Οι αιτούντες στην προσφυγή 4358/19 ήταν μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση (ΜΚΟ) με έδρα τη Μολδαβία και ένας δημοσιογράφος. Η ΜΚΟ είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο του εν λόγω δημοσιογράφου με τίτλο “Dodon’s Bahamas money”. Το δημοσίευμα ανέφερε πως μια υπεράκτια εταιρεία με έδρα τη Μολδαβία και με δεσμούς με τη Ρωσία, είχε μεταφέρει 1.5 εκατομμύριο ευρώ σε μια άλλη εταιρεία στη Μολδαβία, της οποίας ήταν επικεφαλής μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΣΚ) που είχε στενούς δεσμούς με τον Igor Dodon. Σύμφωνα με το δημοσίευμα τα χρήματα είχαν σταλεί στη Μολδαβία λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016. Το 1/3 των χρημάτων είχε διανεμηθεί σε μετρητά υπό μορφή δανείου σε πρόσωπα με στενές επαφές με το ΣΚ.
Το ΣΚ ήγειρε αγωγή δυσφήμησης κατά των αιτούντων, υποβάλλοντας ότι δεν είχαν εντοπιστεί παρανομίες στη χρηματοδότηση τους από οποιοδήποτε κρατικό όργανο. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν πως είχαν απλώς παρουσιάσει μαρτυρία για τη μεταφορά του ποσού από μια υπεράκτια εταιρεία προς μια εταιρεία στη Μολδαβία και ότι τα χρήματα είχαν καταλήξει σε διαφορετικά μέλη και υποστηρικτές του ΣΚ. Με απόφασή του, στις 21 Δεκεμβρίου 2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Centru αποφάσισε υπέρ του ΣΚ και έκρινε ότι το δημοσίευμα υπήρξε δυσφημιστικό καθότι κανένα κρατικό όργανο δεν είχε ποτέ κρίνει πως το ΣΚ είχε λάβει χρήματα από το εξωτερικό. Οι αιτούντες διατάχθηκαν να δημοσιεύσουν απολογία στην οποία να παραδέχονται πως το άρθρο είναι αναληθές. Οι αιτούντες εφεσίβαλαν την απόφαση, πλην όμως οι εφέσεις απορρίφθηκαν. Εντούτοις, μετά την καταχώρηση της προσφυγής στο ΕΔΔΑ και την κοινοποίησή της προς την κυβέρνηση της Μολδαβίας, η κυβέρνηση ήγειρε αίτηση αναθεώρησης ενώπιον του Εφετείου, η οποία έγινε τελικά αποδεκτή και οι αποφάσεις με τις οποίες οι αιτούντες είχαν κριθεί ένοχοι δυσφήμησης, παραμερίστηκαν.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε το επιχείρημα της Μολδαβίας ότι οι αιτούντες είχαν πάψει να έχουν συμφέρον λόγω του αποτελέσματος της αίτησης αναθεώρησης. Λήφθηκε υπόψη ότι ούτε το Εφετείο, αλλά ούτε και η κυβέρνηση της Μολδαβίας είχαν προτείνει οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης στους αιτούντες. Κατά συνέπεια, η απόρριψη της αγωγής δυσφήμησης δεν συνιστούσε επαρκή θεραπεία υπό τις περιστάσεις. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε πως το αποτέλεσμα της αίτησης αναθεώρησης συνιστούσε παραδοχή από πλευράς της Μολδαβίας ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης. Εν προκειμένω τα δικαστήρια της Μολδαβίας δεν είχαν τηρήσει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της προσωπικότητας. Οι αιτούντες έλαβαν 2,300 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική ζημία και 1,500 ευρώ έναντι των εξόδων τους. Το κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο εδώ.
Είναι ενδιαφέρον εν προκειμένω ότι το ΕΔΔΑ ρητά αποφάσισε πως ο παραμερισμός της απόφασης με την οποία οι αιτούντες είχαν κριθεί ένοχοι για δυσφήμηση δεν συνιστά επαρκή θεραπεία. Η προσέγγιση αυτή είναι κατά την γνώμη μου ορθή και διασαφηνίζει πως δεν είναι νοητό να παραβιάζονται τα δικαιώματα κάποιου προσώπου και ακολούθως η μοναδική θεραπεία να είναι η άρση της παραβίασης για το μέλλον, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από χρηματική αποζημίωση. Είναι βέβαια γεγονός ότι τα ποσά που επιδικάζει ως αποζημίωση το ΕΔΔΑ παραμένουν άκρως χαμηλά. Σε μια πρόσφατη υπόθεση που χειριζόμουν στο ΕΔΔΑ και η οποία σχετιζόταν με διαδικασίες στις ΗΠΑ, ανέφερα στον Αμερικανό συνάδελφό μου, στην παρουσία της κοινής μας πελάτιδας, πως είχε γίνει πρόταση συμβιβασμού στο ποσό των 11.000 ευρώ και πως αυτό το ποσό ήταν ικανοποιητικό δυνάμει της νομολογίας και πρακτικής του ΕΔΔΑ. Ο συνάδελφός μου με κοίταξε με έκπληξη, τονίζοντας πως στις ΗΠΑ οι αναμενόμενες αποζημιώσεις για μια αντίστοιχη υπόθεση θα ξεπερνούσαν το 1 εκατομμύριο ευρώ.
Το ΕΔΔΑ δεν εξέτασε ιδιαίτερα την ουσία της υπόθεσης, ενόψει της απόφασης στην αίτηση αναθεώρησης που μεσολάβησε. Εντούτοις, στη βάση των γεγονότων η παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ φαντάζει προφανής. Θα ήταν δυσβάστακτος περιορισμός για την δημοσιογραφική ελευθερία, αν μια δήλωση που είναι προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας κρινόταν ως δυσφημιστική, απλώς και μόνο διότι το θέμα δεν είχε τύχει εξέτασης από ένα κρατικό φορέα. Εν προκειμένω, το δημοσίευμα δεν ισχυριζόταν ότι το ΣΚ είχε καταδικαστεί για διαφθορά από έναν κρατικό φορέα της Μολδαβίας, αλλά αναφερόταν σε συγκεκριμένα γεγονότα που δεν είχαν αποδειχθεί αναληθή, ούτε και είχε προταθεί ότι ο δημοσιογράφος δεν είχε ερευνήσει το θέμα σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Το θέμα ήταν σαφώς δημόσιου ενδιαφέροντος, και μάλιστα αφορούσε σε ισχυρισμούς για διαφθορά πολιτικού κόμματος και κατά συνέπεια οι δημοσιογράφοι όφειλαν να το διερευνήσουν σε βάθος. Οι κρατικές αρχές θα πρέπει να μην εμποδίζουν τη δημοσιογραφική έρευνα σε παρόμοια ζητήματα, εκτός αν πράγματι οι δημοσιογράφοι υπερβαίνουν τα άκρα όρια της ελευθερίας τους μέσα από την παράθεση αναληθών ισχυρισμών ή εσκεμμένη παραποίηση των γεγονότων.
Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης
Κοσμήτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας