Η κοινωνική ασφάλιση έχει αξία όταν είναι κοινωνική, δημόσια και ενιαία για όλους. Μόνο τότε μπορούμε να την υπερασπιστούμε ως ανθρώπινο δικαίωμα. Το στοίχημα είναι απλό. Όλοι καταβάλλουμε τις ίδιες (όχι ποσοτικά αλλά αναλογικά) εισφορές και λαμβάνουμε τις ίδιες (αναλογικές) παροχές. Τα ποσοστά των εισφορών βρίσκονται σε πλήρη αναλογιστική αντιστοίχιση με τον τρόπο υπολογισμού των παροχών. Αν μια ομάδα ασφαλισμένων έχει καταβάλει τις ίδιες μεν εισφορές, αλλά λαμβάνει υψηλότερες παροχές, τότε ουσιαστικά θα χρηματοδοτηθεί, κατά το υπερβάλλον, από τους λοιπούς ασφαλισμένους και ενδεχομένως από τους οικονομικά αδύναμους. Ο θεσμός στηρίζεται στην εθνική αλληλεγγύη και σε όλους αναλογεί το ίδιο «κομμάτι» της. Δεν μπορούμε να ζητάμε οι άλλοι να επιδεικνύουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη απέναντί μας. Κι αν το σύστημα θα έπρεπε να επιδείξει μεγαλύτερη αλληλεγγύη, αυτή θα ήταν προς τη μεριά των πιο αδύναμων στρωμάτων. Ειδάλλως, πρόκειται για ανεστραμμένο Robin Hood.
Λόγοι που κείνται εντός ασφαλιστικού συστήματος, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση (λ.χ. υψηλότερες εισφορές, βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα που οδηγούν σε χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής). Αντιθέτως, λόγοι που κείνται εκτός ασφαλιστικού συστήματος, όπως το κύρος του επαγγέλματος, αφήνουν μετέωρη οποιαδήποτε ευνοϊκή παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας. Σ’ ένα ενιαίο σύστημα, η ασφαλιστική διαφοροποίηση δεν πρέπει να στηρίζεται σε κριτήρια εκτός συστήματος. Οι εποχές που η επιλογή του επαγγέλματος εξαρτιόταν κι από την ιδιαίτερη ασφαλιστική του μεταχείριση, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η ενοποίηση των φορέων (e-ΕΦΚΑ) δεν έγινε μόνο για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος, για να καλυφθούν τα ελλείμματα κάποιων φορέων από τα υπάρχοντα πλεονάσματα άλλων. Δεν έγινε μόνο για να ισοσταθμίσουμε τη στενή αναλογιστική βάση ενός φορέα με την ευρύτερη ενός άλλου. Όταν ο αριθμός των ασφαλισμένων είναι πολύ μεγάλος, η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να εκπληρώσει καλύτερα τις υποχρεώσεις της, χωρίς να κινδυνεύσει η υπόστασή της. Το βασικό επιχείρημα είναι ο «νόμος των Μεγάλων Αριθμών», αλλά αυτό βέβαια δεν αρκεί για να υπερασπιστούμε τον ενιαίο χαρακτήρα της δημόσιας και κύριας κοινωνικής ασφάλισης.
Πρώτιστα, η ενοποίηση γίνεται για λόγους ισότητας, για την ενίσχυση του κοινωνικού χαρακτήρα του συστήματος. Διευρύνοντας την αναλογιστική βάση, καθιστούμε δυνατή την ανάπτυξη της διεπαγγελματικής αλληλεγγύης. Η κοινωνική αλληλεγγύη οφείλει να έχει μια ενιαία βάση. Με άλλα λόγια, η ενοποίηση γίνεται πρωταρχικά για λόγους ισότητας και δικαιοσύνης, για να απολαμβάνουν όλοι στον ίδιο βαθμό την εθνική και διεπαγγελματική αλληλεγγύη. Η αναφορά στην εργασία δεν αναπέμπει στις ιδιαιτερότητες των επαγγελματικών ομάδων. Το άρθρο 22, παρ. 5 του Συντάγματος αναφέρεται γενικά στην εργασία κι όχι στις κατ’ ιδίαν επαγγελματικές ομάδες. Ειδικότερα, η εργασία (απασχόληση) χρησιμοποιείται ως κριτήριο πρόσβασης στο σύστημα προστασίας, ως κριτήριο για την επιβολή εισφορών σε οποιαδήποτε μορφή εισοδήματος από αυτή (απασχόληση), καθώς και ως βάση υπολογισμού των παροχών (επί των αποδοχών). Η διαφορετικότητα των συνθηκών απασχόλησης δεν επιβάλλει από μόνη της μια υποδεέστερη ή μια καλύτερη προστασία. Μπορεί οι ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης να απαιτούν αναγκαίες προσαρμογές, σε όμοιες ανάγκες όμως αντιστοιχεί ένα παρόμοιο επίπεδο προστασίας – λ.χ., οι αυτοτελώς απασχολούμενοι έχουν την ίδια ανάγκη προστασίας με τους μισθωτούς και βέβαια θα πρέπει να συμβάλλουν ανάλογα στο σύστημα. Στην ίδια προοπτική, οι δικαστικοί λειτουργοί ως συνταξιούχοι έχουν τις ίδιες ανάγκες με τους υπόλοιπους συνταξιούχους.
Το Ειδ.Δικ. του άρθρου 88, παρ. 2 Σ. – ως γνωστόν, η Ολομ. του Ελεγκτικού Συνεδρίου 1330/2023 ακολούθησε την απόφαση του Μισθοδικείου 255/2021 – υποστηρίζει πάγια ότι οι δικαστικοί λειτουργοί θα πρέπει να απολαμβάνουν ένα επίπεδο συντάξεων ανάλογο του κύρους του λειτουργήματός τους. «Οι συντάξεις των δικαστών πρέπει να τελούν σε τέτοια αναλογία προς τις βασικές αποδοχές ενέργειας, ώστε να διατηρείται ακμαίο και αλώβητο το δικαστικό τους φρόνημα και το ηθικό τους σθένος…»[1],[2]. Το κύρος, όμως, των δικαστικών λειτουργών δεν θα περισωθεί με μέτρα σε βάρος της ασφαλιστικής κοινότητας που είναι πλέον ενιαία. Ό, τι επιβάλλει το Σύνταγμα, είναι η προστασία των δικαστικών λειτουργών από τους κινδύνους, όπως επιβάλλει την προστασία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα από τους ίδιους κινδύνους (ΣτΕ Ολομ. 1880/2019, σκ. 13).
Ειδικότερα, για τους δικαστικούς λειτουργούς, η νομολογία του Ειδ.Δικ. του άρθρου 88, παρ. 2 Σ. προσφεύγει στην ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, προκειμένου να εγγυηθεί το συνταξιοδοτικό τους καθεστώς. Γίνεται δεκτό ότι το Σύνταγμα καθιερώνει για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών μια ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση. Διαφορετικά, η παράλειψη ειδικής στάθμισης θα απέληγε, κατά τη νομολογία, σε μια συνταγματικώς μη επιτρεπτή ομοιόμορφη μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας[3]. Η σχετική ευχέρεια εκτιμήσεων και επιλογών του νομοθέτη, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό των δικαστών, τελεί υπό τον περιορισμό της εγγύησης της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Έτσι, η μισθολογική και συνταξιοδοτική ασφάλεια των δικαστών μετατρέπεται σε εγγύηση μιας από τις θεμελιώδεις επιταγές του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ μειώνει τους κινδύνους διαφθοράς. Δεν συμφωνούμε με την επικρατούσα νομολογία. Ας δανειστούμε για την περίπτωση τη ρήση του Δ. Τσάτσου ότι οι νομικοί αναγνωρίζουν συχνά στους νομικούς κανόνες δυνατότητες περισσότερες από αυτές που έχουν.
Η νομολογιακή διαφοροποίηση των δικαστών από τους λοιπούς ασφαλισμένους δεν δικαιολογείται από το Σύνταγμα[4]. Το Σύνταγμα δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση στους δικαστικούς λειτουργούς, όπως αντίθετα υποστηρίζει το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 1 (255/2021). Οι δικαστικοί λειτουργοί, όπως και κάθε επάγγελμα και εργασία, απολαμβάνουν το κοινωνικό δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 22, παρ. 5 του Συντ/τος. Η περιοριστική διατύπωση του τελευταίου μπορεί να διευρυνθεί με τη συνεπικουρία της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25, παρ. 1 Σ., ΣτΕ Ολομ. 1880/2019, σκ. 10).
Το άρθρο 22, παρ. 5 του Συντ/τος, όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα (δημόσιο και κύριο), εγγυάται τον ίδιο βαθμό προστασίας για όλους όσους απασχολούνται, ανεξάρτητα από το ειδικότερό τους επαγγελματικό (υπηρεσιακό) καθεστώς. Προσφέρει κοινή ενοποιητική βάση (αρχή καθολικότητας) που δεν συνδέεται με το κύρος της θέσης ή το είδος της απασχόλησης. Η αξιοπρεπής διαβίωση δεν γνωρίζει διαβαθμίσεις ανάλογα με το επάγγελμα ή τη δραστηριότητα του ασκούντα αυτή. Ο δε σεβασμός της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης είναι απροϋπόθετος. Ανάλογη επιχειρηματολογία θα μπορούσαν να επικαλεστούν κι άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών, όπως οι ιατροί του ΕΣΥ, ο ρόλος των οποίων ήταν καταλυτικός κατά την πανδημία. Οι ιατροί του ΕΣΥ που μάχονται για τη ζωή των ανθρώπων, δεν θα πρέπει να ασκούν την αποστολή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματός τους; Οι αξιοπρεπείς αποδοχές και συντάξεις τους δεν θα απέτρεπαν το «χρήμα κάτω από το τραπέζι» (τις λεγόμενες «παράτυπες» πληρωμές);
Το ζήτημα της διαφορετικής συνταξιοδοτικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών δεν είναι ένα απλό ζήτημα επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίθετα, αποτελεί κατεξοχήν ζήτημα αρχής. Αφορά την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης. Ποια αλγεινή εντύπωση θα γεννούσε η γενναιόδωρη νομοθέτηση των βουλευτικών συντάξεων από το ίδιο το Κοινοβούλιο; Η πρόσφατη κρίση δημοσίου χρέους ως οδοστρωτήρας μας βοήθησε να «απονομιμοποιήσουμε» τα υπάρχοντα προνόμιά τους – πλέον για τους βουλευτές που έχουν εκλεγεί από 1.1.2013 εφαρμόζεται ένα ορθό καθεστώς (ν. 4093/2012)[5]. Η χρήση της εξουσίας προς ίδιον συμφέρον – ακόμη κι αν αυτό υπάρχει ως αδιόρατη υποψία – είναι ικανή όχι μόνο να «τινάξει στον αέρα» τον θεσμό και την αξία της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.
Πώς να εμπιστευτούν τους δικαστές οι κοινοί συνταξιούχοι, που συρρέουν στα ακροατήρια των δικαστηρίων και εναποθέτουν σε αυτά τις ελπίδες τους για μια μικρή αύξηση της σύνταξής τους, αν δεν τους αισθανθούν όμοιούς τους από άποψη συνταξιοδοτικής μεταχείρισης; Γιατί η αξιοπρεπής διαβίωση να είναι άλλη για τους δικαστές – ανάλογη με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματός τους (Ειδ. Δικ άρθρου 88 παρ. 2 Σ. 255/2011, σκ. 7, Ειδ. Δικ. 1-4/2018) – κι άλλη για τους λοιπούς ασφαλισμένους; Γιατί πρέπει να διερευνάται αν οι μειώσεις των συντάξεων των δικαστών έχουν επίδραση στην ανεξαρτησία τους (Ειδ. Δικ άρθρου 88 παρ. 2 Σ 255/2011, σκ. 8); Γιατί τελικά θα πρέπει μόνο για τους δικαστές να διατηρείται «μια σταθερή αναλογία μεταξύ της σύνταξης και των συμφώνως προς το Σύνταγμα καθοριζόμενων αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών» (Ειδ. Δικ. άρθρου 88 παρ. 2 Σ. 1-4/2018, 6/2015);
Δεν θα ήμουν υπερβολικός αν ισχυριζόμουν ότι οι δικαστικοί λειτουργοί θα έπρεπε να επιδεικνύουν μεγαλύτερη αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό τους. Όπως το επεσήμανε ο Σύμβουλος του ΣτΕ Βασίλης Ανδρουλάκης, «υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την επίκληση της ανεξαρτησίας ως θεσμικής εγγύησης του δικαστή και της δικαστικής λειτουργίας από την επίκληση της ανεξαρτησίας ως προσχήματος που καλύπτει διάθεση ανελέγκτου της δραστηριότητας του δικαστή»[6]. Αυτή η λεπτή γραμμή παραβιάζεται κι όταν η ανεξαρτησία χρησιμοποιείται για διαφοροποίηση της μεταχείρισης των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών από τις λοιπές συντάξεις.
Σ’ ένα ασφαλιστικό σύστημα, που μετά τα Μνημόνια έχει κατακρημνίσει στα τάρταρα τις συντάξεις, δεν χωρούν παρεκκλίσεις για κάποιες επαγγελματικές ομάδες ή κατηγορίες δημοσίων λειτουργών. Στα δύσκολα και τις θυσίες είμαστε όλοι μαζί. Κι αν κάτι αλλάξει, θα αλλάξει για όλους. Οι δικαστές επέδειξαν πράγματι σθένος με τις αντιμνημονιακές τους αποφάσεις (όσες κι αν ήταν αυτές). Μέσα από έναν οριακό έλεγχο συνταγματικότητας, όρθωσαν αναχώματα για να προστατέψουν την αξιοπρεπή διαβίωση των συνταξιούχων και πράγματι αναδείχθηκαν με τις ερμηνείες τους σε συνδιαμορφωτές του ασφαλιστικού μας συστήματος[7]. Αλλά η προσπάθειά τους αυτή θα πρέπει να είναι όμοια για όλους αδιακρίτως, ακόμη κι όταν αφορά τους ίδιους.
Το Μισθοδικείο θεσπίστηκε για λόγους προστασίας του κύρους της δικαιοσύνης, για να αποφευχθούν υπόνοιες ευνοιοκρατίας από την εκδίκαση από τους ίδιους τους δικαστές υποθέσεων που έχουν άμεση ή έμμεση επιρροή στη μισθολογική και συνταξιοδοτική τους κατάσταση. Το Ειδικό Δικαστήριο επιφορτίστηκε με την επίλυση μόνο των νομικών ζητημάτων που μπορούν να επηρεάσουν τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου δικαστών. Μάλιστα, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, θεσπίστηκε μια διεύρυνση της σύνθεσης του Δικαστηρίου και με άλλα επαγγέλματα του νομικού κόσμου.
Τελικά, η απόπειρα που έγινε, μάλλον απέτυχε. Η προσθήκη στη σύνθεση του Δικαστηρίου τακτικών καθηγητών Νομικής και επιπλέον δικηγόρων (μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου δικηγόρων) δεν δημιούργησε συνθήκες μιας πιο «αποστασιοποιημένης» προσέγγισης. Έδωσε μια πρόσοψη, αλλά επί της ουσίας τίποτα περισσότερο. Η ίδια η ύπαρξη ενός ξεχωριστού δικαστηρίου τείνει να συντηρήσει την ιδιαιτερότητα της κατηγορίας αυτής των λειτουργών. Όσοι καθηγητές κι αν μειοψήφησαν, δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τη γραμμή πλεύσης του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο ρόλος του Μισθοδικείου αναιρέθηκε από την παγίωση της νομολογίας του, που απαρέγκλιτα γίνεται σεβαστή. Τι κι αν οι συνθέσεις αλλάζουν, ο τρόπος θεώρησης των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραμένει αμετακίνητος.
Οι προσδοκίες των συνταγματολόγων διαψεύστηκαν ως προς τη λειτουργία του Ειδικού Δικαστηρίου. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος (Το αναθεωρητικό κεκτημένο, 2002, σελ. 344) ήλπιζε ότι το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88, παρ. 2 του Συντ/τος θα λειτουργούσε ως μέτρο αυτοσυγκράτησης, ακόμη κι αν τα μη δικαστικά μέλη έτειναν να ενεργήσουν με ευνοϊκό για το δικαστικό σώμα τρόπο. Ο Νίκος Αλιβιζάτος (Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, 2011, σελ. 554) έγραψε ότι η ανάθεση στο Ειδικό Δικαστήριο αγωγών κακοδικίας της εκδίκασης των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών των δικαστών έγινε με την ελπίδα ότι έτσι θα περιοριστεί η συνήθεια να εκδίδονται ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ δικαστών από τα αρμόδια δικαστήρια. Ο Π. Παυλόπουλος (Η αναθεώρηση του Συντάγματος, 2010, σελ. 300) διερωτάται αν είναι δυνατόν τα θέματα των αποδοχών και των συντάξεων να πηγαίνουν στο δικαστήριο αγωγών κακοδικίας; Πίστευε ότι ήταν λάθος η όλη φιλοσοφία της σχετικής ρύθμισης.
Η Ολομ. Ελ.Συν. (2020/2020, σκ. 39) έχει επισημάνει την έντονη απομάκρυνση από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ως υφίστατο κατά το έτος ψήφισης του ισχύοντος Συντάγματος. Κι αυτό μαρτυρεί τόσο η ενιαία οργανωτική μορφή του νέου φορέα κοινωνικής ασφάλισης, όσο και ο ενιαίος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων που χορηγεί, του οποίου προέχον στοιχείο είναι η ανακατανομή εισοδήματος στο πλαίσιο της εθνικής κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στις προηγούμενες ορθές σκέψεις του Ελ.Συν. ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ότι η αλληλεγγύη δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση, γιατί άλλως παύει να είναι αλληλεγγύη. Η ενοποίηση του συστήματος[8] (κατά το ΣτΕ, μια μεταρρύθμιση «εκ βάθρων») ήταν μια κορυφαία νομοθετική επιλογή των τελευταίων ετών, μετά από μακρά πορεία με σφοδρές αντιστάσεις. Η σκοπιμότητά της τεκμηριώθηκε με μελέτη του ΚΕΠΕ (Η διοικητική μεταρρύθμιση και λειτουργικός εκσυγχρονισμός των ασφαλιστικών δομών, Αθήνα, 2014). Επιτεύχθηκε μόλις το 2016. Δεν θα πρέπει να νοθεύσουμε ένα διαχρονικό όραμα που πλανιόταν στην Ελλάδα από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Δυστυχώς, οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομ. Ελ.Συν. (1330/ 2023) και του Μισθοδικείου (255/2021), κρίνοντας ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 8 και 14 του ν. 4387/2016 για τους δικαστικούς λειτουργούς, μπορεί να αποτελέσουν την απαρχή του «ξηλώματος» του ενιαίου (και αλληλέγγυου) χαρακτήρα του νέου ασφαλιστικού μας συστήματος.
Άγγελος Στεργίου
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Δ. Ράικος, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Άρθρο 88, σελ. 1336. Πρβλ. ΕλΣυν Ολομ. 1491/1986.
[2] Κατά το Ειδ. Δικ. Άρθρ. 88 παρ. 2 Συντ. 88/2013, σκ. 15, «…θα μπορούσε να δημιουργήσει σε αυτούς ανασφάλεια ως προς την δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις φορολογικές και πάσης φύσεως οικονομικές υποχρεώσεις, ανειλημμένες πριν από την έναρξη της περικοπής των αποδοχών τους ή γεννηθείσες μεταγενεστέρως, και ανησυχία ως προς τις συνέπειες που τυχόν αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές θα μπορούσε να έχει στο κύρος αυτών ως δικαστών και κατ’ επέκταση στο κύρος της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι, λόγω ακριβώς του λειτουργήματος που ασκούν, μη συνεπής εκ μέρους τους εκπλήρωση φορολογικών ή άλλης φύσεως οικονομικών υποχρεώσεων, εκτός από ποινικής, διοικητικής ή αστικής φύσεως συνέπειες, που μπορεί, κατά νόμο, να έχει, ενέχει και ηθική απαξία, μεγαλύτερη δε από ό,τι έχει η μη εκπλήρωση τέτοιας φύσεως υποχρεώσεων από τους άλλους πολίτες, στους οποίους, άλλωστε, τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους δικαστικών λειτουργών μπορεί να εμπνεύσει ανησυχία ως προς την ικανότητά τους να ασκήσουν με ανεξαρτησία και αμεροληψία τα καθήκοντά τους. Η ανασφάλεια δε και η ανησυχία αυτή, που προφανώς δεν συντελεί ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να είναι σε θέση να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος επηρεασμού της ευθυκρισίας τους…».
[3] Βλ. ΕλΣυν Ολομ. 244/17.
[4] Βλ. Θ. Ψήμμα, Η συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών : κριτική αποτίμηση, ΔτΚΑ 2/2019, σελ.
[5] Βλ. Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 4η εκδ., 2022, σελ. 1355.
[6] Βλ. Β. Ανδρουλάκης, Ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας, ΘΠΔΔ 2018, σελ. 326.
[7] Βλ. Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, Λιτότητα και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα, 2019.
[8] Βλ. Α. Στεργίου, Ενιαίοι κανόνες παροχών και εισφορών για μη ομοειδείς κατηγορίες ασφαλισμένων εντός e-ΕΦΚΑ, ΔτΚΑ 2/2021, σελ. 236 επ.