Επειδή πολλή συζήτηση γίνεται για την αντισυνταγματικότητα ή μη των μέτρων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, ας δούμε αν η σχετική κριτική πράγματι ευσταθεί. Πριν απ΄ αυτό ας διευκρινισθεί ότι δεν πρόκειται για μέτρα που επιβάλλουν καθολική απαγόρευση των μετακινήσεων, αφού, όπως διαπιστώνεται από το ίδιο το περιεχόμενό τους, ουσιαστικά απαγορεύουν μόνο τις άσκοπες μετακινήσεις, κανονικοποιώντας σε επίπεδο επιτακτικού κανόνα δικαίου τις υπάρχουσες ήδη, βασιζόμενες στα πορίσματα και τις διαπιστώσεις της ιατρικής επιστήμης, σχετικές συστάσεις και αφήνοντας εκτός απαγόρευσης σωρεία περιπτώσεων επιτρεπτής μετακίνησης. Έχει σημασία, επίσης, να τονισθεί ότι τα μέτρα δεν προβλέπουν λήψη ειδικής προηγούμενης άδειας από την Αστυνομία ή από κάποια άλλη κάποια Αρχή, αλλά αρκεί η δήλωση του ίδιου του ενδιαφερόμενου ή, στις περιπτώσεις των εργαζομένων, του εργοδότη τους.
Τι ορίζει σχετικά με το θέμα το Σύνταγμα;
Στο άρθρο 5 («Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία») κατοχυρώνεται κατ΄ αρχήν το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, «εφόσον δεν παραβιάζει δικαιώματα άλλων»(παρ. 1), στη συνέχεια η προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, χωρίς διακρίσεις, εξαιρουμένων όμως των περιπτώσεων που προβλέπει ο νόμος (παρ. 2), καθώς και, μετά, το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας, οριζομένου ότι κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται «ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται», εκτός όμως πάλι των περιπτώσεων που (“παρά μόνο όταν και όπως”) ορίζει ο νόμος (παρ. 3).
Η διάταξη που κυρίως ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι της επόμενης παραγράφου (4) του άρθρου 5, η οποία απαγορεύει ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο ή είσοδο σ΄ αυτήν, προβλέποντας ρητά ότι «τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει.»
Πλην όμως, ακόμη και αν θεωρήσουμε τα χθεσινά μέτρα ως ατομικά διοικητικά μέτρα (που μάλλον δεν είναι, άρα δεν εμπίπτουν ούτως ή άλλως στην απαγόρευση) και ξεχάσουμε και τη ρητή επιφύλαξη του Συντάγματος υπέρ του νόμου (όπως συμβαίνει εν προκειμένω), σε κάθε περίπτωση υπάρχει κάτω από το άρθρο 5 η ερμηνευτική δήλωση του Ψηφίσματος της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία «Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δ ε ν περιλαμβάνεται η απαγόρευση της εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει.»
Στην προκείμενη περίπτωση, είναι δεδομένο ότι πρόκειται ακριβώς για τέτοια μέτρα. Συνεπώς, όπως επεσήμανε ήδη από χθες ο καθηγητής Ξ. Κοντιάδης, όχι μόνο δεν είναι αντίθετη η λήψη αυτών των μέτρων προς το Σύνταγμα, αλλά, αντίθετα, προβλέπεται ρητώς σ΄ αυτό. Και προβλέπεται στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας του και της ορθής συνολικά εφαρμογής του (γι αυτό και η συγκεκριμένη ερμηνευτική δήλωση), μια που η επόμενη μάλιστα παράγραφος του άρθρου 5 (η παρ. 5 δηλαδή) συμβαίνει να κατοχυρώνει το δικαίωμα του καθενός στην προστασία της υγείας του, δικαίωμα βεβαίως το οποίο επίσης οφείλει να σέβεται και να προστατεύει η Πολιτεία, σε συνδυασμό μάλιστα με την ρητή αντίστοιχη θετική υποχρέωσή της εκ του άρθρου 21 παρ. 3: «Το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.»
Παρόλο που τα παραπάνω αρκούν, κατά τη γνώμη μου, για να καταδείξουν τη μη αντίθεση των συγκεκριμένων μέτρων προς το Σύνταγμα, έχει σημασία να σημειωθούν δύο ακόμη διατάξεις του, οι οποίες ενισχύουν έτι περαιτέρω την θέση αυτή.
Και οι δύο βρίσκονται στο άρθρο 25 («Αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων»). Η μεν πρώτη είναι η γενική ρήτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 25, η οποία ορίζει ότι «H καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται», θέτοντας όρια εν γένει στην άσκηση κάθε δικαιώματος (ιδίως όταν από αυτήν ενδέχεται να πληγούν όμοια ή άλλα δικαιώματα άλλων προσώπων), ενώ η δεύτερη είναι η ακριβώς επόμενη παράγραφος (4), η οποία ορίζει ότι «Tο Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.»
Είναι νομίζω προφανές ότι η επίκληση και των δύο προαναφερομένων διατάξεων δικαιολογείται εν προκειμένω, ενισχύοντας περαιτέρω τη συμβατότητα των συγκεκριμένων μέτρων με το συνταγματικό μας πλαίσιο και τον συνακόλουθο κοινωνικό και πολιτισμικό κώδικα αξιών που οριοθετεί.
Δικαιούτο η πολιτεία να λάβει τα συγκεκριμένα μέτρα;
Μήπως όμως, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία ορισμένων, τα συγκεκριμένα μέτρα η Πολιτεία δεν δικαιούτο να τα λάβει, επειδή, ενδεχομένως, δεν έχει ικανοποιητικά εκπληρώσει η ίδια τις δικές της υποχρεώσεις εκ της συνταγματικής επιταγής της παρ. 3 του άρθρου 21 Σ, να μεριμνά δηλαδή για την υγεία των πολιτών;
Η απάντηση είναι αρνητική, παρόλο που η σχετική επισήμανση είναι πολιτικά ενδιαφέρουσα ως προς τον τρόπο που οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά αντιμετωπίζουν το εθνικό σύστημα υγείας. Νομικά όμως το σχετικό επιχείρημα δεν ευσταθεί. Διότι, νομικά, σε επίπεδο μάλιστα συνταγματικής τάξης, η προηγούμενη προσήκουσα εκπλήρωση εκ μέρους του Κράτους της υποχρέωσής του αυτής ουδόλως αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ερμηνευτικής δήλωσης της παρ. 4 του άρθρου 5, ήτοι δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιων μέτρων.
Ούτε η ίδια η επιταγή, άλλωστε, της παρ. 3 του άρθρου 21 θέτει στο Κράτος ως προαπαιτούμενο, προκειμένου να επιβάλλει στους πολίτες μέτρα που κρίνει ως αναγκαία για την προστασία της υγείας των, να έχει εκείνο πρώτα εκπληρώσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του, πχ έχοντας προσλάβει επαρκές ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, έχοντας πολλαπλασιάσει και εξοπλίσει τις κλίνες στις ΜΕΘ, έχοντας προμηθευτεί επαρκές φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό κλπ.
Αλλοίμονο εξάλλου αν ίσχυε κάτι τέτοιο, διότι θα σήμαινε ότι σε μια στιγμή κρίσεως όπως η τωρινή, εν μέσω μιας επιδημίας που απειλεί με πολλές δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες νεκρούς, δεν θα επιτρεπόταν η λήψη κανενός άμεσου περιοριστικού μέτρου από το Κράτος, όσο επιβεβλημένο και κατεπείγον κι αν ήταν αυτό για την προστασία της δημόσιας υγείας, επειδή δεν θα είχαν γίνει όλα όσα θα έπρεπε, τα οποία βέβαια απαιτούν δεκαετίες ολόκληρες για να γίνουν…
Μπορεί να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα των μέτρων με επίκληση της αρχής της αναλογικότητας;
Ούτε, όμως, τέλος, μπορεί κατά τη γνώμη μου βάσιμα να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα των μέτρων με επίκληση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 25 Σ («….Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας»). Ήτοι, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους, βάσει της ενδεχόμενης δυνατότητας λήψης, αντί γι αυτά, κάποιου άλλου ηπιότερου μέτρου.
Η άποψη αυτή όμως δεν είναι ορθή κατ΄ αρχήν διότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν πρόκειται για απόλυτη απαγόρευση των μετακινήσεων, αλλά, στην πραγματικότητα, μόνο των άσκοπων. Αλλά και, περαιτέρω, άλλο μέσο που να υπηρετεί τον ίδιο σκοπό που υπηρετούν τα συγκεκριμένα μέτρα (ο οποίος είναι ο κατά το δυνατόν περιορισμός της συνεύρεσης των πολιτών, προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες μετάδοσης του ιού) πλέον δεν υπάρχει, τη στιγμή μάλιστα που έχουν προηγηθεί άλλα μέτρα για τον ίδιο σκοπό (διεύρυνση ωραρίου και ημερών λειτουργίας των super markets, υποχρεωτικό κλείσιμο εστιατορίων, μπαρ, καφέ, κέντρων διασκέδασης, αλλά και υπηρεσιών, απαγόρευση αθλητικών συναντήσεων κλπ), ενώ τα κρούσματα και τα θύματα συνεχίζουν, δυστυχώς, να πολλαπλασιάζονται και οι εκκλήσεις των ειδικών να γίνονται πιο έντονες.
Συμπέρασμα
Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν χθες δεν είναι αντίθετα στο Σύνταγμά μας. Και το συμπέρασμα αυτό δεν αποτελεί καθόλου προϊόν κάποιας προσωπικής στάθμισης ή πολιτικής τοποθέτησης. Προκύπτει, αποκλειστικά, από την ερμηνεία του Συντάγματος. Πολιτικές επιλογές είναι προφανώς οι θέσεις που τα κόμματα έλαβαν σε σχέση με τα μέτρα αυτά -κι εδώ αξίζει νομίζω ιδιαίτερης αναφοράς η εξαιρετικά υπεύθυνη στάση που έλαβε το ΚΙΝΑΛ, δηλώνοντας δημόσια ότι στηρίζει «κάθε μέτρο που συμβάλλει στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και στην προστασία της ανθρώπινης ζωής», στάση εναρμονισμένη τελικά και με τις αντιλήψεις που υπηρετούν οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις.
Καλό είναι πάντοτε η διατύπωση των απόψεών μας να γίνεται σε συνέπεια με την ιδιότητα με την οποία τις εκφέρουμε, χωρίς να μπερδεύουμε, θελημένα ή αθέλητα, τα νομικά με τις πολιτικές προτιμήσεις μας.
Όπως λοιπόν η νομική αλήθεια είναι ότι η πρόσφατη κυβερνητική απόφαση για αναστολή επί ένα μήνα των διαδικασιών ασύλου ήταν μία μη νόμιμη (και αχρείαστη μάλλον, κατά τη γνώμη μου) πράξη, έτσι και τώρα, η νομική αλήθεια είναι πως τα συγκεκριμένα μέτρα περιορισμού των μετακινήσεών μας είναι καθ΄ όλα νόμιμα και συνταγματικά (αλλά και απαραίτητα, επίσης κατά τη γνώμη μου).
Παναγιώτης Περάκης
Σύμβουλος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών