Με την υπ’ αριθμ. 1408/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις του ν. 4472/2017, με τις οποίες θεσμοθετήθηκε νέο ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ., αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος «αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ.», καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Η κρίση αυτή αποτελεί επί της ουσίας «συνέχεια» των αντίστοιχων κρίσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση 431/2018 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με την οποία είχε κριθεί η αντισυνταγματικότητα των μισθολογικών περικοπών που επιβλήθηκαν στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. με τον – επίσης «μνημονιακό» – νόμο 4093/2012. Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων είναι η θεμελίωση του σκεπτικού τους στην ως άνω «αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ.», η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απορρέει – «εμμέσως» – από το άρθρο 21 παρ. 3 Συντ. Εναρμονίζεται εξάλλου η κρίση αυτή τόσο με την προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου για την «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση» των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (ενόψει ιδίως της σημασίας του λειτουργήματός τους, των ειδικών συνθηκών ασκήσεως και των ιδιαίτερων απαιτήσεων αυτού[1]), όσο και με την αντίστοιχη νομολογία του Αρείου Πάγου (βλ. την πρόσφατη Α.Π. Ολομ. 3/2022, με την οποία κρίθηκε, ομοίως, η αντισυνταγματικότητα των μνημονιακών περικοπών των μισθών των ιατρών του Ε.Σ.Υ[2]).
Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση Σ.τ.Ε. Ολομ. 1408/2022, με το νέο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (ν. 4472/2017) συνενώθηκαν σε αυτό μισθολόγια έτερων κατηγοριών ιατρών (Ιατροδικαστές), χρησιμοποιώντας αρχές και κανόνες που δεν προσιδιάζουν στις ιδιαιτερότητες εκάστου μισθολογίου. Κατά την ίδια κρίση, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., πλην τα δικαστήρια δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται κατά διαφορετικό τρόπο τις καταστάσεις που δεν είναι όμοιες μεταξύ τους. Η σχετική «τεκμηρίωση» της ρύθμισης θα έπρεπε, κατά την απόφαση, να αναφέρεται ειδικώς στις οικονομικές συνθήκες διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων τους, στην εκπαίδευσή τους, καθώς και στις δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., ενόψει ιδίως της διαρροής έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό. Η τεκμηρίωση αυτή, δεν υπήρχε, σύμφωνα με την απόφαση, για τις υπόψη νομοθετικές διατάξεις, με συνέπεια το Δικαστήριο να κρίνει την αντισυνταγματικότητά τους. Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω η αριθμητική ενίσχυση της μειοψηφίας που περιλαμβάνει η απόφαση (επτά μέλη) σε σχέση με την αντίστοιχη μειοψηφία στην προαναφερόμενη Σ.τ.Ε. Ολομ. 431/2018 (δύο μέλη).
Με τις ανωτέρω αποφάσεις των δύο ανωτάτων δικαστηρίων προκύπτει, έτσι, νομολογιακή παρακαταθήκη, από την οποία απορρέει υψηλό επίπεδο προστασίας των αποδοχών της εν λόγω κατηγορίας υπαλλήλων, δεδομένου ότι το σύνολο ουσιαστικά των επιχειρούμενων μνημονιακών περικοπών των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. κρίθηκε, σε αντίθεση με τις λοιπές κατηγορίες υπαλλήλων που δεν εμπίπτουν σε «ειδικά μισθολόγια», ως ερειδόμενο επί αντισυνταγματικών νομοθετικών διατάξεων. Πρόκειται ασφαλώς, ιστορικά, για ακόμη έναν κρίκο στη χορεία των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν την προστασία – συνταγματική όπως κρίνεται – των «ειδικών μισθολογίων». Ανατρέχοντας μάλιστα στην εν λόγω νομολογιακή παρακαταθήκη, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει την άποψη ότι διαμορφώνεται επί της ουσίας μια μορφή «μισθολογικού κεκτημένου» για τις κατηγορίες αυτές υπαλλήλων και λειτουργών, το οποίο ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να μεταβάλει, κατά τρόπο μειωτικό του ύψους των αποδοχών, παρά μόνον αυξητικό. Πράγματι, ο εκάστοτε «υψηλός πήχης» των απαιτήσεων που αναγνωρίζει η νομολογία προκειμένου να θεωρηθεί ως συνταγματικά θεμιτός ο περιορισμός των μισθολογίων αυτών καθιστά, στην πράξη, εν πολλοίς αδύνατη την επέμβαση του νομοθέτη, ανεξαρτήτως μάλιστα των λόγων δημοσίου συμφέροντος που μπορεί να δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Πράγματι, εφόσον οι ως άνω μνημονιακές περικοπές που επιβλήθηκαν εν μέσω ουσιαστικής πτωχεύσεως της ελληνικής οικονομίας και αναγκαστικής έξωθεν επιβολής εκτάκτων μέτρων σωτηρίας, κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές, τα περιθώρια του κοινού νομοθέτη στο πεδίο αυτό, καθίστανται μάλλον ανύπαρκτα.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, αντιθέτως, ότι η ως άνω «αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ.», που αναγνωρίζει, και μάλιστα ως συνταγματικής περιωπής, το Δικαστήριο, καθώς και το – επί της ουσίας απορρέον από αυτήν – «μισθολογικό κεκτημένο» δεν βρίσκουν στέρεο συνταγματικό έρεισμα, τουλάχιστον όχι στην έκταση και στο εύρος που φέρεται να υιοθετούνται. Πράγματι, το μισθολόγιο αυτό δεν προστατεύεται, τουλάχιστον όχι ευθέως, από ειδική συνταγματική διάταξη, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους δικαστικούς λειτουργούς (άρθρο 88 παρ. 2 Συντ.). Επιπλέον, έρεισμα προστασίας του εν λόγω μισθολογίου απευθείας στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 Συντ., που κατοχυρώνει το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία[3], όλως εμμέσως θα μπορούσε μόνον να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι η εν λόγω συνταγματική διάταξη αποβλέπει, κατ’ αρχήν, σε έτερες στοχεύσεις. Πρόκειται συνεπώς για συνταγματική ρύθμιση που θα μπορούσε να θέσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μόνον απώτατα όρια στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη κατά τον καθορισμό του μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ.
Τοιουτρόπως, η κρίση περί των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει το μισθολόγιο της εν λόγω κατηγορίας υπαλλήλων στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ. εκφεύγει, κατ’ αρχήν, των ορίων του δικαστικού ελέγχου, αφού αφορά ευθέως την ουσιαστική ορθότητα – επί της ουσίας τη σκοπιμότητα – των επιλογών του κοινού νομοθέτη, ιδιαίτερα κατά τη διαμόρφωση της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής της χώρας, εν μέσω μάλιστα των ειδικών συνθηκών που διαμόρφωσε την προηγούμενη δεκαετία η υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις μνημονιακές δεσμεύσεις της. Συνακόλουθα, συνταγματικό όριο στην ευχέρεια του νομοθέτη να διαμορφώνει το εν λόγω μισθολόγιο θα μπορούσε, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτό ότι αποτελούν οι αρχές της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 Συντ.). της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), όπως αυτές ερμηνεύονται εν προκειμένω υπό το πρίσμα των ορισμών του άρθρου 21 παρ. 3 Συντ. Στο πλαίσιο αυτό, οι περικοπές στους μισθούς των ιατρών του Ε.Σ.Υ. θα μπορούσαν να κριθούν, ως προς τη συνταγματικότητά τους, με γνώμονα το συγκεκριμένο ύψος τους, τις άμεσες επιπτώσεις που τυχόν επάγονται στην αξιοπρεπή διαβίωση των ιατρών, καθώς και – με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας – την (πρόδηλη μόνον) δραστικότητα των συνεπειών στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ενόψει όμως των τρεχουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της χώρας, των μνημονιακών υποχρεώσεων αυτής και των σκοπών που επιδιώκει να εξυπηρετήσει ο κοινός νομοθέτης με τη συνολικότερη αναμόρφωση των μισθολογίων των δημοσίων υπαλλήλων.
Δρ. Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Συνταγματολόγος – Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] βλ. ενδεικτικά Σ.τ.Ε. 2398/2013, 1594/2009, 78/2003, 3115/2002, 3901, 2215/2001, 2440/2000, 2/1998, 5624/1996, 3613, 3582/1996 7μ. κ.ά.
[2] Απ. Παπακωνσταντίνου, «Μνημονιακές» περικοπές των μισθών στο δημόσιο τομέα και Σύνταγμα: Η πρόσφατη απόφαση 3/2022 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/mnimoniakes-perikopes-twn-misthwn-ston-dhmosio-tomea-kai-syntagma/
[3] Απ. Παπακωνσταντίνου, Το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, 2006, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα