχηματισμού συμμαχικής Κυβέρνησης και το ερώτημα αν το Κόμμα Ελευθερίας θα συμμετέχει σε αυτή απέκτησαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Χρήσιμο θα ήταν επομένως να εξετάσουμε το συνταγματικό πλαίσιο σχηματισμού Κυβέρνησης στην Ολλανδία, το οποίο έχει διαμορφωθεί ιστορικά και παγιωθεί. Το πλαίσιο είναι αρκετά οργανωμένο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει οποιαδήποτε ρητή συνταγματική πρόβλεψη. Το Σύνταγμα δεν αναφέρει τίποτα για τη διαδικασία σχηματισμού Κυβέρνησης. Πρόκειται για άγραφους κανόνες και συνταγματικό έθιμο, στο οποίο βασίζεται το ολλανδικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα[2].
Ποτέ έως τώρα κόμμα δεν έχει καταφέρει να λάβει ποσοστό άνω του 50% των ψήφων, ώστε να διαθέτει τη στήριξη της απόλυτης πλειοψηφίας των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (76 σε σύνολο 150). Συνεπώς, πάντα μιλάμε για συμμαχική Κυβέρνηση στην Ολλανδία. H διαδικασία σχηματισμού της περιλαμβάνει συνήθως τα εξής στάδια:
- Ορισμός ενός (ή και περισσότερών ενίοτε) έμπειρου πολιτικά προσώπου από τα κόμματα και τον/την Πρόεδρο της Βουλής, που προετοιμάζει το έδαφος διερευνώντας άτυπα τα διάφορα πιθανά σενάρια συνεργασίας μεταξύ κομμάτων τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά τις εκλογές («ανιχνευτής»).
- Εντός εβδομάδας από τις εκλογές διορίζεται από το Κοινοβούλιο (Βουλή των Αντιπροσώπων), μετά από σχετική συζήτηση, πρόσωπο που διεξάγει λεπτομερέστατες διαπραγματεύσεις μεταξύ των επικρατέστερων συνδυασμών κομμάτων, εντός των ορίων της εντολής που του δίνεται από το Κοινοβούλιο, και συνήθως καταρτίζει και την προγραμματική συμφωνία μεταξύ των κομμάτων (informateur). Η συμφωνία αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική (και πολυσέλιδη) και εγκρίνεται κατά κανόνα εκ των προτέρων από τα κόμματα που πρόκειται να συνεργαστούν.
- Μόνο εφόσον εντοπιστεί πιθανό σενάριο συνεργασίας δίνεται από το Κοινοβούλιο, κατόπιν πρότασης του informateur, επίσημα διερευνητική εντολή ή εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης (ανάλογα με την ωριμότητα των διαπραγματεύσεων), συνήθως στον αρχηγό του πρώτου κόμματος ή στον αρχηγό του δεύτερου (formateur). Κατά συνθήκη του πολιτεύματος, ο αρχηγός του μεγαλύτερου σε δύναμη κόμματος είναι και ο επόμενος Πρωθυπουργός.
- Μετά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης – η όλη διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως και χρόνο, κάθε μέλος της επιβεβαιώνει τη στήριξή του σε αυτή και ορκίζεται από τον Βασιλιά. Ο Πρωθυπουργός παρουσιάζει, ενώπιον του Κοινοβουλίου, τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησής του, που βασίζονται στην προγραμματική συμφωνία των κομμάτων που τη συναπαρτίζουν και λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης.
Διαπιστώνουμε δηλαδή, υπό το φως και του δικού μας Συντάγματος, ότι η προγραμματική σύγκλιση των κομμάτων που θα σχηματίσουν συμμαχική Κυβέρνηση είναι θεσμοθετημένη αλλά όχι συνταγματικά τυποποιημένη, κάτι που εξάλλου παρατηρείται στα περισσότερα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Δεν λειτουργεί επομένως υπό τις ασφυκτικές προθεσμίες του δικού μας άρθρου 37 Σ ούτε τα βήματα είναι κάθε φορά εκ των προτέρων δεδομένα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει οδοδείκτης, και μάλιστα αρκετά σαφής και πλήρης, απλώς είναι εθιμικά διαμορφωμένος.
Αξιοσημείωτη είναι η απουσία πλέον, μετά την αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, οποιασδήποτε παρέμβασης του Βασιλιά και η «αυτορρύθμιση» της διαδικασίας από το Κοινοβούλιο. Χαρακτηριστικά, πριν από το 2012 τον informateur διόριζε ο Μονάρχης, ο οποίος έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία, ανάλογο με αυτόν της δικής μας ΠτΔ.
Επίσης, πρωτίστως λόγω του εκλογικού νόμου, η πολιτική πρωτοκαθεδρία του πρώτου κόμματος δεν είναι αυτονόητη, ούτε εξάλλου η συμμετοχή του στην Κυβέρνηση. Σπάνια βέβαια παρατηρείται μη συμμετοχή του εν τέλει, αν και στην περίπτωση Βίλντερς-Κόμματος Ελευθερίας κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο. Αντίστοιχη περίπτωση είχε συμβεί και το 1977, όταν τις εκλογές κέρδισε το Εργατικό Κόμμα, αλλά Κυβέρνηση σχηματίστηκε από άλλα κόμματα.
Τέλος, η δεδηλωμένη προφανώς πρέπει να υπάρχει και να μπορεί να διαπιστωθεί κατά το στάδιο που προηγείται του σχηματισμού Κυβέρνησης – εκεί εξάλλου αποσκοπεί η όλη διαδικασία, ενώ αποτυπώνεται κατόπιν σε ψηφοφορία, η οποία πάλι προβλέπεται εθιμικά (πρβλ. άρθρο 84 ελληνικού Σ). Έχει συμβεί μάλιστα κατά το παρελθόν (1939), να μην δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης σε νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση. Πλέον, όμως, λόγω συμμετοχής του Κοινοβουλίου στη διαδικασία και της στενής εποπτείας που ασκεί σε αυτή, ένα τέτοιο σενάριο φαντάζει αρκετά δύσκολο.
Αποστόλης Βλαχογιάννης
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Υποσημειώσεις:
[1] https://www.politico.eu/article/geert-wilders-seeks-coalition-allies-after-seismic-dutch-election/?utm_source=Facebook&utm_medium=social&fbclid=IwAR1hNqzdJ2HXHaJ4NzpGPBn9bU5fH5Izk7d4tmbN7kq9OsekRAST4Un7N04.
[2] Πληροφορίες αντλούνται από τους επίσημους ιστοτόπους της ολλανδικής Κυβέρνησης (https://www.government.nl/) και της Βουλής των Αντιπροσώπων (https://www.houseofrepresentatives.nl).