Ερωτήματα Πολιτών:
α) Τα περιοριστικά μέτρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας μετά τις 21:00 καθώς και του περιορισμού των μετακινήσεων (SMS) είναι συνταγματικά; Το άρθρο 5 κάνει λόγο μόνο για την επιβολή ατομικών περιοριστικών μέτρων και όχι μαζικών, όπως γίνεται τώρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
β) Είναι συνταγματικός ο περιορισμός της ελεύθερης κίνησης κατά τη βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας λόγω της πανδημίας;
Απάντηση:
Το άρθρο 68 παρ. 3 της από 20.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020[1], αποτελεί τη νομική βάση των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία και της επιβολής του μέτρου της καραντίνας (lockdown) και της μετακίνησης μετά από αποστολή sms, που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα αρχικά τον Μάρτιο. Τότε, διατυπώθηκαν ορισμένες ενστάσεις για την αντισυνταγματικότητά τους, αλλά η άποψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των συνταγματολόγων ήταν ότι οι περιορισμοί ήταν συνταγματικοί. Η προστασία της ατομικής και δημόσιας υγείας (άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Σ), της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας όλων των πολιτών δικαιολογούσε τη λήψη μέτρων περιοριστικών της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ[2]). Το μέγεθος της απειλής, όπως είχε διαφανεί και σε άλλες χώρες, καθιστούσε ειδικότερα τους γενικούς αυτούς περιορισμούς, παρά τη σοβαρότητά τους, σύμφωνους με την αρχή της αναλογικότητας.
Τον Νοέμβριο επιβλήθηκε σε όλη τη χώρα, πέραν των παραπάνω περιορισμών, απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τις βραδινές ώρες σε όλη την επικράτεια, μέτρο το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα και το οποίο έχει μάλιστα αυστηροποιηθεί σε ορισμένες περιοχές, στις οποίες τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν έξαρση της πανδημίας και τάση εξάντλησης των διαθέσιμων νοσοκομειακών κλινών και θέσεων σε ΜΕΘ. Έως τώρα, καμία δικαστική απόφαση δεν έχει κρίνει το ζήτημα της συνταγματικότητας των περιορισμών, αν και υποθέσεις σχετικές με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στο πρώτο lockdown λόγω παράνομης μετακίνησης, εκκρεμούν στα κατά τόπους Διοικητικά Πρωτοδικεία.
Το μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας το βράδυ έχει εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες, ενώ πρόσφατα αμφισβητήθηκε η νομιμότητά του από δικαστικές αποφάσεις στην Ολλανδία και τη Γερμανία. Στην πρώτη περίπτωση, δικαστήριο της Χάγης έκρινε ότι η σχετική απόφαση της Κυβέρνησης δεν διέθετε νόμιμο έρεισμα. Η Κυβέρνηση, όμως, ζήτησε γι’αυτόν τον λόγο να ανασταλεί προσωρινά η εκτέλεση της απόφασης, έως ότου η υπόθεση κριθεί σε δεύτερο βαθμό, και στο ενδιάμεσο το Κοινοβούλιο ψήφισε με επείγουσες διαδικασίες νέο ειδικό νόμο, με τον οποίο η απαγόρευση διατηρείται σε ισχύ[3]. Στη δεύτερη περίπτωση, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Βάδης-Βυρτεμβέργης ανέστειλε την εφαρμογή του μέτρου, καθώς έκρινε ότι η Κυβέρνηση του Κρατιδίου δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη λήψη του[4]. Οι βασικοί παράγοντες που πρέπει, κατά την εκτίμησή του, να συνυπολογισθούν είναι εάν η απαγόρευση επιβάλλεται ως το ύστατο μέτρο αποφυγής της εξάπλωσης του ιού και κατά πόσο τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά δικαιολογούν την επιβολή του σε όλο το Κρατίδιο.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες αμφισβητείται δικαστικά ο σοβαρότατος περιορισμός της απαγόρευσης της νυχτερινής κυκλοφορίας, δεν θεωρείται συλλήβδην αντισυνταγματικός ως προς την ουσία του. Γίνεται δεκτό δηλαδή ότι, εφόσον η εξέλιξη και η ένταση της πανδημίας το απαιτεί, μπορεί οπωσδήποτε να αποτελέσει ένα από τα όπλα στη φαρέτρα της Διοίκησης ή του νομοθέτη για την αντιμετώπισή της. Αρκεί όμως να βρίσκει έρεισμα στον νόμο και να συνοδεύεται από επαρκή αιτιολόγηση, υπό το φως ιδίως των επιστημονικών/επιδημιολογικών δεδομένων και των εκτιμήσεων των ειδικών, ώστε να εμφανίζεται αναλογικός ως προς τον σκοπό της προάσπισης της δημόσιας και ατομικής υγείας και όχι δυσανάλογος ή καταχρηστικός.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο βαθμός και η ένταση του ελέγχου της αναλογικότητας των μέτρων αντιμετώπισης του κορωνοϊού ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Δεν αποτελεί όμως σύμπτωση το γεγονός ότι στις περισσότερες, ευρωπαϊκές τουλάχιστον, χώρες όπου έχει επιβληθεί, το μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας έχει θεωρηθεί μέτρο πρόσφορο, αναγκαίο και αναλογικό εν στενή εννοία σε περιόδους έξαρσης της πανδημίας. Ούτε άλλωστε αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι όπου αμφισβητήθηκε, αυτό έγινε για διαδικαστικούς κυρίως λόγους, με ανοιχτό πάντα, εκ μέρους της δικαιοσύνης, το παράθυρο της εκ νέου επιβολής του, εφόσον δικαιολογηθεί με τεκμηριωμένο και εμπεριστατωμένο τρόπο.
Απόστολος Βλαχογιάννης
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Υποσημειώσεις:
[1] «Για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, είναι δυνατόν να επιβάλλονται ως μέτρα πρόληψης και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, περιορισμοί ή απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω ή εν μέρει στην Επικράτεια. Από τα μέτρα του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται μετακινήσεις των πολιτών για την εξυπηρέτηση ζωτικών, προσωπικών ή επαγγελματικών, αναγκών τους που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο. Τα μέτρα του πρώτου εδαφίου της παρούσας επιβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υγείας και Εσωτερικών μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι εξαιρέσεις του δευτέρου εδαφίου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση για την εφαρμογή της παρούσας. Παράβαση της παρούσας επισύρει τις κυρώσεις της παραγράφου 2 του εξηκοστού ένατου άρθρου.»
[2] Η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 δίνει ένα επιπλέον έρεισμα ως προς τη συνταγματικότητα της διάταξης της ΠΝΠ, στον βαθμό που ιστορικά η λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων συνιστά για τον συντακτικό νομοθέτη πολύ βαρύτερο και πιο «ύποπτο» από πλευράς (αντι)συνταγματικότητας μέτρο από τη λήψη γενικών νομοθετικών μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας.
[3] https://www.politico.eu/article/netherlands-coronavirus-curfew-parliament-overrides-court-ruling/.
[4] Για τη μετάφραση της απόφασης βλ. https://www.ddikastes.gr/node/7071.